Η επίδραση των έντονων φαινομένων της κλιματικής αλλαγής στη σεισμική δραστηριότητα προβληματίζει διεθνώς τους επιστήμονες.
Η επίδραση των έντονων φαινομένων της κλιματικής αλλαγής στη σεισμική δραστηριότητα προβληματίζει διεθνώς τους επιστήμονες. Μέχρι στιγμής, οι ερευνητές γνώριζαν ότι οι κινήσεις των τεκτονικών πλακών επηρεάζουν το κλίμα.
Ποτέ, ωστόσο, δεν φαντάζονταν ότι μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν προκαλούν μόνο το λιώσιμο των πάγων ή την ερημοποίηση.Αντίθετα, ξεπερνούν την επιφάνεια της Γης και επιδρούν στο εσωτερικό του φλοιού του πλανήτη και στις τεκτονικές πλάκες, έχοντας σημαντική συμβολή στη σεισμική δραστηριότητα.
Αφορμή για τη διαπίστωση αποτέλεσε πρόσφατη έρευνα ομάδας Γάλλων, Γερμανών και Αυστραλών επιστημόνων, που επιβεβαιώνει το γεγονός.
Συγκεκριμένα, οι έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση των μουσώνων στην Ινδία επιτάχυνε κατά 20% τις κινήσεις της ινδικής πλάκας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα εκατομμυρίων ετών, προκαλώντας αντίστοιχα σεισμικά φαινόμενα.
Οι έρευνες
Η κλιματική αλλαγή συντελείται από τις αυξημένες εκπομπές αερίων και έχει προκαλέσει αύξηση της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Αλλωστε, οι τελευταίες εκθέσεις της Επιτροπής Μελέτης της Κλιματικής Αλλαγής της Ακαδημίας Αθηνών δείχνουν ότι θα πρέπει να αναμένουμε ευρύτερη μεταβλητότητα του κλίματος και στην Ελλάδα.
«Οι μακροχρόνιες κλιματικές αλλαγές, αλλά και οι εποχικές μεταβολές φαίνεται ότι επηρεάζουν τα γεωφυσικά φαινόμενα και τη σεισμική δράση. Η σύνδεση αυτή αποδεικνύει τις τεράστιες δυνάμεις που κρύβουν το φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, η οποία προκαλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες», εξηγεί στη Real news ο διευθυντής Ερευνών στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
Ελλάδα
Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη σεισμική δραστηριότητα έχει μελετηθεί στη Ελλάδα ήδη από το 1985. Η μελέτη Γαλανόπουλου της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο «Τάση συγκέντρωσης της σεισμικής δράσεως στον ελληνικό χώρο σε ορισμένες εποχές του έτους», παρατηρούσε ότι οι σεισμοί που εκδηλώνονται κάθε μήνα αυξάνονται κατά την άνοιξη - και ιδιαίτερα τον μήνα Μάρτιο.
Παράλληλα, διαπίστωνε πως τους μεγαλύτερους σεισμούς τους έχουμε τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς τότε απελευθερώνεται περισσότερη σεισμική ενέργεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεγάλης σεισμικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ήταν ο σεισμός των Δωδεκανήσων στις 26 Ιουνίου του 1926, μεγέθους 7,5 Ρίχτερ, και των Ιονίων νήσων στις 12 Αυγούστου το 1953, που άγγιξε τα 7,2 Ρίχτερ.
«Η εξήγηση που έδινε ο Γαλανόπουλος για την εποχική συσχέτιση των καιρικών φαινομένων με το κλίμα ήταν η βροχερή περίοδος του χειμώνα, η οποία προκαλεί λίπανση των επιφανειών των ρηγμάτων σε μεγάλα βάθη, μειώνοντας τον συντελεστή εσωτερικής τριβής», διευκρινίζει ο Γερ. Παπαδόπουλος. Με αυτό τον τρόπο προκαλείται αιφνιδιαστική μετακίνηση διαφόρων ρηγμάτων, με αποτέλεσμα να γεννιούνται σεισμοί.
Σήμερα, η μελέτη αυτή αποτελεί, κατά τους Ελληνες επιστήμονες, οδηγό προκειμένου να συσχετιστεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη με τους σεισμούς, καθώς τότε η επίδραση της κλιματικής αλλαγής ήταν περιορισμένη έως ελάχιστη.
«Είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει μια νέα μελέτη, που θα συνδέει τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής με τη σεισμικότητα στον ελλαδικό χώρο. Μένει να δούμε τον μηχανισμό που λειτουργεί αυτή η συσχέτιση», παρατηρεί ο Γερ. Παπαδόπουλος.
Οι επιστημονικές μελέτες στο εξωτερικό
Ο Γάλλος γεωφυσικός Μπολινγκέρ από το ερευνητικό κέντρο Μπρουγέρ λε Σατέλ επιβεβαιώνει τη μεταβολή της σεισμικότητας σε σχέση με τις εποχικές αλλαγές του κλίματος που εντόπιζε ο Γαλανόπουλος.
Στην εργασία του υποστήριξε ότι η σεισμικότητα στα Ιμαλάια και το Νεπάλ εξαρτάται από τις εποχές. Ειδικότερα, διαπίστωνε ότι κατά τη χειμερινή περίοδο η σεισμικότητα ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Το γεγονός αυτό το απέδιδαν στους μουσώνες που έπνεαν στην περιοχή από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο. Την περίοδο εκείνη, οι έντονες βροχοπτώσεις στην κοιλάδα του Γάγγη και τη βόρεια Ινδία «φόρτωναν» τον φλοιό της Γης, με αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη σεισμική δραστηριότητα το χειμώνα.
Φυσικά, η μελέτη αυτή δεν είναι η μόνη. Ο Ρώσος επιστήμονας Ολεγκ Μολτσάνοφ, από το Ινστιτούτο Φυσικής της Γης της Ακαδημίας Επιστημών της Μόσχας, σε εργασία που δημοσιεύτηκε το 2010 για την ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, κατέληγε σε παρόμοια συμπεράσματα.
Ο ερευνητής υποστήριξε ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου συσχετιζόταν άμεσα με τους σεισμούς. Αναλύοντας τα δεδομένα 35 χρόνων, διαπίστωσε ότι οι σεισμοί, λόγω της κλιματικής αλλαγής, εκδηλώνονται νωρίτερα κατά 1,5 χρόνο.
Οι σεισμοί, τα τσουνάμι και οι παγετώνες
Το λιώσιμο των πάγων λόγω της κλιματικής αλλαγής με τη σεισμική δραστηριότητα προκαλεί και θα προκαλέσει στο μέλλον περισσότερα τσουνάμι, ισχυρίζονται οι επιστήμονες.
Ο καθηγητής Μπιλ Μακ Γκιρ από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου διαπίστωσε πρόσφατα ότι όταν ο πάγος χάνεται, ο φλοιός της Γης αναδιπλώνεται προκαλώντας σεισμούς.
Οι σεισμοί ενεργοποιούν υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, που, αντίστοιχα, προκαλούν τσουνάμι. Αντίστοιχη θέση είχε υιοθετήσει και η Μετεωρολογική Υπηρεσία της Κίνας.
Σε έκθεσή της έχει υποστηρίξει ότι η κλιματική αλλαγή έχει τη δική της ευθύνη για το φονικό τσουνάμι που έπληξε το 2004 τη Νοτιοανατολική Ασία.
Επιτάχυνση
Οι Κινέζοι ερευνητές εκτιμούν ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής -όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας- θα επιταχύνει την εκδήλωση σεισμικών φαινομένων, καθώς αλλάζει τη μάζα ολόκληρης της επιφάνειας της Γης, ενεργοποιώντας παλιά ρήγματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται καταστροφικοί σεισμοί και τσουνάμι.
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΥΤΤΗ