Quantcast

«Νεκρώνει» η Παμβώτιδα

Η λίμνη των Ιωαννίνων κινδυνεύει να μετατραπεί σε δεξαμενή μόλυνσης, χωρίς ίχνος ζωής.
Η μεγάλη ρύπανση και ο περιορισμός της έκτασής της συνεχίζουν να απειλούν το οικοσύστημα της Παμβώτιδας στα Ιωάννινα. Παρόλο που οι Αρχές έχουν δεσμευτεί πολλές φορές ότι το θέμα θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, η κατάσταση παραμένει ίδια τα τελευταία 10 χρόνια, με αποτέλεσμα η λίμνη να κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια κλειστή δεξαμενή, χάνοντας πολύτιμα ενδημικά είδη, αλλά και την αξία της ως ελκυστικός τουριστικός προορισμός.

Η λίμνη των Ιωαννίνων, είναι αποδέκτης των απορροών του νοτίου και νοτιοανατολικού τμήματος του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, με το μεγαλύτερο ποσοστό των ρύπων να προέρχεται κυρίως από τον πρωτογενή, αλλά και από τον δευτερογενή τομέα: «Ο μεγαλύτερος όγκος της ρύπανσης προέρχεται από τα ζωικά απόβλητα», εξηγεί στη Real planet ο Κώστας Σακκάς, πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος Ιωαννίνων. «Περιμετρικά της λίμνης λειτουργούν γύρω στα 700 πτηνοτροφεία, κάποια χωρίς καν άδεια και τα υπόλοιπα χωρίς να εφαρμόζουν τις διατάξεις της νομοθεσίας». Κύρια αιτία των προβλημάτων είναι η έλλειψη αποτελεσματικών συστημάτων επεξεργασίας των στερεών αποβλήτων στις συγκεκριμένες μονάδες και η ανεξέλεγκτη διάθεση της κοπριάς, χωρίς προηγούμενη μείωση του ρυπαντικού φορτίου, με βάση τις αρχές της υγειονομικής μηχανικής.

Έρευνα

Λόγω της κακής διαχείρισης, όπως αναφέρει και έρευνα του ΤΕΕ Ηπείρου, περισσότεροι από 40 τόνοι φωσφόρου καταλήγουν στα νερά της Παμβώτιδας, ενώ θα έπρεπε να μην ξεπερνούν τους τρεις. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται συνθήκες ευτροφισμού στο οικοσύστημα, που δυσχεραίνουν την επιβίωση των ειδών.

Την κατάσταση επιδεινώνουν η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου σε αρκετούς οικισμούς περιμετρικά της λίμνης και η μη σύνδεσή τους με το σύστημα βιολογικού καθαρισμού. Μέχρι σήμερα, δηλαδή, η λίμνη δέχεται ανεπεξέργαστα και αστικά λύματα. Ευτυχώς, αυτό το θέμα φαίνεται να οδεύει προς τη λύση του, καθώς ο δήμος Ιωαννιτών έχει ζητήσει την ένταξη του συγκεκριμένου έργου, αλλά και της επέκτασης του υφιστάμενου βιολογικού, στο ΕΣΠΑ - με προϋπολογισμό περίπου 70 εκατ. ευρώ.

Η δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου αποχέτευσης αποτελεί, εξάλλου, βασική προτεραιότητα του Επιχειρησιακού Σχεδίου του δήμου για την περίοδο 2011-2014. Οπως υπογραμμίζει ο δήμαρχος Φίλιππας Φίλιος: «Η προστασία του περιβάλλοντος και της λίμνη, με ολοκληρωμένο δίκτυο αποχέτευσης και αναβάθμιση του βιολογικού, ολοκληρωμένο δίκτυο ύδρευσης και επίλυσης του χρονίζοντος προβλήματος έλλειψης νερού είναι εκ των ων ουκ άνευ για την περιοχή μας».

Αναχώματα και άρδευση

Η Παμβώτιδα δημιουργήθηκε πριν από 5 εκατ. χρόνια. Παλαιότερα επικοινωνούσε με τη μικρής έκτασης γειτονική λίμνη Λαψίστα, που όμως αποξηράνθηκε στη δεκαετία του ’70, με αποτέλεσμα να κατασκευαστούν αναχώματα, ώστε η λίμνη των Ιωαννίνων να χρησιμοποιείται για αρδευτικούς σκοπούς. Από τα αναχώματα περιορίστηκε ουσιαστικά η έκταση της λίμνης και κυρίως αποκόπηκαν οι ρηχές εκτάσεις που είναι πολύτιμες για την αναπαραγωγή, το φώλιασμα και την τροφή των πουλιών και των ψαριών.

«Ως συνέπεια αυτής της κατάστασης, σημαντικά είδη ενδημικά της περιοχής, όπως το είδος ψαριού Τσίμα, γνωστό ως “μαρίδα της λίμνης”, αλλά και το επίσης ενδημικό ορθόπτερο Chorthippus lacustris έχουν πιθανότατα εξαφανιστεί» σημειώνει ο K. Σακκάς.

Νομοθετικό κενό

Η Παμβώτιδα έχει ενταχθεί στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000 και αποτελεί περιοχή σημαντική για τα πουλιά. Ωστόσο, το καθεστώς προστασίας της παραμένει ακόμα μετέωρο. «Το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος “Χαρακτηρισμός της υδάτινης, χερσαίας και ευρύτερης περιοχής της λίμνης Παμβώτιδας (Ιωαννίνων), νομού Ιωαννίνων, ως περιοχή οικοανάπτυξης με περιφερειακή ζώνη προστασίας και καθορισμός χρήσεων γης όρων και περιορισμών δόμησης”, όπως και το Ρυθμιστικό Σχέδιο των Ιωαννίνων, αν και είναι έτοιμα εδώ και δύο χρόνια, δεν έχουν υπογραφεί ακόμα, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το “νομοθετικό κενό” για να “επιτρέπονται” διάφορες παρεκκλίσεις», επισημαίνει το μέλος του Δ.Σ. της Ορνιθολογικής Εταιρείας Ρήγας Τσιακίρης.

Οπως, για παράδειγμα, η πρόσφατη αδειοδότηση ξενοδοχειακών μονάδων εντός της προστατευόμενης περιοχής, όπου κανονικά απαγορεύεται κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Το θέμα έφερε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων Μιχάλης Τρεμόπουλος, ο οποίος επικαλείται καταγγελίες περί εσκεμμένων ενεργειών «συγκεκριμένων αυτοδιοικητικών οργανισμών, που έχουν ως αποτέλεσμα να καθυστερεί η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που θα προστατεύει αποτελεσματικά τον υγρότοπο και τη βιοποικιλότητα που φιλοξενεί», καθώς και περί προσπαθειών αποχαρακτηρισμού της παράκτιας ζώνης των 300 μέτρων.

Η μόνη λύση, εκτός από το Π.Δ. και το Ρυθμιστικό που θα οριοθετήσουν την προστατευόμενη περιοχή, είναι, κατά τον Ρ. Τσιακίρη, η δημιουργία ενός περιβαλλοντικού υγροτοπικού πάρκου. Σχετική πρόταση έχει συνταχθεί από την περιβαλλοντική οργάνωση και τη βρετανική RSPB από το 2008. Η έκταση που θα συμπεριλάβει το πάρκο ανήκει στον δήμο, στο Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και ένα μικρό κομμάτι της σε ιδιώτες. «Δήμος και ΕΘΙΑΓΕ έχουν τοποθετηθεί κατ’ αρχάς θετικά, έχουν ζητήσει όμως μια οικονομοτεχνική μελέτη για να κρίνουν κατά πόσο θα είναι βιώσιμο γι’ αυτούς, καθώς το πάρκο δεν περιλαμβάνει μόνο περίπτερα και χώρους για αναψυχή, αλλά και έργα που έχουν κόστος, όπως επαναπλημμυρισμούς, έργα διαχείρισης της βόσκησης κ.λπ.», συμπληρώνει ο εκπρόσωπος της Ορνιθολογικής Εταιρείας.

Παράπλευρες απώλειες

Οικολογική καταστροφή επιτελεί και η ίδια η λίμνη. Επηρεάζει, με άλλα λόγια ρυπαίνει, τον ποταμό Καλαμά, στον οποίο απορρέει μέσω τεχνητών τούνελ από τη δεκαετία του ’70 που αποξηράνθηκε η Λαψίστα. «Το μεγαλύτερο ποσοστό ρύπανσης του Καλαμά προέρχεται από το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων και μάλιστα εν γνώσει των Αρχών», διαβεβαιώνει ο Κώστας Σακκάς. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι, σε μέτρηση που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2008, η ρύπανση στα ύδατα που μετέφερε ήταν τόσο υψηλή, που τα ειδικά μηχανήματα αδυνατούσαν να τη μετρήσουν.

Ο Καλαμάς είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας. Εχει συνολικό μήκος 115 χλμ. και λεκάνη απορροής έκτασης 1.800 τετ. χλμ., που ανήκει σχεδόν ολόκληρη σε ελληνικό έδαφος.

Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΧΑΪΝΗ