Quantcast

Το δέντρο που απειλεί τα δάση

Το ξενικό είδος της βρωμοκαρυδιάς έχει εξελιχθεί στον σημαντικότερο εχθρό των φυσικών αναδασώσεων.
Ήρθε από την Ασία ως καλλωπιστικό φυτό την εποχή του Οθωνα, σήμερα όμως περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης των δασών της χώρας μας και υποβαθμίζει την ποιότητα του ελληνικού μελιού, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων απορρίψεων σκουπιδιών και μπάζων. Επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η βρωμοκαρυδιά, όπως ονομάζεται το ξενικό είδος δένδρου, τείνει να εξελιχθεί σε ένα από τα κυρίαρχα είδη της ελληνικής υπαίθρου.

Πρόκειται για ένα πολύ ανθεκτικό δένδρο, με μεγάλες δυνατότητες εξάπλωσης, οι ρίζες του οποίου εκκρίνουν ουσίες υψηλής οξύτητας, που θέτουν εμπόδια τόσο στη φυσική διαδικασία αναγέννησης των δασών, όσο και στις προσπάθειες αναδάσωσης των καμένων δασικών εκτάσεων.

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η βρωμοκαρυδιά έχει υπερπολλαπλασιαστεί λόγω των παράνομων σκουπιδότοπων. «Οπου υπάρχουν πεταμένα μπάζα συνήθως υπάρχουν και βρωμοκαρυδιές. Είναι το μόνο φυτό που μπορεί να επιβιώσει σε μια εδαφική σύσταση αλλοιωμένη από οικοδομικά και κάθε άλλου είδους απόβλητα», εξηγεί ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών στο τμήμα της Γεωπονικής Βιοτεχνολογίας, Κωνσταντίνος Φασσέας.

Με ρίζες στην Κίνα

Το φυτό προέρχεται από την Κίνα και έχει εξαπλωθεί στην Αμερική και την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, ο Αΐλανθος -όπως είναι η επιστημονική ονομασία του- φυτεύθηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό Κήπο, κατά τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους. Η εξάπλωσή του ήταν άμεση, καθώς στα μέσα του 19ου αιώνα, ειδικά στη Θεσσαλία, οι αγρότες το φύτευαν διότι πίστευαν ότι η έντονη οσμή που εκκρίνει απωθεί τα έντομα.

Η βρωμοκαρυδιά και οι συνέπειες της εξάπλωσής της τέθηκαν στο επίκεντρο των Ελλήνων επιστημόνων μόλις το 2007. Τα αποτελέσματα των ερευνών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο είναι ανησυχητικά, καθώς πλέον θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των αναδασώσεων.

«Η βρωμοκαρυδιά αναπτύσσεται ανταγωνιστικά προς την ελληνική χλωρίδα. Οι πιθανότητες να εμποδίσει τη δασική ανάπτυξη, όμως, είναι ακόμη μεγαλύτερες στις περιπτώσεις των καμένων δασών. Η βρωμοκαρυδιά, με τη μεγάλη ταχύτητα που αναπτύσσεται, παρεμποδίζει την αναγέννηση των πιο ευαίσθητων ειδών της ελληνικής χλωρίδας, όπως το πεύκο. Το φυτό αυτό δεν έχει κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα, αφού και ως καυσόξυλο, είναι κακής ποιότητας», αναφέρει ο Κ. Φασσέας.

Μέλι

Οι έρευνες των επιστημόνων έκριναν τη βρωμοκαρυδιά «ένοχη» και για την παραγωγή κακής ποιότητας μελιού. Η ευδιάκριτη μυρωδιά που αναδύεται από τα άνθη της την περίοδο της άνοιξης προσελκύει τις μέλισσες, οι οποίες μεταφέρουν τη δυσοσμία στο μέλι που παράγεται.

«Κάθε φυτό έχει τα δικά του συστατικά. Αν μια μέλισσα πάρει το νέκταρ από τη βρωμοκαρυδιά, το μέλι που θα παραχθεί θα έχει μια δυσάρεστη μυρωδιά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βγει μέλι μόνο από αυτό το φυτό, ωστόσο είναι σαφές πως, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα συστατικά της βρωμοκαρυδιάς έχουν επηρεάσει την ποιότητα της παραγωγής», δηλώνει ο διευθυντής του Εργαστήριου Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πασχάλης Χαριζάνης, επισημαίνοντας την ανάγκη εκπόνησης περισσότερων μελετών, ειδικά για τις επιπτώσεις στη μελισσοκομία. «Δυστυχώς, είναι δύσκολο να έχουμε συγκριτικά στοιχεία για τη γεύση ή τη μυρωδιά του μελιού, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες μελέτες για το κατά πόσο η βρωμοκαρυδιά επηρεάζει τις ίδιες τις μέλισσες, ο πληθυσμός των οποίων έχει περιοριστεί σημαντικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως είναι γνωστό», προσθέτει ο καθηγητής.

Της ΜΑΡΙΕΤΤΑΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΟΥ