Quantcast

Ευρωζώνη ΙΙ με ή χωρίς την Ελλάδα...

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου και με τις προτάσεις που θα δώσουν στη δημοσιότητα η Κομισιόν και η ομάδα των τεσσάρων προέδρων θα γίνει κατανοητή η μορφή που λάβει η Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια.
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ: Του Θάνου Αθανασίου

Από τα μέσα Σεπτεμβρίου και με τις προτάσεις που θα δώσουν στη δημοσιότητα η Κομισιόν και η ομάδα των τεσσάρων προέδρων θα γίνει κατανοητή η μορφή που λάβει η ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια. Ο αριθμός των μελών σαφώς δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένος, η κατεύθυνση όμως που επιχειρείται να δοθεί είναι αυτή της αυξημένης ευθύνης, του καταλογισμού και της μεταφοράς επιπλέον εξουσιών στο κεντρικό επίπεδο.

Σε αυτό το πλαίσιο θα συναντηθούν στις 23 του μήνα η Α.Μέρκελ με τον Φρ.Ολάντ, και με την ίδια λογική ενδέχεται να συγκληθεί και μια σειρά Συνόδων Κορυφής τους επόμενους μήνες. Στην ίδια σειρά συναντήσεων θα κριθεί και το ελληνικό αίτημα για ηπιότερη προσαρμογή, απλωμένη σε τέσσερα αντί για δύο ακόμα έτη.

Οι Γερμανοί, πολιτική ηγεσία, επιχειρηματικός κόσμος και πολίτες έχουν σαφώς αποφασίσει ότι όχι μόνο το ευρώ ως νόμισμα πρέπει να διατηρηθεί, αλλά ταυτόχρονα να ενισχυθεί ως δομή η ευρωζώνη και να μεταβιβαστούν και άλλες εξουσίες στις Βρυξέλλες. Μέχρι στιγμής το δίπτυχο αυτό υπάρχει στις επιδιώξεις της καγκελαρίου Α.Μέρκελ στο κοινοτικό επίπεδο, στη ρητορική όλων των βασικών κομμάτων στο εσωτερικό της ομοσπονδίας, στην κριτική της αντιπολίτευσης (που θέλει να γίνουν πιο πολλά, πιο γρήγορα προς αυτή την κατεύθυνση), στις αναλύσεις των μεγάλων βιομηχανιών, στις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν τις διαθέσεις των πολιτών, αλλά και στα κείμενα των ειδικών, με πρόσφατο το άρθρο στον Guardian των Bofinger και Habermass.

Παρομοίως οι διπλωμάτες που μετέχουν στο Συμβούλιο μεταδίδουν ότι η γερμανική στάση συνηγορεί στην κατεύθυνση του μετασχηματισμού της ΕΕ και της ευρωζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο κατανοείται και η κριτική και αυστηρή στάση σε σχέση με την ελληνική υπόθεση.

Η ελληνική πλευρά για τα περισσότερα μέλη του Συμβουλίου και την ίδια την Κομισιόν επέλεξε από την έναρξη της κρίσης το 2009 να κάνει όλες τις λάθος επιλογές. Μια από αυτές ήταν η απερίγραπτη καθυστέρηση στην υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων - αυτονόητων πολλές φορές - για να πάψει η ελληνική οικονομία να λειτουργεί με δεδομένα “σοβιέτ”. Στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο είναι απόλυτα κατανοητό ότι μια ολόκληρη κυβέρνηση προτίμησε να εγκαταλείψει την εξουσία από το να ανοίξει κλειστά επαγγέλματα, να καταργήσει αργομισθίες, να σπάσει αυγά στο ασφαλιστικό, να φτιάξει νέο φορολογικό σύστημα και να ξαναδεί το τι ξοδεύει η κρατική μηχανή. Ακόμα και σε καθεστώς συγκυβέρνησης όλες οι μεγάλες αλλαγές έμειναν στις καλένδες, ενώ για τη μείωση των ελλειμμάτων προκρίθηκαν μόνο μέθοδοι επί κοινωνικών ομάδων με χαμηλό βαθμό παρέμβασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα αποκαλύπτεται πως ΔΕΚΟ και παραμάγαζα του ελληνικού δημοσίου δεν είχαν υποστεί τις μειώσεις που έπρεπε, το κράτος συνεχίζει και δίνει παράλογα ποσά σε ενοίκια, υπέρογκα εφάπαξ και συντάξεις δύο ταχυτήτων.

Ακόμα και αυτές οι άδικες αλλαγές - τις οποίες ουδέποτε ζήτησε η τρόικα αλλά επέλεξε η προηγούμενη κυβέρνηση - χρειάστηκαν δυόμισι χρόνια για επιτευχθούν. Ο τότε πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου ζητούσε περισσότερο χρόνο από την πρώτη ημέρα που ήρθε αντιμέτωπος με τα ευρήματα των Βρυξελλών. Ο τότε επίτροπος επί των οικονομικών Χ.Αλμούνια σοφά επεσήμανε ότι οι αλλαγές δεν γίνονται για τις Βρυξέλλες, ούτε οι Βρυξέλλες θα τιμωρήσουν την Ελλάδα, αλλά η τιμωρία θα έρθει από τις αγορές. Η Ελλάδα ως χώρα με ελλείμματα που έδειχνε πως δεν είχε και καμιά διάθεση να μειώσει, σταμάτησε απολύτως εύλογα να αποτελεί επενδυτικό προορισμό.

Αυτό δε σημαίνει ότι το αίτημα για απλωμένη στο χρόνο προσαρμογή ήταν λάθος ως ιδέα, σημαίνει όμως ότι ο χρόνος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα που κατάφεραν και μετακύλησαν το βάρος στις αδύναμες ομάδες του πληθυσμού. Αυτό το συμπέρασμα είναι κεντρικό σήμερα στις αναλύσεις των Βρυξελλών. Αν δε κάτι θέλουν να αποφύγουν οι εταίροι είναι το σκηνικό να επαναληφθεί με την επιμήκυνση που ζητά ο σημερινός πρωθυπουργός. Για αυτόν ακριβώς το λόγο οι εταίροι θα φροντίσουν πριν δώσουν το όποιο «ok» να έχουν πιστοποιήσει ότι το συμφωνημένο πρόγραμμα θα εκτελεστεί σωστά και όχι κατά το δοκούν. Υπό αυτή την έννοια οι Βρυξέλλες και οι ελεγκτές της τρόικας δεν σκοπεύουν να καμφθούν μπροστά σε έννοιες όπως “ειδικά μισθολόγια”, κεκτημένα συγκεκριμένων ομάδων, εγγυημένα εισοδήματα ελευθέρων επαγγελματιών, μονιμότητα στο δημόσιο, εφάπαξ κ.α.

Για τους Γερμανούς και τους άλλους δανειστές ο μόνος που μπορεί να πιστοποιήσει ότι η συμφωνία εξακολουθεί να ισχύει είναι η τρόικα. Γι αυτό και το ελληνικό αίτημα για επιμήκυνση θα κριθεί περισσότερο στην Αθήνα και λιγότερο στις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο.