Quantcast

Τα Αμπελάκια μέσα από τα μάτια Άγγλου περιηγητή

Ο Edward Daniel Clarke, περιγράφει το ταξίδι του στη Θεσσαλία το 1801...
«Μπήκαμε στο σύγχρονο χωριό, το οποίο λέγεται Αμπελάκια. Όλα τα γύρω υψώματα καλύπτονται από αμπελώνες και το κρασί τους είναι γευστικώς το καλύτερο από κάθε άλλο που δοκιμάσαμε στην Ελλάδα.

Είναι κόκκινου χρώματος και μοιάζει με το κοκκινέλι. Η πόλη αποτελείται από 400 σπίτια. Κρέμεται στην πλαγιά της Όσσας, πάνω από τη δίοδο των Τεμπών».

Με αυτόν τον τρόπο, ο Άγγλος περιηγητής Edward Daniel Clarke, περιγράφει το ταξίδι του στη Θεσσαλία το 1801, αναφερόμενος, σε αυτή την περίπτωση, στα Αμπελάκια.

Το κείμενο δημοσιεύεται στον τελευταίο τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου, σε μετάφραση από τα αγγλικά της Ελένης Γαλανούλη και σχόλια του Κώστα Σπανού.

Δεν υπάρχουν, γράφει ο Άγγλος περιηγητής, καθόλου Τούρκοι κάτοικοι στα Αμπελάκια και το χωριό απολαμβάνει ένα καθεστώς ελευθερίας, το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση με την κατάσταση άλλων μερών στη γύρω περιοχή, αν και δεν εξαιρείται από τους δασμούς.

Θα μπορούσαμε, προσθέτει, να φανταστούμε τους εαυτούς μας να βρίσκονται, σχεδόν, στη Γερμανία. Πολλοί από τους κατοίκους είναι από εκείνη τη χώρα, είναι άνθρωποι που ευημερούν και φαίνονται υγιείς.

Ντύνονται με την ανατολίτικη φορεσιά, αλλά έχουν εισάγει πολλούς ξένους τρόπους και έθιμα σε εκείνους που κατάγονται από την Ελλάδα.

Μερικοί Γερμανοί έμποροι, κατά την άφιξή μας, μας έστειλαν τις τελευταίες εφημερίδες της Φρανκφούρτης και λίγο αργότερα μας επισκέφτηκαν.

Στο εργοστάσιο

Καθώς σκοπεύαμε να περάσουμε την νύχτα εδώ -επισημαίνει ο περιηγητής- τους συνοδεύσαμε να δούμε το βασικότερο εργοστάσιο βαφής βαμβακερών νημάτων κόκκινου χρώματος, το οποίο όχι μόνο υποστηρίζει και πλουτίζει τους κατοίκους, αλλά έχει δώσει τόσο σημαντική άνοδο στην εμπορική δραστηριότητα ώστε φορτώνονται ολόκληρα καραβάνια με αυτό το βαμβάκι για τις αγορές της Βουδαπέστης, της Βιέννης, της Λειψίας, της Δρέσδης κ.λπ.

Δεν περνάει ούτε μία μέρα, σχεδόν, που να μην γίνονται κάποιες εξαγωγές, οι οποίες μεταφέρονται ακόμα και μέχρι το Αμβούργο.

Για τη βαφή, όμως, του βαμβακιού, καταναλώνονται τόσο πολλά ξύλα, που θα προκαλέσει μεγάλη καταστροφή στις φυσικές ομορφιές της Κοιλάδας των Τεμπών.

Παρακάτω, ο ίδιος δίνει μία σύντομη περιγραφή της διαδικασίας, η οποία χρησιμοποιείται στην προετοιμασία του βαμβακιού για εξαγωγή, παραπέμποντας τους αναγνώστες του, για πιο συγκεκριμένες πληροφορίες, οικονομικού ενδιαφέροντος, στο πολύτιμο έργο του Felix Beaujour (Tableau du Commerce de la Grèce, 1787).

Εκεί το θέμα αντιμετωπίζεται με κάθε δυνατή προσοχή και ταυτόχρονα με τέτοιο βαθμό ακρίβειας για τον οποίο αξίζει στον συγγραφέα ο μέγιστος έπαινος.

Η επίδραση των αγγλικών βαμβακοκλωστηρίων

Αυτή την εποχή, περίπου, τονίζεται στη συνέχεια, οι έμποροι των Αμπελακίων άρχισαν να αντιλαμβάνονται την επίδραση που είχε στην παραγωγή τους η στροφή των γερμανικών αγορών προς το αγγλικό βαμβακόνημα, και ήταν ένα από τα θέματα των παραπόνων τους.

Προέβλεπαν πως η υπεροχή των Άγγλων βιομηχάνων και η δυνατότητά τους να προσφέρουν σε μικρότερη τιμή, έναντι κάθε άλλου ανταγωνιστή στην ηπειρωτική Ευρώπη, θα αποδεικνυόταν τελικά η αιτία της καταστροφής της δικής τους Συντροφίας.

Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τον ίδιο, αναμφίβολα στη βελτίωση του νήματος στα Βρετανικά κλωστήρια, με τη χρήση των μηχανών, οι οποίες λειτουργούν με ατμό, πράγμα το οποίο έχει προκαλέσει πολύ σημαντική μείωση στο κόστος και επομένως στην τιμή του.

Το νήμα που παράγεται στα Αμπελάκια γνέθεται χειρωνακτικώς, [και επομένως έχει μεγαλύτερο κόστος και ακριβότερη τιμή].

Η όμορφη όμως κόκκινη χροιά του αμπελακιώτικου νήματος θα διατηρήσει επί μακρόν την αρχική του φήμη, διότι δεν κατέστη ποτέ δυνατή η απόλυτη απομίμησή του στην Αγγλία.

Το αγγλικό βαμβακόνημα είναι πιο τελειοποιημένο, αλλά δεν έχει την αντοχή εκείνου που κατασκευάζεται στην Τουρκία, ούτε το χρώμα του είναι τόσο ανθεκτικό.

Ολόκληρος ο πληθυσμός των Αμπελακίων, ανερχόμενος σε 4.000 ψυχές, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των παιδιών, απασχο-λείται με την προετοιμασία αυτού του μοναδικού εμπορικού είδους. Τα αγόρια στη βαφή του μαλλιού και τα κορίτσια στο γνέσιμο του νήματος.

Παρουσιάζεται, λοιπόν, μία θαυμάσια εικόνα της βιομηχανίας και τα ευχάριστα αποτελέσματα της ενεργής απασχόλησης, σε μία χώρα που κατά τα άλλα καταπιέζεται από μία γενική στασιμότητα των ενεργειών της, είναι εξαιρετικά εμφανή στην υγεία, στην ευθυμία και στην καλή αίσθηση στην οποία πάντοτε συμβάλλει η βιομηχανία.

Ο τρόπος κατασκευής του νήματος

Ειδική αναφορά γίνεται και στον τρόπο κατασκευής του νήματος. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιούνται μόνο αδράχτια, στην επεξεργασία του νήματος.

Δεν υπάρχει ούτε μία ανέμη στο μέρος αυτό. Ο Beaujour το αναφέρει αυτό ως ένα από τα αίτια για την υπεροχή του βαμβακερού νήματος που κατασκευάζεται εδώ.

Δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμβάκι (κάθε μπάλα ζυγίζει 250 λίβρες) βάφονται εδώ ετησίως και η κύρια παραγωγή της βιομηχανίας στέλνεται στη Βιέννη.

Μέθοδος βαφής του μαλλιού

Για τη μέθοδο βαφής του μαλλιού, αναφέρει τέλος ο περιηγητής, επισκεφτήκαμε αρκετά εργαστήρια. Περιλαμβάνουν έναν αριθμό δοχείων για το μούσκεμα του βαμβακιού.

Η ουσία που χρησιμοποιείται για τη βαφή είναι η ρίζα του ερυθρόδανου (rubia), το οποίο βρίσκεται στο Churdiz και στο Bachir, στην Ασία, και φτάνει σ' αυτούς μέσω της Σμύρνης.

Δεν μπορέσαμε, όμως, να μάθουμε εάν αυτό διαφέρει από το κοινό ερυθρόδανο [ριζάρι] των βαφέων (rubia tinctorum).
Οι Αμπελακιώτες αποκαλούν αυτή τη ρίζα λιζάρι, aly-zari κατά τον Beaujour.

Αυτοί προετοιμάζουν τη βαφή, κάνοντας σκόνη τη ρίζα και αναμειγνύοντάς τη με νερό σε ένα καζάνι, στην αναλογία 100 μέρη νερού προς 35 μέρρη ερυθρόδανου, και στη συνέχεια προσθέτουν αίμα ευνου-χισμένων ταύρων.

Το σπουδαιότερο, όμως, μέρος της τέχνης αποτελεί η προετοιμασία του βαμβακιού, προκειμένου να δεχτεί τη βαφή. Το βυθίζουν επανειλημμένως σε σαπωνώδη αλισίβα που κατασκευάζεται από λάδι και ένα ασθενές διάλυμα σόδας.

Το βαμβάκι πατιέται μέσα σ' αυτό το διάλυμα, κατά τη διάρκεια αρκετών ημερών διαδοχικά, αφού ξεπλένεται προσεκτικά και στεγνώνεται τόσες φορές όσες βγαίνει από την αλισίβα.

Χρησιμοποιούν, επίσης, και ένα μικρό μερίδιο κοπριάς προβάτων στην προετοιμασία της αλυσίβας. Μετά από αυτό, βάφεται στο ερυθρόδανο και τέλος, για να σταθεροποιηθεί και να τονιστεί το χρώμα, βράζει σε μία ακόμη αλισίβα σόδας.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ