Quantcast

Περισσότεροι από τρία εκατ. Ευρωπαίοι αντιδρούν στην TTIP

«Κόκκινο πανί» η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων που απειλεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο Περιβάλλον, την Υγεία και τα Κοινωνικά Δικαιώματα.
Περισσότεροι από τρία εκατ. Ευρωπαίοι δηλώνουν την αντίθεσή τους στη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων με τις ΗΠΑ (TTIP), αλλά και τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία με τον Καναδά (CETA), διά μέσου της αυτοδιαχειριζόμενης Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών.

«Κόκκινο πανί» αποτελούν η μυστικότητα που διέπει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εκπροσώπων των δύο υπερδυνάμεων, καθώς πολύ λίγες πληροφορίες έχουν διαρρεύσει σε σχέση με το περιεχόμενο και την ουσία των συνομιλιών και εστιάζουν τις έντονες αντιδράσεις τους στο μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους (Investor State Dispute Settlement - ISDS) και στη ρυθμιστική συνεργασία (regulatory cooperation).

Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό το βάρος των έντονων και διαρκών αντιδράσεων, έχει ήδη προτείνει ένα νέο δικαστικό σύστημα για τις επενδύσεις και την TTIP και άλλες εμπορικές και επενδυτικές διαπραγματεύσεις της.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους (ISDS), όπως καταγγέλλει η Greenpeace, «διαιτητικά δικαστήρια θα δίνουν τη δυνατότητα στις εταιρίες να ασκούν αγωγές δισεκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση, όταν κρίνουν ότι τα κράτη παραβιάζουν τους κανόνες της TTIP».

Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση, η οποία συμμετέχει δυναμικά στην ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, «η ρυθμιστική συνεργασία (regulatory cooperation) θα επιτρέπει σε κάθε επιχείρηση να συζητά κάθε σχετική νομοθετική ή κανονιστική πράξη πριν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση ή συζητηθεί στη Βουλή, δημιουργώντας έτσι ένα τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει.

Απαιτεί,δε, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, από την ελληνική κυβέρνηση «να προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες πρωτοβουλίες ώστε να διακόψει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις διαπραγματεύσεις οριστικά».

«Η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να υψώσει τη φωνή της ενάντια στη συμφωνία, όπως έχουν κάνει και άλλες κυβερνήσεις όπως αυτή της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες αντιλήφθηκαν το πολιτικό κόστος που προκύπτει από τη μη αντίδρασή τους, καθώς o ISDS και η ρυθμιστική συνεργασία αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της TTIP».

Αυτό δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δημήτρης Ιμπραήμ, διευθυντής του τμήματος εκστρατειών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace και καλεί τους Έλληνες πολίτες να συγκεντρώσουν ακόμα περισσότερες υπογραφές, μέσω του stopttip.org, έως την εκπνοή της προθεσμίας (6/10).

«Πρόκειται για δύο πολύ επικίνδυνες συμφωνίες, οι οποίες δίνουν υπερεξουσίες σε πολυεθνικές εταιρίες έναντι των κρατών, απορρυθμίζοντας πλήρως το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπουν την αγορά εις βάρος των Ευρωπαίων και Αμερικανών πολιτών», επισημαίνει ο κ. Ιμπραήμ και επισημαίνει:

«Για όσα θεωρούμε σημαντικά, την ιδιωτικότητά μας, την ασφάλεια της τροφής μας, την προστασία του Περιβάλλοντος, τα εργασιακά κεκτημένα, θα αποφασίζουν για πάντα οι μεγάλοι πολυεθνικοί κολοσσοί με γνώμονα το κέρδος τους, αν επιτρέψουμε να ολοκληρωθεί η συμφωνία».

Κείμενο προτάσεων

Απ΄ την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ύστερα από τις σοβαρές αντιδράσεις των κινημάτων της Ευρώπης, έχει ήδη αποστείλει κείμενο προτάσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα κράτη-μέλη για αλλαγές σε σχέση με τoν ISDS.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, το προτεινόμενο δικαστικό σύστημα για τις επενδύσεις θα αντικαταστήσει τον ισχύοντα μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κράτους σε όλες τις τρέχουσες και μελλοντικές επενδυτικές διαπραγματεύσεις της ΕΕ, ενώ δηλώνει πρόθυμη και ανοιχτή για συζήτηση και διαβούλευση επί του θέματος με οποιοδήποτε κράτος μέλος, αλλά και με εκπροσώπους της Κοινωνίας των Πολιτών, ενόσω οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται κανονικά.

Ο πρώτος αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Φρανς Τίμερμανς, δήλωσε στις 16 Σεπτεμβρίου ότι «το νέο δικαστικό σύστημα για τις επενδύσεις θα αποτελείται από πλήρως ειδικευμένους δικαστές, η διαδικασία θα είναι διαφανής, ενώ οι αποφάσεις για τις υποθέσεις θα λαμβάνονται με βάση σαφείς κανόνες. Επιπλέον, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα υπόκεινται σε αναθεώρηση από ένα νέο Εφετείο. Με αυτό το νέο σύστημα, προστατεύουμε το δικαίωμα των κυβερνήσεων να εκδίδουν ρυθμιστικούς κανόνες και εξασφαλίζουμε ότι οι επενδυτικές διαφορές θα εκδικάζονται σε πλήρη συμφωνία με το κράτος δικαίου».

Οι  διμερείς διαπραγματεύσεις

Απ΄ την πλευρά της η αρμόδια για το Εμπόριο επίτροπος Cecilia Malmström, παραδέχθηκε την ίδια μέρα ότι «η παλιά, παραδοσιακή μορφή επίλυσης διαφορών πάσχει από θεμελιώδη έλλειψη εμπιστοσύνης» και διευκρίνισε ότι «θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο σύστημα που θα στηρίζεται στα στοιχεία που κάνουν τους πολίτες να εμπιστεύονται τα εθνικά ή διεθνή δικαστήρια».

Η επίτροπος δημοσιοποιώντας την πρόταση στις 16 Σεπτεμβρίου και διαβιβάζοντάς την στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη, δήλωσε ότι «είναι πολύ σημαντικό να έχουμε ανοιχτή και διαφανή ανταλλαγή απόψεων σχετικά με αυτό το ευρέως συζητούμενο θέμα».

Όσον αφορά την TTIP και τις σχετικές διμερείς διαπραγματεύσεις, ως κεντρικός στόχος έχει τεθεί η κατάργηση των δασμών σε αγαθά και υπηρεσίες, με στόχο το άνοιγμα μιας αγοράς που θα εκτείνεται πέρα από τις δύο όχθες του Ατλαντικού.

Παρόλα αυτά, η Greenpeace σχολιάζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν κάνει τίποτα άλλο από το να διατηρεί ένα προνομιακό δικαστικό σύστημα για τις εταιρίες και εξακολουθεί να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.

Όπως προειδοποιεί ο κ. Ιμπραήμ: «Οι αλλαγές που προτείνονται δεν αλλάζουν κάτι επί τοις ουσίας. Η Επιτροπή εξακολουθεί να προσφέρει στους ξένους επενδυτές ένα προνομιακό δικαστικό καθεστώς, το οποίο απειλεί τα ευρωπαϊκά κεκτημένα στο Περιβάλλον, την Υγεία, τα Κοινωνικά Δικαιώματα».

Όπως δήλωσε ο κ. Γιούργκεν Κνίρς, ειδικός της οργάνωσης για το Εμπόριο, «στηρίζεται ένα δικαστικό σύστημα δύο ταχυτήτων. Προνομιακή δικαιοσύνη για τις πολυεθνικές εταιρίες για να προστατεύσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα και μία βασικού επιπέδου δικαιοσύνη για τους πολίτες, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις».

Δια στόματος του προέδρου Ομπάμα, όταν είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις το 2013, έχει ξεκαθαριστεί ότι «η προστασία των καταναλωτών και του Περιβάλλοντος είναι οι βασικές αρχές που διέπουν την Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συμφωνία».

Ωστόσο από τότε, τα κίνητρα, οι προθέσεις και οι προτάσεις που διατυπώθηκαν ήταν άκρως αμφιλεγόμενες, γι΄ αυτό και οι αντιδράσεις ήταν άμεσες.

Τι λέει η Επιτροπή

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ, μία τέτοιου είδους συμφωνία μπορεί να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και ανάκαμψη για την ΕΕ ύψους 120 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Σχηματικά, οικονομική μελέτη επιτροπής εμπορίου ένα χρόνο μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, έδειξε ότι κατ΄αντιστοιχία οι ευρωπαϊκές οικογένειες θα αυξήσουν το εισόδημά τους κατά 540 ευρώ ετησίως με τη σύναψη της συμφωνίας, ενώ όφελος της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ αναμένεται να έχουν και οι οικονομίες του υπόλοιπου κόσμου, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.

Τα επίσημα αυτά στοιχεία, βέβαια, αμφισβητήθηκαν τότε έντονα, ακόμα και μέσα στους κύκλους της ΕΕ, όπου έγινε λόγος για αυθαίρετους υπολογισμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα, προκειμένου να συγκαλυφθεί η «μεγάλη εικόνα».

«Η Ευρώπη σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να δεχθεί την υποβάθμιση ή την ελαστικοποίηση των κανόνων που σχετίζονται με την ασφάλεια των πολιτών της σε όλα τα επίπεδα», είχε δηλώσει τότε ο κ. Λιούτς Γκιούλνερ εκ΄μέρους του τομέα πληροφόρησης και επικοινωνίας της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής.

Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο επικεφαλής οικονομολόγος εμπορικής ανάλυσης της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου Λουσιάν Σερνάτ, δηλώνει ότι «η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που αναμένεται να επωφεληθεί σημαντικά από την συμφωνία», προβλέποντας «σημαντική τόνωση των εξωστρεφών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων», ενώ «η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αναμένεται να έχει το μεγαλύτερο όφελος, αφού προσκτάται σημαντική αύξηση των εξαγωγών της προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού».

Εκ΄ των βασικών αντικειμένων εργασίας μεταξύ των 25 υποομάδων μεσολαβητών είναι να αρθούν οι περιορισμοί στις επενδύσεις εντός των ΗΠΑ στον τομέα της Ναυτιλίας, καθώς πρόκειται για μία πλήρως ελεγχόμενη από πολύ ισχυρά λόμπι αγορά, ενώ στόχοι για την ΕΕ αποτελούν επίσης η χωρίς αποκλεισμούς ενεργειακή αγορά, η βιώσιμη ανάπτυξη και θέματα που αφορούν στην προστασία της εργασίας και του Περιβάλλοντος.

Η Γενική Δ/νση Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Ο τότε επικεφαλής του τομέα επενδύσεων της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής και σήμερα επικεφαλής διαπραγματευτής εκ΄ μέρους της Διεύθυνσης Εμπορίου κ. Λεοπόλδο Ρουμπινάτσι έχει εκτιμήσει ότι «απ΄τη στιγμή που θα αυξηθεί το εμπόριο, θα αυξηθούν και οι επενδύσεις εντός των χωρών της ΕΕ».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ελπίζει η διατλαντική συμφωνία, εκτός των άλλων, να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στους επενδυτές, καθώς μέχρι σήμερα οι εταιρίες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πολιτική διπλωματία για την επίλυση των διαφορών τους με ξένες κυβερνήσεις, έχοντας ως μόνη επιλογή την εξασφάλιση της υποστήριξης και το lobbying με διπλωμάτες των χωρών τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχουν γίνει έρμαια διεφθαρμένων κυβερνήσεων, ιδιαίτερα σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Σε πρόσφατη δήλωσή του, ο κ. Ρουμπινάτσι, υπεραμυνόμενος την πορεία των διαπραγματεύσεων και θέλοντας να καθησυχάσει τις αντιδράσεις, επισημαίνει ότι «οι νομικές επιθέσεις εναντίον κρατών είναι πολύ σπάνιες και εμφανίζονται σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις». Επιπλέον, όπως έγινε γνωστό, παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για την TTIP, η Επιτροπή θα αρχίσει να συνεργάζεται με άλλες χώρες για τη δημιουργία ενός μόνιμου διεθνούς δικαστηρίου για τις επενδύσεις.

Στόχος είναι το διεθνές δικαστήριο επενδύσεων να αντικαταστήσει σταδιακά, όλους τους μηχανισμούς επίλυσης επενδυτικών διαφορών που προβλέπονται σε συμφωνίες της ΕΕ, σε συμφωνίες των κρατών μελών της ΕΕ με τρίτες χώρες και σε εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ τρίτων χωρών. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζεται, το δικαστήριο αυτό θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα, τη συνοχή και τη νομιμότητα του διεθνούς συστήματος επίλυσης επενδυτικών διαφορών (ISDS). Παρόλα αυτά η Greenpeace, ζητά να τερματιστούν οι διαπραγματεύσεις για το ISDS σε οποιαδήποτε μορφή του, ενώ προειδοποιεί ότι «ακόμα κι χωρίς τον εν΄ λόγω μηχανισμό, οι δύο συμφωνίες με Καναδά και ΗΠΑ ενέχουν σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους και για τις δύο όχθες του Ατλαντικού».

Σχετικά με την Πρωτοβουλία των Πολιτών

Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβώνας, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών προσκαλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει νομοθεσία σε κάποιο θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της.

Για να καταστεί ισχυρή, απαιτούνται 1.000.000 υπογραφές μέσα σε ένα έτος, από τουλάχιστον 7 από τα 28 κράτη μέλη. Κάθε κράτος πρέπει να συγκεντρώσει συγκεκριμένο αριθμητικό στόχο (quorum) για να θεωρηθεί έγκυρη η συμμετοχή του. Η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών ενάντια στην TTIP υποβλήθηκε στην Επιτροπή τον Ιούλιο του 2014.

Τον Σεπτέμβριο του 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών. Λίγες μέρες μετά, η πρωτοβουλία STOP TTIP ξεκίνησε την αυτοδιαχειριζόμενη Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών ενάντια στην TTIP.

Τον Νοέμβριο του 2014 η STOP TTIP, προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ όπως αποδεικνύεται, οι προσπάθειες του κινήματος έχουν ήδη αρχίσει να αποδίδουν καρπούς προς όφελος των Αμερικανών και των Ευρωπαίων πολιτών.