Quantcast

«Αυτοσχεδιάζουμε για να καλύψουμε τα κενά της αδράνειας»

Ιστορικές και κρίσιμες για το μέλλον της χωράς χαρακτηρίζει τις στιγμές που βιώνουμε ο διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος σε συνέντευξη του στη Realnews.

«Πρέπει, επιτέλους, να βγούμε μπροστά. Όχι επειδή το απαιτούν οι δανειστές μας, αλλά επειδή θέλουμε εμείς οι ίδιοι να αλλάξουμε την πορεία του τόπου», τονίζει μεταξύ άλλων στη συνέντευξή του στην Real money ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος και, στέλνοντας μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, προσθέτει: «Μέχρι τώρα συρόμαστε από τις εξελίξεις, δείχνουμε ότι δεν πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις και ότι εξαναγκαζόμαστε σε μέτρα που επιβάλλονται έξωθεν. Γι’ αυτό βρισκόμαστε μονίμως πίσω από τα γεγονότα και ασθμαίνοντας αυτοσχεδιάζουμε κάθε φορά για να καλύψουμε τα κενά της αδράνειας».

Η κυβέρνηση καθυστέρησε δραματικά στην υλοποίηση σκληρών, αλλά αναγκαίων αποφάσεων για τη διάσωση της χώρας. Πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση σήμερα;

Πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι οι στιγμές είναι ιστορικές. Κρίνονται στην κυριολεξία η πορεία και το μέλλον της χώρας. Τα χρονικά περιθώρια έχουν εξαντληθεί. Ή θα προχωρήσουμε αμέσως στην ουσιαστική εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών και θα ελέγξουμε τη δυναμική του δημοσίου χρέους ή θα βρεθούμε μπροστά σε δραματικές εξελίξεις. Ας μην τρέφουμε πλέον αυταπάτες. Μας έχουν κοστίσει ακριβά μέχρι σήμερα.

Πράγματι, έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο. Αν είχαν επακριβώς τηρηθεί τα χρονοδιαγράμματα που συμφωνήθηκαν, αν είχαν υλοποιηθεί εγκαίρως οι απαραίτητες δράσεις, σήμερα δεν θα χρειαζόταν να προσφύγουμε σε νέα μέτρα.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μόνον με τολμηρές πρωτοβουλίες θα αποκτήσει ξανά η χώρα προοπτική. Αν δεν συστρατευθούμε τώρα με αποφασιστικότητα, πείσμα, τόλμη και σύνεση, θέτουμε σε άμεσο κίνδυνο τα επιτεύγματα και την πρόοδο ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου. Τυχόν αποτυχία θα οδηγούσε μοιραία τη χώρα σε χρόνιο μαρασμό και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών δεκαετίες πίσω. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε.

Παρά τη διαπίστωση, έστω και από ένα μικρό μέρος της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, ότι το κράτος-μαμούθ δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του, οι εξαγγελίες για δραστική μείωση του κράτους μέχρι σήμερα αναβάλλονται διαρκώς, ενώ προκρίνονται φορολογικές επιδρομές που συμπαρασύρουν την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Πώς κρίνετε το μείγμα των μέτρων;

Από τις αρχές του 2009, είχα τονίσει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει κατά τα 2/3 από το σκέλος των δαπανών και κατά το 1/3 από το σκέλος των εσόδων, δηλαδή από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Οι σοβαρές καθυστερήσεις στον δραστικό εξορθολογισμό του κράτους και των δαπανών του ωθούν αναπόφευκτα σε νέα φορολογικά μέτρα, που οξύνουν την ύφεση. Πρέπει να σπάσουμε πια αυτόν τον φαύλο κύκλο. Να επικεντρωθούμε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα, να περιορίσουμε δηλαδή τις αιτίες που γεννούν αενάως ελλείμματα και χρέος. Εκ βάθρων αναδιοργάνωση του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων για την ανάπτυξη είναι σήμερα τα μέσα που διαθέτουμε στη δύσκολη προσπάθεια που έχουμε μπροστά μας. Αν αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά και γρήγορα τα μέσα αυτά, θα βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, γεγονός που θα ανέκοπτε την άνοδο της ανεργίας.

Κλειδί, όμως, στην όλη προσπάθεια είναι αυτό που με έμφαση έχω επισημάνει πολλές φορές: ουσιαστική βελτίωση της αδύναμης σήμερα ανταγωνιστικότητας. Παρά τη μικρή βελτίωση που έχει σημειωθεί, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να καλύψουμε για να ανακτηθούν οι συσσωρευμένες απώλειες των τελευταίων ετών, που υπερβαίνουν το 20%. Μόνο η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μπορεί να στηρίξει την επιχειρηματικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας - να δημιουργηθούν καινούριες προοπτικές για τους νέους. Γι’ αυτό η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αποτελέσει εθνική προτεραιότητα, εθνική υπόθεση.

Πόσα χρόνια εκτιμάτε ότι χρειάζεται η Ελλάδα για να ανακτήσει τη χαμένη της αξιοπιστία;

Μέχρι τώρα, συρόμαστε από τις εξελίξεις, δείχνουμε ότι δεν πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις και ότι εξαναγκαζόμαστε σε μέτρα που επιβάλλονται έξωθεν. Γι’ αυτό βρισκόμαστε μονίμως πίσω από τα γεγονότα και ασθμαίνοντας αυτοσχεδιάζουμε κάθε φορά για να καλύψουμε τα κενά της αδράνειας. Πρέπει, επιτέλους, να βγούμε μπροστά. Όχι επειδή το απαιτούν οι δανειστές μας, αλλά επειδή θέλουμε εμείς οι ίδιοι να αλλάξουμε την πορεία του τόπου.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, οι αγορές θα παραμένουν δύσπιστες και η διεθνής κοινότητα θα αμφιβάλλει. Τώρα, όμως, πρέπει να αποδείξουμε έμπρακτα ότι υπάρχει προοπτική - ότι η ελληνική οικονομία είναι άξια εμπιστοσύνης. Αν τηρήσουμε τις συμφωνίες μας, αν βγούμε μπροστά από τις εξελίξεις και καταφέρουμε να υπερβούμε τους στόχους που έχουμε θέσει, είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τη σημερινή δύσκολη κατάσταση συντομότερα από ό,τι πιστεύουν σήμερα οι αγορές. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν συνοδεύσουμε την προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής με ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία. Η έξοδος από την ύφεση και η γρήγορη επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ αφενός θα αμβλύνουν την ένταση των αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση και στα εισοδήματα και αφετέρου θα διευκολύνουν τη στρατηγική μείωσης του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Η ανάπτυξη, όμως, είναι το τελικό αποτέλεσμα της συνέργειας πλήθους παραγόντων, που συγκλίνουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και στη δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Και στο πεδίο αυτό λίγα πράγματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Πρέπει τώρα να καταδείξουμε πειστικά την αποφασιστικότητά μας και στο θέμα της ανάπτυξης με τολμηρές δράσεις, που θα δώσουν σαφή μηνύματα στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Από την υπογραφή του Μνημονίου έως και σήμερα, κρίνεται ως βασική επιδίωξη η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος. Τι θα γίνει αν το επιτύχουμε;

Πρωτογενή πλεονάσματα -και μάλιστα μεγάλα και συνεχιζόμενα- θα μπορούσαν να δώσουν θετική ώθηση στην οικονομία, μεταβάλλοντας και τη στάση των αγορών. Η επίτευξή τους θα επηρεάσει θετικά τη διεθνή αξιολόγηση της χώρας, τη δυναμική -άρα και τη διατηρησιμότητα- του χρέους και επομένως τις αναπτυξιακές της προοπτικές.

«Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν την αυξημένη δυσπιστία των αγορών»

Πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος μιας κρίσης ρευστότητας που θα οδηγούσε σε ύφεση όλη την Ευρώπη;

Όπως εξήγησε πρόσφατα και ο πρόεδρος της ΕΚΤ, η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ένα πρόβλημα ρευστότητας στην Ευρώπη είναι εσφαλμένη. Το μέγεθος των επιλέξιμων τίτλων που υπάρχουν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση από την ΕΚΤ είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα. Η ΕΚΤ, λοιπόν, μπορεί να καλύψει μια υποτιθέμενη αυξημένη ζήτηση των τραπεζών για ρευστότητα σε ευρώ. Εξάλλου, αντιμετωπίσθηκε πρόσφατα με επιτυχία και το ζήτημα της δολαριακής ρευστότητας με την απόφαση της ΕΚΤ, σε συνεργασία με τις τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, να προχωρήσει σε πράξεις δανεισμού των τραπεζών σε δολάρια. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί τη σαφή βούληση των κεντρικών τραπεζών να συνεργασθούν σε παγκόσμιο επίπεδο για να αντιμετωπίσουν από κοινού την κρίση, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να υπάρξουν και οι αναγκαίες προσαρμογές για ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης στις περιπτώσεις όπου εντοπίζονται αδυναμίες. Και θα προσθέσω εδώ ότι η συνεχιζόμενη δημοσιονομική κρίση επηρεάζει αρνητικά και την κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Μιας και ο λόγος για τις τράπεζες, είναι κοινό μυστικό ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δοκιμάζεται. Πόσο θα επηρεασθεί από τη μελέτη της BlackRock και πόσες τράπεζες εκτιμάτε ότι θα βρεθούν το επόμενο διάστημα στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας;

Το τραπεζικό σύστημα υφίσταται σήμερα τις αρνητικές συνέπειες της πρωτόγνωρης δημοσιονομικής κρίσης. Η διαγνωστική μελέτη, που αποτελεί υποχρέωση της χώρας βάσει του Μνημονίου, έχει σκοπό να ιχνηλατήσει τη δυναμική της δημιουργίας μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να κατευθύνει τις τράπεζες να προσαρμόσουν το επίπεδο των προβλέψεών τους στις μεγάλες προκλήσεις που δημιουργεί η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών.

Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν την αυξημένη δυσπιστία των αγορών, αφενός λόγω της πτώσης της αγοραίας αξίας των ομολόγων που διακρατούν και αφετέρου λόγω των επιπτώσεων της ύφεσης στα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους. Η διαγνωστική μελέτη θα παράσχει διεθνώς αξιόπιστη πληροφόρηση για την ποιότητα των δανείων και την επάρκεια των προβλέψεων.

Το ξεκαθάρισμα, επομένως, του τοπίου, δηλαδή η απόλυτη διαφάνεια στους ισολογισμούς, θα επιτρέψει τη συντομότερη επιστροφή των τραπεζών μας στις αγορές και την αποκατάσταση της χρηματοδοτικής τους ικανότητας. Όσο καθυστερεί η επάνοδος αυτή, οι τράπεζες θα αδυνατούν να στηρίξουν με επαρκείς χρηματοδοτήσεις τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την οικονομική ανάκαμψη. Πιστεύω ότι τα αποτελέσματα της διαγνωστικής μελέτης θα δώσουν στις τράπεζες μια ευκαιρία επανεκκίνησης πάνω σε νέες βάσεις, αποτρέποντας μία απόλυτη πιστωτική ασφυξία, που θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε μαρασμό ολόκληρη την οικονομία και τελικώς και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, αφού οι τύχες τους είναι συνδεδεμένες.

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παρέχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας για τις τράπεζες εκείνες που ενδεχομένως δυσκολευτούν να βρουν λύσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων τους από την αγορά. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι πόροι του Ταμείου, είτε χρησιμοποιηθούν είτε δεν χρησιμοποιηθούν, δίνουν την αναγκαία σιγουριά και ασφάλεια στους καταθέτες.

«Εμείς οι ίδιοι κρατάμε την τύχη στα χέρια μας»

Τον τελευταίο καιρό, ασκείται έντονη κριτική για τη στήριξη που έχει παράσχει το κράτος στις τράπεζες και ότι δεν πάνε τα χρήματα αυτά στην πραγματική οικονομία...

Η κριτική αυτή δεν στηρίζεται σε λογικά επιχειρήματα. Οφείλω να επισημάνω ότι από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, πριν από τρία χρόνια, τα περισσότερα κράτη έσπευσαν να διασφαλίσουν τη σταθερότητα του τραπεζικού τους συστήματος, στηρίζοντας τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών τους. Αυτό έγινε για να μη συρρικνωθούν απότομα ο τραπεζικός δανεισμός και η οικονομική δραστηριότητα, με ανυπολόγιστες συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι τράπεζες δεν στηρίχθηκαν με ρευστό, αλλά με εγγυήσεις που τους παρείχε το Ελληνικό Δημόσιο και με προνομιούχες μετοχές. Η βοήθεια αυτή, μάλιστα, δεν ήταν χωρίς αντίτιμο. Το Ελληνικό Δημόσιο είχε έσοδα που πλησιάζουν τα 2 δισ. ευρώ από τις προνομιούχες μετοχές και τις προμήθειες από εγγυήσεις που έδωσε προς τις τράπεζες. Με δεδομένη την εξαιρετικά αρνητική συγκυρία, η πιστωτική επέκταση των τραπεζών δεν θα μπορούσε, αντικειμενικά, να είναι καλύτερη. Αν δεν είχαν δοθεί από την πλευρά του κράτους οι εγγυήσεις προς τις τράπεζες, τα πράγματα θα είχαν προ πολλού οδηγηθεί σε απόλυτη πιστωτική ασφυξία.

Είστε αισιόδοξος ότι η Ελλάδα μπορεί τελικά να τα καταφέρει;

Εμείς οι ίδιοι κρατάμε την τύχη μας στα χέρια μας. Από εμάς και μόνον εξαρτάται η πορεία και το μέλλον μας. Πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει και ελπίζω ότι η ύστατη αυτή ώρα θα είναι η αρχή μιας νέας πορείας.

Της ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ