Quantcast

Ένας ευφάνταστος «Καρυοθραύστης» στο... πλευρό της Κρατικής Ορχήστρας

Στην τελική ευθεία για τη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, 16 και 17 Δεκεμβρίου.
Ένας ευφάνταστος, ολοκαίνουργιος «Καρυοθραύστης» κινουμένων σχεδίων κάνει το ντεμπούτο του συνοδεύοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στην ομώνυμη συναυλία της, 16 και 17 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής.

Πρόκειται για μια μοναδική συνάντηση της παλαιότερης ορχήστρας της Ελλάδας με την μαγεία του animation της εποχής μας.

Το διάσημο παραμύθι των Χριστουγέννων στη θρυλική ορχηστρική σουίτα του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, σε ζωντανή ερμηνεία από τους μουσικούς της ΚΟΑ και σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη προβολή του βωβού κινούμενου σχεδίου, δίνουν νέα διάσταση στον ονειρικό κόσμο της Κλάρας με τον Καρυοθραύστη της, έτοιμο να νικήσει τον κακό ποντικοβασιλιά και να μεταμορφωθεί σε γοητευτικό πρίγκιπα.

Η ταινία (διάρκειας 90' λεπτών όσο και η συναυλία την οποία διευθύνει ο Νίκος Χαλιάσας) είναι μια παραγγελία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στην εταιρεία παραγωγής 1895 Cinematic Creations. Την εικονογράφηση του animation έκανε ο ζωγράφος Νίκος Πολυχρονόπουλος.

«Έμπνευσή μας δεν είναι κάποια ταινία από τα παιδικά μας χρόνια αλλά τα ίδια τα παιδιά μας και οι ταινίες που βλέπουμε παρέα και χαρίζουν χαμόγελο στα πρόσωπά τους» λένε οι Χάρης Ορεινός (δ/νση φωτογραφίας) και Γιώργος Μόλβαλης (σκηνοθέτης) της 1895 Cinematic Creations.

Επέλεξαν το animation του Καρυοθραύστη να είναι ασπρόμαυρο επειδή θεωρούν ότι «είναι η βασική γέφυρα του έργου με την σημερινή εποχή.

Η ταινία ξεκινάει από ασπρόμαυρη και κατά τη διάρκεια του ονείρου σταδιακά γεμίζει με χρώμα καταλήγοντας σε έναν χείμαρρο χρωμάτων.

Ο Καρυοθραύστης, ένα μικρό και ασήμαντο, για πολλούς, παιχνίδι, έδωσε στην Κλάρα τα πιο χρωματιστά όνειρα.

Μπορεί να ζούμε σε μια γκρίζα εποχή, όμως, πρέπει να αναζητάμε αυτά τα δικά μας ‘'μικρά'' πράγματα που θα μας χαρίσουν χρωματιστά όνειρα, κι έτσι θα έχουμε ελπίδες να βρούμε το χρώμα στη ζωή μας» λένε οι δύο δημιουργοί.

Πώς, όμως, κράτησαν τον ρυθμό της θρυλικής μουσικής του Τσαϊκόφσκι στην οπτικοποίηση του έργου;

«Ο “Καρυοθραύστης” είναι πολύ συγκεκριμένο και περιγραφικό έργο, δεν αφήνει περιθώρια, σε πολλά σημεία, να ελιχθείς. Δεν μας ενέπνευσε απλώς αλλά ήταν το ίδιο που μας οδήγησε. Η μουσική, η οποία συνήθως επιδρά επικουρικά στο ρυθμό, εδώ έχει τον πρώτο λόγο δηλαδή είναι ''όλο το έργο''. Σε εμάς αυτό αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση από την πρώτη στιγμή. Είναι μια μόνιμη διάδραση μεταξύ της μουσικής και της ταινίας» εξηγούν οι ίδιοι.

Ξύλινα στρατιωτάκια ζωντανεύουν, νεράιδες χορεύουν σε παλάτια από ζαχαρωτά και η αγάπη... «Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει την αληθινή αγάπη. Εκείνη μπορεί να δώσει ζωή σε οτιδήποτε. Και παρότι η πραγματική αγάπη πρέπει να πραγματοποιείται ανιδιοτελώς, στο τέλος ανταμείβει. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα του “Καρυοθραύστη”», λέει ο ζωγράφος Νίκος Πολυχρονόπουλος. Από τους χαρακτήρες που σχεδίασε στην ταινία αγάπησε περισσότερο τον Καρυοθραύστη.
 
«Αυτή η μυστηριώδης μορφή, με το μισάνοιχτο στόμα, τα μεγάλα δόντια και τη σγουρή γενειάδα, μού προκάλεσε ένα μικρό δέος. Ωραίος και ο πρίγκιπας αλλά έχει όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά που έχει ο κάθε πρίγκιπας: αγέρωχος, όμορφος και γενναίος. Ο Καρυοθραύστης, όμως, έχει κάτι το μυστηριώδες».

Ο θρύλος του έργου

Στις αρχές του 1891 το Θέατρο Μαριίνσκι της Αγ. Πετρούπολης παρήγγειλε στον Τσαϊκόφσκι ένα νέο μπαλέτο. Το προτεινόμενο θέμα του μπαλέτου ήταν το γνωστό παραμύθι του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα (και συνθέτη) E.T.A. Χόφμαν (1776 - 1822) «Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικιών» (1816), αλλά πιο συγκεκριμένα στην ελαφρώς μεταγενέστερη εκδοχή του από τον Αλέξανδρο Δουμά, πατέρα, «Histoire d' un casse-noisette» («Ιστορία ενός καρυοθραύστη») του 1844.

Για τη δημιουργία της ορχηστρικής σουίτας του «Καρυοθραύστη» ο Τσαϊκόφσκι επέλεξε οκτώ μέρη του μπαλέτου, που τοποθέτησε πάντως σε σειρά διαφορετική από τη σειρά εμφανίσεώς τους στο μπαλέτο.

Η σουίτα παρουσιάστηκε περιέργως μερικούς μήνες πριν από την πρεμιέρα του μπαλέτου, στις 19 Μαρτίου 1892, σε συναυλία στην Αγ. Πετρούπολη και υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.

Η επιτυχία της ήταν τεράστια και έκτοτε παραμένει ένα από τα πιο αγαπητά έργα του Ρώσου συνθέτη και αναπόσπαστο κομμάτι του συναυλιακού ρεπερτορίου, ιδίως κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.

Η σουίτα ανοίγει με μία ανάλαφρη, σύντομη εισαγωγή, στην οποία ο συνθέτης αξιοποιεί από τα έγχορδα μόνο τα βιολιά και τις βιόλες (τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα σιγούν), που προσδίδουν με το λαμπερό, ψηλό ήχο τους μία κρυστάλλινη μουσική διαύγεια. 

Έπειτα από ένα πομπώδες και έντονα ρυθμικό εμβατήριο ακολουθεί μία σειρά από χορούς.

Ο πρώτος από αυτούς, ο «χορός της νεράιδας ζαχαρωτό», έχει αξιοσημείωτη θέση στην ιστορία της μουσικής λόγω της δεσπόζουσας παρουσίας της τσελέστας μέσα στην ορχήστρα.

Η τσελέστα είχε επινοηθεί από τον Γάλλο Ογκίστ Μιστέλ το 1886 και ο Τσαϊκόφσκι την είχε γνωρίσει περνώντας από το Παρίσι καθοδόν προς τις ΗΠΑ το 1891.

Ο ξεχωριστός ήχος του οργάνου προσέφερε στον συνθέτη μία ιδεώδη λύση στον ήδη υπάρχοντα προβληματισμό του για την κατάλληλη ηχοχρωματική απόδοση της νεράιδας-ζαχαρωτού.

Έτσι μόλις επέστρεψε στη Ρωσία, ζήτησε από τον εκδότη του να παραγγείλει μία τσελέστα για να τη χρησιμοποιήσει στον «Καρυοθραύστη», ζητώντας του να κρατήσει απόλυτη μυστικότητα σχετικά με την παραγγελία, μη τυχόν μαθευτεί από τους «ανταγωνιστές» του και χρησιμοποιηθεί η τσελέστα από εκείνους πιο πριν.

Στη συνέχεια της σουίτας συναντούμε το γρήγορο και γεμάτο άγρια ενέργεια ρώσικο χορό, τον αραβικό χορό με μία εκπληκτική μελαγχολική διάθεση και διακριτικά ανατολίτικα στοιχεία, και τον κάπως χιουμοριστικό κινεζικό χορό.

Ο τίτλος του επόμενου χορού (Danse des mirlitons) παραπέμπει σε ένα παιδικό πνευστό μουσικό όργανο, που στην ορχήστρα αποδίδουν τα φλάουτα.

Η σουίτα κλείνει με ένα γοητευτικότατο, ρομαντικό και εκφραστικό βαλς, το βαλς των λουλουδιών, ίσως το πιο εμπνευσμένο από όλα τα βαλς του Τσαϊκόφσκι, ο οποίος -αγαπώντας ιδιαίτερα τον χορό αυτό- τον χρησιμοποίησε ουκ ολίγες φορές σε συνθέσεις του.

Η πρόταση για τη σύνθεση του «Καρυοθραύστη», έγινε σε μία όχι και τόσο ευνοϊκή χρονική συγκυρία για τον Τσαϊκόφσκι, ο οποίος πέραν του ότι δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα από το θέμα, περνούσε έτσι κι αλλιώς μια βαθιά υπαρξιακή κρίση αμφισβήτησης των ικανοτήτων και της φαντασίας του ως συνθέτη.

Παρ’ όλα αυτά, αποδέχτηκε την πρόταση και άρχισε να δουλεύει πάνω στο μπαλέτο. Πολύ σύντομα αναγκάστηκε να διακόψει την εργασία του, αναχωρώντας για περιοδεία στις ΗΠΑ. Όταν γύρισε στην πατρίδα, συνέχισε να εργάζεται πάνω στον «Καρυοθραύστη», που ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1892.

Η πρεμιέρα του δόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ένδεκα μήνες πριν από το θάνατο του συνθέτη, και ήταν ανεπιτυχής. Ουσιαστικά η μεγάλη απήχηση του «Καρυοθραύστη» διεθνώς ξεκινά μετά τη δεκαετία του 1930.