Quantcast

Το παρασκήνιο του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας: Τα σχέδια της Ουάσιγκτον και η θεωρία του «δεύτερου Ισραήλ»

“Ολα ήταν διαφορετικά. Το παρατηρούσες σε κάθε συζήτηση  και στην γλώσσα του σώματος. Mας υπολογίζουν πλέον περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν...»,  σχολίαζε  Ελληνας διπλωμάτης  για το κλίμα  που επικρατούσε στον Στρατηγικό Διάλογο μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας  που  έλαβε χώρα την περασμένη Πέμπτη στην Ουάσιγκτον.

Η αλλαγή στάσης αποδίδεται στo «στρατηγικό κενό» που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή μετά τις κινήσεις της Αγκυρας να προσεγγίσει τη Ρωσία με αποτέλεσμα την αναβάθμιση της θέσης της χώρας  που αποκρυσταλλώνει  σε  υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αμερικανικής διπλωματίας μια νέα παραδοχή: «Από το Ισραήλ μέχρι την Πολωνία υπάρχει μόνο… η Ελλάδα».

Η διπλωματική διατύπωση για το αποτέλεσμα των  εξάωρων συζητήσεων -με αξιωματούχους από τον Λευκό Οίκο και έξι υπουργείων-  στα πλαίσια της έναρξης του Στρατηγικού Διαλόγου  στην αμερικανική πρωτεύουσα  την περασμένη Πέμπτη αποτυπώνεται  στην φράση “αναβάθμιση  και εμβάθυνση των σχέσεων σ’ ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο”.

Στην πραγματικότητα η ουσία των επαφών  αποτυπώθηκε δημοσίως από τον  αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Γιώργο Κατρούγκαλο: «Το βασικό κεκτημένο του Στρατηγικού Διαλόγου είναι  η υπογράμμιση της μεγάλης σημασίας που έχει για τις ΗΠΑ η περιοχή...».

Οι σχεδιαστές  της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ θεωρούν την Ανατολική Μεσόγειο ως “στρατηγικό χώρο” και θιασώτης αυτής της άποψης στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι ο βοηθός υπουργός για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας Γουές Μίτσελ ο οποίος αποτελεί και τον θεωρητικό των «frontier states» (συνοριακών κρατών γύρω από την Ευρασία) στις τάξεις της αμερικανικής διπλωματίας. Ο εν λόγω Αμερικανός διπλωμάτης, διάδοχος της Βικτώριας Νούλαντ - που ήθελε να  διαμορφώσει έναν άξονα Ισραήλ-Τουρκίας, πάνω στον οποίο θα στηριζόταν η μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ -  ήταν ο κύριος πρωταγωνιστής των επαφών στην Ουάσιγκτον και ο υπεύθυνος του σχεδιασμού της επόμενης ημέρας στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Οι ΗΠΑ εγκαινιάζοντας τον Στρατηγικό Διάλογο με την Ελλάδα  επικύρωσαν  στην ουσία την απόφαση τους να επενδύσουν πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην χώρα, αφού τέσταραν μετά την επίσκεψη Τσίπρα στον Λευκό Οίκο, τον Οκτώβριο  του 2017, ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη  να διευκολύνει το αμερικανικό ενεργειακό δόγμα που ως άξονα έχει την ρωσική απομόνωση και  την ευθυγράμμιση στην πολιτικής της στα δυτικά Βαλκάνια, όπως έδειξε η Συμφωνία των Πρεσπών,  η οποία  συνοδεύτηκε  και από την απέλαση Ρώσων διπλωματών.

Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε, η  άμυνα, η ασφάλεια και η ενέργεια, αλλά κυρίως η ταύτιση απόψεων ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον για την κατάσταση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, αποτέλεσαν τα πλέον βασικά σημεία του συζητήσεων.

Οι ΗΠΑ  έχουν προϊδεάσει  τους συνομιλητές τους  ότι σε βάθος χρόνου  επιθυμούν  για τον “ιδανικό εταίρο”, όπως αποκαλούν την Ελλάδα, το ρόλο  ενός  “δεύτερου Ισραήλ”. Οι πράξεις τους άλλωστε το αποδεικνύουν:  Aνάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων σε αρκετές στρατιωτικές μονάδες ανά την Ελλάδα  (Λάρισα, Στεφανοβίκειο) στενότερη στρατιωτική συνεργασία  και  ενδιαφέρον που έχουν επιδείξει εσχάτως οι ΗΠΑ για βιομηχανικές μονάδες (π.χ ναυπηγεία Σκαραμαγκά,Ελευσίνας).

Πάνω στην θεωρία  του “δεύτερου Ισραήλ”,  κτίζεται τα τελευταία χρόνια  η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή με κυρίαρχο άξονα τον τομέα της ενέργειας όπου οι Αμερικανοί προωθούν την ενεργειακή διαφοροποίηση στην Ευρώπη .

H Αθήνα έχει παρουσιάσει  βήματα ενίσχυσης της περιφερειακής διασυνδεσιμότητας, με παραδείγματα τους τερματικούς σταθμούς υγροποίησης φυσικού αερίου σε Ρεβυθούσα και Αλεξανδρούπολη και τους αγωγούς ΤΑΡ ,IGB  και East Med.

Η νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας έχει ως βάση και συγκροτείται μέσα από τριμερή σχήματα συνεργασίας που έχουν προωθήσει  Ελλάδα και Κύπρος με Ισραήλ, Ιορδανία και Αίγυπτο.

Πρώτο πεδίο δοκιμών αυτού του σχεδίου είναι  οι τριμερείς σύνοδοι ανάμεσα σε Ελλάδα, Κυπριακή Δημοκρατία και Ιορδανία που θα πραγματοποιηθούν στη Λευκωσία (19 Δεκεμβρίου) και στην Ιερουσαλήμ (20 Δεκεμβρίου).

Στο παραπάνω γεωστρατηγικό  παζλ απούσα είναι η Τουρκία. Η Ουάσιγκτον, και σε κάθε τόνο, επιχείρησε δημοσίως να αποσυνδέσει  ότι  η Ελλάδα  είναι ο μοχλός, ο οποίος θα κρατήσει την Τουρκία αγκιστρωμένη στο δυτικό σύστημα ασφαλείας.

Ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την προηγούμενη των συνομιλιών  έστειλε,  χαρακτηριστικά, μήνυμα  στην Άγκυρα να μην εκλάβει τον στρατηγικό διάλογο μεταξύ ΗΠΑ-Ελλάδας ως «εχθρική ενέργεια».

Όμως ένα  από τα κεντρικά σημεία των συζητήσεων στην Ουάσιγκτον ήταν η συμπεριφορά της Τουρκίας σε Αιγαίο και Κύπρο  και το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Η ανάλυση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τον εξ ανατολών γείτονα διχάζεται από  εκείνους τους Αμερικανούς διπλωμάτες που υποστηρίζουν ότι η χώρα  διολισθαίνει προς την «πακιστανοποίηση», και σ’ εκείνους που ισχυρίζονται ότι η κατάσταση είναι  «αναστρέψιμη».

Υπό αυτή την ρευστή αξιολόγηση, για την Αθήνα  εκείνο που προέχει στην παρούσα φάση είναι η εξασφάλιση στρατηγικών ανταλλαγμάτων τα οποία ακόμη δεν είναι ορατά.

Μια αναβαθμισμένη σχέση  θα μπορούσε για παράδειγμα να οδηγήσει στην υποστήριξη των ΗΠΑ για την άσκηση  της κυριαρχίας στις θαλάσσιες ζώνες της με σκοπό την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.

Σε κάθε περίπτωση ο Στρατηγικός Διάλογος είναι μια εξέλιξη ιστορικής σημασίας τόσο για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις όσο και για τις προοπτικές εμβάθυνσής τους στο μέλλον.