Quantcast

Δημογραφικό: Το υπαρξιακό μας πρόβλημα

γράφει ο Γράφει ο Κυριάκος Πιερρακάκης*

*Διευθυντής ερευνών του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις

Οποιαδήποτε ανάλυση ακουμπά το δημογραφικό πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινά από το εξής δεδομένο: Για πρώτη φορά μεταπολεμικά, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε. Από τα 11,1 εκατομμύρια, στην απογραφή του 2011, βρεθήκαμε στα 10,7 εκατομμύρια πέρυσι.

Το δημογραφικό διαμορφώνεται από δύο ισοζύγια. Το πρώτο ισοζύγιο είναι το γεννήσεις/θάνατοι. Κατά τα χρόνια της κρίσης οι θάνατοι πέρασαν μπροστά από τις γεννήσεις. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 είχαμε 88.553 γεννήσεις και 124.501 θανάτους. Κατά τα τελευταία χρόνια κάνουμε 1,3 παιδιά ανά ζευγάρι (όταν ο πληθυσμός χρειάζεται πάνω από 2 παιδιά για να αναπληρωθεί). Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν υπαρκτό και πριν από τα χρόνια της κρίσης, χωρίς, ωστόσο, να έχουμε ακουμπήσει τόσο χαμηλά δεδομένα.

Το δεύτερο ισοζύγιο είναι το μεταναστευτικό. Από αυτό το ισοζύγιο είναι που διαμορφώνεται κυρίως η πτώση στον πληθυσμό από την εκδήλωση της κρίσης και μετά. Το brain drain, η διαρροή εργατικού δυναμικού -κατά βάση υψηλών προσόντων- αποτελεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς πάνω από 400.000 άτομα αναζήτησαν καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό κατά τα τελευταία χρόνια.

Η αλήθεια είναι πως οι αυξήσεις στον πληθυσμό οι οποίες παρατηρήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, προέκυψαν κυρίως από το δεύτερο αυτό ισοζύγιο. Αν πάρουμε τη δεκαετία του ’90 ως παράδειγμα, θα δούμε πως υπήρξε μια συνολική αύξηση στον πληθυσμό της τάξης των 580.000 ανθρώπων. Η συνεισφορά των γεννήσεων σε αυτή την αύξηση είναι μόλις οι 50.000. Η βασική συνεισφορά -των 530.000- προκύπτει από την εισροή μεταναστευτικού δυναμικού.

Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν το μέγεθος του πληθυσμού. Τεράστιο ρόλο, όμως, πέρα από το μέγεθος, παίζει και η σύσταση του πληθυσμού. Το δημογραφικό δεν είναι μόνο ποσοτικό πρόβλημα, αλλά και ποιοτικό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον δείκτη της μέσης ηλικίας. Το 1951, που η Ελλάδα αριθμούσε 7,6 εκατομμύρια, η μέση ηλικία βρισκόταν στα 30 έτη. Σήμερα, η μέση ηλικία βρίσκεται στα 43,5 έτη. Δεν είμαστε μόνο μια χώρα που μικραίνει. Είμαστε και μια χώρα που γερνά.

Με αφορμή όλα τα παραπάνω, είναι αναγκαίο ως χώρα να διαμορφώσουμε όσο το δυνατόν πιο ασφαλείς προβλέψεις σε σχέση με την εξέλιξη του πληθυσμού κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Δημογραφικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επεξεργαστήκαμε έξι σενάρια για το 2050. Στο καλύτερο από αυτά τα σενάρια, ο πληθυσμός θα βρεθεί από τα 10,7 στα 10 εκατομμύρια. Το σενάριο αυτό, όμως, δεν είναι το πιθανότερο. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο πληθυσμός θα υποστεί περαιτέρω συρρίκνωση, πέφτοντας στα 8,8 εκατομμύρια το 2050, θα χάσουμε δηλαδή περίπου ακόμα δυο εκατομμύρια, ενώ στο χειρότερο των σεναρίων θα φτάσουμε στα 8,3 εκατομμύρια. Ταυτόχρονα, σε όλα τα σενάρια, ο πληθυσμός θα συνεχίσει επίσης να γερνά. Ενώ οι άνω των 65 ετών συμπολίτες μας σήμερα συνιστούν το 21% του συνολικού πληθυσμού, το 2050 η ίδια ηλικιακή κατηγορία θα συνιστά έως και το 33%.

Οι συνεπαγωγές όλων των παραπάνω στοιχείων είναι πολλές και οι περισσότερες είναι επώδυνες. Το ασφαλιστικό σύστημα, για παράδειγμα, είναι σαφές πως δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο από αυτά τα στοιχεία. Είναι επίσης προφανές ότι τα στοιχεία αυτά γεννούν ερωτήματα σε σχέση με τη γεωπολιτική στρατηγική μας, με δεδομένο ότι τα δημογραφικά στοιχεία κάποιων γειτόνων μας είναι τα εντελώς αντίστροφα από τα δικά μας. Και, φυσικά, είναι δεδομένη η επίδραση που θα υπάρχει στη διαδικασία οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάκαμψης, καθώς η μείωση στον πληθυσμό δρα επιβαρυντικά στην οικονομική δραστηριότητα.

Το μέλλον ή το σχεδιάζεις ή το υφίστασαι. Ολα τα παραπάνω προβλήματα ζητούν έναν καθαρό και λεπτομερή τρόπο προσέγγισης. Απαιτείται τόσο στρατηγική όσο και σχέδιο. Και αυτό με δεδομένο ότι τόσα χρόνια βιώνουμε μια ιδιότυπη δικτατορία της επικαιρότητας. Μέχρι πρόσφατα εστιάζαμε στην επόμενη δόση, τώρα μιλάμε για τις επόμενες εκλογές. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να μπορέσουμε να υπερβούμε το λεξιλόγιο ενός διαρκούς «εδώ και τώρα» για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα υπαρξιακά προβλήματα του τόπου, δηλαδή εκείνα των οποίων το μέγεθος ξεπερνά το βεληνεκές της μιας τετραετίας. Δεν είναι απλά και μόνο ζήτημα ανάκαμψης για τη χώρα. Είναι, εντέλει, ζήτημα ύπαρξης και υπόστασης.