Quantcast

Γιατί παραμένει κλειστή η πόρτα της εξόδου της χώρας στις αγορές;

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας *

* Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

Δυόμισι μήνες μετά την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο μνημόνιο, οι αγορές εξακολουθούν να είναι ερμητικά κλειστές, αφαιρώντας μας τη δυνατότητα να εκδώσουμε ομόλογο και να αντλήσουμε κεφάλαια από αυτές. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος απέδωσε την αδυναμία αυτή στις αναταράξεις που προκαλεί στις αγορές η διελκυστίνδα μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών για τον ιταλικό προϋπολογισμό. Είναι έτσι ή μήπως υπάρχουν και άλλες αδυναμίες που οφείλονται στα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής;

Η αλήθεια είναι ότι σε μικρές ανοιχτές οικονομίες, όπως η δική μας, το εξωτερικό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο. Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρώμης - Βρυξελλών για τον ιταλικό προϋπολογισμό, με πολεμική ρητορική και εκατέρωθεν «απειλές», ο κίνδυνος ένταξης της Ιταλίας στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με ταυτόχρονη επιβολή ενός σημαντικού προστίμου, ο κίνδυνος ενός Italexit, αλλά και το ενδεχόμενο ανόδου των ευρωσκεπτικιστών που μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις στο ευρώ, δημιουργούν ανησυχία και αβεβαιότητα στις αγορές, σπρώχνοντας προς τα πάνω τα επιτόκια δανεισμού. Εάν αυτή ήταν η μοναδική αιτία, τότε και άλλες ευρωπαϊκές ανοιχτές οικονομίες θα είχαν τα ίδια απαγορευτικά επιτόκια. Ομως δεν συμβαίνει αυτό. Το επιτόκιο δανεισμού π.χ. της Πορτογαλίας είναι 2,5% χαμηλότερο από το αντίστοιχο ελληνικό. Αρα πρέπει να αναζητήσουμε και άλλες αιτίες που έχουν τις ρίζες τους αποκλειστικά στη χώρα μας.

Μια από αυτές τις αιτίες είναι η αβεβαιότητα που υπάρχει τόσο στο μακροοικονομικό όσο και στο πολιτικό τοπίο λόγω των επερχόμενων εκλογών. Τα στοιχεία που συνθέτουν τη μακροοικονομική αβεβαιότητα είναι πολλά: 1) το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει κάτω από την κατηγορία «επενδυτικής βαθμίδας», 2) οι συχνές διαφορές με τους δανειστές σχετικά με τη χαλάρωση της λιτότητας και την ακύρωση των προηγούμενων δεσμεύσεων (π.χ. κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις), κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διαθεσιμότητα του «μαξιλαριού» ρευστότητας για σκοπούς βραχυπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, 3) η καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, π.χ. στην απονομή δικαιοσύνης, 4) το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις στον κατάλογο των διεφθαρμένων χωρών, 5) η μη επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων στις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ (λόγω της απόφασης της κυβέρνησης για καθαρή έξοδο, πράγμα που εμποδίζει τις ελληνικές τράπεζες να στηρίξουν την αναχρηματοδότηση του κράτους, αυξάνοντας έτσι την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην ικανότητά του να εκδίδει χρέος), 6) οι διάφορες επιχειρηματικές πρακτικές που ρίχνουν σκιές στο ελληνικό επιχειρείν συνολικά και ταυτόχρονα δείχνουν αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών (π.χ. οι υποθέσεις της Folli Follie, του αντιπροέδρου της Jumbo με τους Κινέζους επενδυτές ακινήτων και την παραβίαση των capital controls και της Aegean Marine Petroleum, η οποία απασχολεί τις δικαστικές αρχές των ΗΠΑ) και 7) το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, τα οποία διατηρούν την επιφυλακτικότητα των επενδυτών στο να επενδύσουν στην Ελλάδα με μεγάλο επενδυτικό ορίζοντα αυτή τη στιγμή.

Εάν το επιτόκιο δανεισμού παραμείνει γύρω στο 4% σε μακροπρόθεσμη βάση, οι επενδυτές θα αρχίσουν να αμφιβάλουν για τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Σήμερα η Ελλάδα δαπανά περίπου 3,5% του ΑΕΠ για τις πληρωμές τόκων ετησίως. Η χρηματοδότηση, θεωρητικά, του 180% του ΑΕΠ με επιτόκιο 4% θα αυξήσει τις ετήσιες πληρωμές τόκων σε ποσοστό άνω του 7% του ΑΕΠ ετησίως, οδηγώντας μακροπρόθεσμα σε ένα μη βιώσιμο έλλειμμα του Προϋπολογισμού, αντί για πλεόνασμα.