Quantcast

Οι αγορές, οι τράπεζες και η οικονομία

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*

*Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

Το τελευταίο διάστημα εμφανίστηκαν πολλές αναταράξεις στην οικονομία της χώρας μας. Το χρηματιστήριο πηγαίνει συνεχώς προς τα κάτω, οι αγορές απαιτούν μεγαλύτερη απόδοση προκειμένου να δανείσουν τη χώρα μας με ομόλογα, οι διεθνείς αναλυτές σχολιάζουν δυσμενώς τον φόρτο των κόκκινων δανείων που έχουν αναλάβει οι ελληνικές τράπεζες, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν αρχίσει να βλέπουν εκ νέου την Ελλάδα μαζί με την Ιταλία ως δύο αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης. Τι συμβαίνει; Γιατί έχουν αρχίσει να εμφανίζονται σύννεφα πάνω από τη χώρα μας;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι, όπως πάντα, αρκετά σύνθετη. Αρχικά πολλά εξαρτώνται από το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Στο πρώτο κυριαρχεί το ζήτημα της Ιταλίας. Η Ιταλία φαίνεται να ακολουθεί μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που δεν βρίσκει σύμφωνους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, Ρώμη και Βρυξέλλες βρίσκονται ακόμη σε αντιπαράθεση. Ομως, εκτιμώ ότι οι δύο πλευρές θα κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και θα καταλήξουν σε μια συμφωνία. Αυτό γιατί τυχόν εκτροχιασμός της Ιταλίας ισοδυναμεί με εκτροχιασμό της ευρωζώνης. Αλλά και από την άλλη πλευρά, το κόστος μιας σύγκρουσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα είναι πολύ μεγάλο για την τρέχουσα ιταλική κυβέρνηση. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα σχετίζεται με την πορεία της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία, και ειδικότερα στην ευρωζώνη, το 2019-20, λόγω των χαμηλότερων του αναμενομένου επιδόσεων που σημειώθηκαν στις οικονομίες του ευρώ εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018. Ο Μορίς Ομπσφελντ, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, επισημαίνει ότι υπάρχουν «πολλά σύννεφα στον ορίζοντα» της παγκόσμιας οικονομίας. Στην ευρωζώνη, το ΔΝΤ προχώρησε στην προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων για ανάπτυξη τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια. Η αμερικανική οικονομία αναμένεται να βαδίσει, επίσης, σε ηπιότερους ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη διετία, όσο θα εξασθενεί η επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων της κυβέρνησης Τραμπ.

Ας έρθουμε τώρα στα δικά μας. Η ανησυχία για την πορεία των τραπεζών δεν πηγάζει από το γεγονός ότι αυτές δεν διαθέτουν σήμερα επαρκή επενδυτικά κεφάλαια ώστε να μπορούν να αντέξουν σε ακραίες δυσμενείς μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά από το γεγονός ότι θα αναγκαστούν να χάσουν αρκετά κεφάλαια την επόμενη τριετία, καθώς θα απαλλάσσονται από τα κόκκινα δάνεια με πρωτόγνωρα ταχείς ρυθμούς ύστερα από μια μακρά περίοδο βασανιστικά αργής μείωσής τους. Η Εθνική από 42,1% σε 18%, η Πειραιώς από 54,7% σε 21%, η Alpha από 51,9% σε 20% και η Eurobank από 40,7% σε 15%. Μέχρι τώρα, η μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων στηριζόταν κατά κύριο λόγο σε ρυθμίσεις δανείων και απευθείας διαγραφές. Στο νέο σχέδιο, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης θα πρέπει να προέλθει από πωλήσεις δανείων σε funds και ρευστοποιήσεις ενεχύρων, μέσω πλειστηριασμών. Αυτή η αλλαγή έχει θορυβήσει τους αναλυτές των ξένων οίκων, καθώς είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει απώλειες στις τράπεζες. Εάν οι τράπεζες είχαν εξασφαλίσει τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές δεν θα υπήρχε καμία ανησυχία. Αυτή όμως η δυνατότητα δεν υπάρχει όσο η χώρα βρίσκεται ουσιαστικά αποκλεισμένη από τις αγορές. Η ρήση του πρωθυπουργού ότι  «δεν έχουμε ανάγκη τις αγορές, έχουμε το μαξιλάρι ασφαλείας» ήταν λάθος. Το ίδιο λάθος είναι να πιστεύουμε ότι οι πρόσφατες  αναταραχές οφείλονται αποκλειστικά σε «κερδοσκοπικά παιχνίδια». Η αλήθεια είναι ότι οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς, ως χώρα, ως κυβέρνηση. Προχωρούμε τις μεταρρυθμίσεις, δημιουργούμε ένα κλίμα ελάχιστης πολιτικής συναίνεσης για τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας, μειώνουμε τις αβεβαιότητες, αυξάνουμε την εμπιστοσύνη ή για όλα φταίνε οι άλλοι;