Quantcast

Η... εύθραυστη ηρωίδα

Η Ιωάννα Παππά υποδύεται τη Μαρία Πολυδούρη, σε έναν μονόλογο που λες και γράφτηκε για την πρωταγωνίστριά του.
Η μία ήταν μια πρόωρα χαμένη ποιήτρια. Η άλλη, μια ηθοποιός που δεν φαίνεται να κινδυνεύει από κάτι τέτοιο. Διαχειρίστηκε πολύ ψύχραιμα την επιτυχία της τηλεόρασης, φτάνοντας να συνεργάζεται με τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες.

Η Ιωάννα Παππά υποδύεται τη Μαρία Πολυδούρη, σε έναν μονόλογο που λες και γράφτηκε για την πρωταγωνίστριά του.

Σε αντίθεση με ένα σωρό σπαραξικάρδια πορτρέτα της καλαματιανής ποιήτριας που θεωρούν σημαντικότερο προσόν της τη σχέση με τον Καρυωτάκη, η παράσταση «Οδός Πολυδούρη» επιχειρεί σε άλλο τερέν.

Ο μονόλογος της Ρούλας Γεωργακοπούλου δεν προτιμά τη γραμμική αφήγηση και δεν προσεγγίζει τη σχέση της ηρωίδας με τον αυτόχειρα αγαπημένο της, παρά μόνο σαν αίσθηση ή απόδειξη της γενικότερης ματαίωσης της ζωής της. «Δεν πρόκειται για προσωπογραφία», έλεγε ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, «αλλά για τον δρόμο που άνοιξε η Πολυδούρη, την οδό που κατοικείται απ' όλες τις γυναίκες του κόσμου, από την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου έως τη Σίλβια Πλαθ, από όλες τις ποιήτριες, κυρίως από αυτές που δεν έχουν γράψει ούτε έναν στίχο».

Αρα και από τις ηθοποιούς; Φυσικά και από τις ηθοποιούς, δεν έχουν λόγο αυτές να κατοικούν αλλού. Αν, μάλιστα, στην παράσταση που διερευνά την οδό πασών των γυναικών έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό, τότε εκείνες μπορεί και να τη διασχίζουν με παραπάνω από έναν τρόπους.

Χωρίς παρωπίδες

Οπως και να 'χει, τα πρώτα της βήματα η Ιωάννα Παππά τα έκανε στη Βοστώνη. Ο πατέρας της είχε βρεθεί εκεί όχι τόσο ως οικονομικός μετανάστης όσο για να γνωρίσει κάτι διαφορετικό.

Πρώτα γεννήθηκε η αδελφή της, έπειτα από τέσσερα χρόνια η ίδια και πριν καλά καλά γίνει ενός έτους, η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα. Εμεναν στους Αγίους Αναργύρους και η Παππά πήγαινε σε πολυκλαδικό λύκειο, γιατί προσέφερε και μαθήματα σχεδίου ή θεάτρου. Ησυχη ήταν, και αυτό δεν άλλαξε όταν στο κάλεσμα της εφηβείας απάντησε με βόλτες στα Εξάρχεια. Μαγαζιά ξακουστά, όπως το Mo Better, έκαναν τότε τις πρώτες εμφανίσεις τους στην Αθήνα, όπως και η Ιωάννα στην ενήλικη ζωή.

To Oktana και το Rebound ήταν επίσης στις επιλογές της παρέας της, που άκουγε Cure, Smiths, Pixies, Joy Division και άλλα συγκροτήματα για σκυθρωπούς νέους. Κάπου εκεί η Παππά άρχισε να υποψιάζεται με τι θέλει να ασχοληθεί και ενώ ταυτόχρονα διάβαζε για να περάσει στη Συντήρηση Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης, για λίγα μόρια δεν τα κατάφερε. Εδώ που τα λέμε, δεν έκανε κι άσχημα.

Εδωσε εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, πέρασε και βρέθηκε να έχει συμμαθητές τον Χρήστο Λούλη και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Με το που τελείωσε, συμμετείχε έπειτα από οντισιόν στο «...Υστερα, ήρθαν οι μέλισσες» του Κουτσομύτη, συστηνόμενη έτσι στο κοινό με μια καλή τηλεοπτική δουλειά.

Η πρώτη της επαγγελματική παράσταση ήταν το «Μελτεμάκι» στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, όπου άκουσε για πρώτη φορά τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γκόνη. Ανήκε, βεβαίως, σε μια γενιά ηθοποιών που αντιλήφθηκε ότι η τηλεόραση μπορεί να χρησιμεύσει και σαν ένα πρώτο, προσωρινό πάτημα, γι' αυτό και δεν τη σνόμπαρε.

Το 2003 εμφανίστηκε στο «Κλείσε τα μάτια» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, το οποίο, παρά τους περίπλοκους μελοδραματισμούς του, δεν αδίκησε τους πρωταγωνιστές του. Για τη «Χριστίνα» κανείς δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήταν καλή ηθοποιός ή ότι δεν θα γινόταν ακόμα καλύτερη, κανείς όμως δεν μπορούσε να αγνοήσει και την εύθραυστη παρουσία ή το μελαγχολικό βλέμμα της. Κάθε φορά που στερέωνε τα μαλλιά πίσω από το αφτί της, ένας τουλάχιστον θεατής ένιωθε το στομάχι του να γίνεται κόμπος.

Ταλέντο που φαίνεται
 
Κάτι τέτοια έβλεπαν οι πολιτιστικοί ιεροεξεταστές και μιλούσαν για την παρουσία της στη μικρή οθόνη σαν κάτι απαγορευμένο. Η Παππά, από την άλλη, το θέατρο Αμόρε το ένιωθε σαν πολιτιστική στέγη της, για να μην πούμε σαν δεύτερη σχολή της.

Οι συνεργασίες της με τον Γιάννη Χουβαρδά ή τον Θωμά Μοσχόπουλο της άνοιγαν καινούργιους κόσμους, την καθόριζαν. Οπως και οι δουλειές της στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, στο Θησείο, στην Ομάδα Νάμα ή στο Επί Κολωνώ και τα βήματα που έκανε πλάι στην Κατερίνα Ευαγγελάτου, στον Κωνσταντίνο Ρήγο, στη Ρούλα Πατεράκη, στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, στη Μάγια Λυμπεροπούλου, στον Θέμη Μουμουλίδη, στη Σύλβια Λιούλιου και τόσους ακόμα.

Τόσο ευτυχής ήταν η συνεύρεσή της με μερικούς ηθοποιούς της γενιάς της, που όταν θα έπαιρναν μεταγραφή στο Εθνικό θα του άφηναν το σημάδι μιας νεανικής προσπάθειας η οποία ακόμη αντηχεί στα ελληνικά θεατρικά πράγματα.

Δεν γινόταν, δηλαδή, να μην την προσέξεις σε έργα όπως «Τιτανικός», «Το ξύπνημα της άνοιξης», «Κόκκινος βράχος», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Αλεπούδες», αλλά και σε ταινίες όπως «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» ή σε βιντεοκλίπ όπως το «Τζιτζίκι» του Κωνσταντίνου Βήτα.

Οσοι, βέβαια, ήθελαν να ασχοληθούν με το πότε και γιατί χώρισε νεαρό συνάδελφό της, με αυτό ασχολούνταν. Εκείνη συνέχιζε και συνεχίζει να επισκέπτεται καμιά φορά τα πιο ωραία από τα μπαρ των Εξαρχείων - γειτονιά στην οποία έζησε για μεγάλο διάστημα, ώσπου την εγκατέλειψε για μια πλαγιά του Λυκαβηττού.

Να περνά από την οδό Μεθώνης, όπου κάποτε περπατούσε και η Πολυδούρη, να συζητά για το πόσο της άρεσε η «Θλιμμένη Τζάσμιν» του Γούντι Αλεν, να πηγαίνει σε συναυλία του KU, να βλέπει (και αυτή;) επεισόδια του «Game of Thrones», να ετοιμάζεται να εμφανιστεί το καλοκαίρι στις «Τρωάδες» του Μουμουλίδη, αλλά και να συζητά για την πολιτική:

«Νομίζω πως η θυσία που ζητείται αυτή τη στιγμή από τους Ελληνες στηρίζεται εν πολλοίς σ' ένα καθαρά σαθρό υπόβαθρο» έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της. «Εχει ή φαίνεται να έχει πολύ λογικά επιχειρήματα, αποκλείει όμως τον ανθρώπινο παράγοντα, γιατί δεν υπολογίζει καθόλου το βιοτικό επίπεδο».

Μιλώντας, πάντως, για θυσίες και άλλα μακάβρια, η ηθοποιός που κάποτε άκουγε θλιμμένες μπάντες και τώρα πρωταγωνιστεί σε έναν μονόλογο από τις τελευταίες μέρες της «καταραμένης ποιήτριας» στο νοσοκομείο, ενθουσιάζεται, λέει, με τη Μαρία Πολυδούρη μεταξύ άλλων γιατί «είχε εξαιρετικό πάθος για τη ζωή, ζούσε σε ένα κόσμο που δεν τη χωρούσε, οπότε με το που γνώρισε τον έρωτα της ζωής της (...) συνειδητοποίησε τη ματαιότητα της πραγματικότητας».

Αν τώρα αναμετριέται και αυτή με τα στοιχειά των γυναικών που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, αν βαδίζει ντουγρού προς τον ορίζοντα της οδού όλων των γυναικών που προαναφέραμε, το ξέρει καλύτερα η ίδια. Τελικά, κι αυτή μια μελό ερώτηση είναι, την οποία η Πολυδούρη δεν αφήνει ασχολίαστη μέσα στην παράσταση: «Ας φλυαρήσει το μέλλον όσο θέλει, εγώ γνωρίζω», λέει. «Δεν έχει σημασία. Και λίγο με νοιάζει τι θα πουν».

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ