Quantcast

FT: Συνεχίζεται η διαμάχη Βρυξελλών και Βερολίνου

Για τις γερμανικές επιδοτήσεις του ενεργειακού κόστους, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times.
Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο αντάλλαξαν χθες κατηγορίες για τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ στον ενεργειακό τομέα, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times.

Σε μία ασυνήθιστα αιχμηρή ανακοίνωση, οι Βρυξέλλες «αντεπιτέθηκαν» στον Γερμανό αντικαγκελάριο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος είχε κατηγορήσει τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι επιχειρεί να θέσει υπό «ομηρεία» τη Γερμανία με μη δικαιολογημένες και αυθαίρετες απαιτήσεις.

Η διαμάχη, σημειώνει το δημοσίευμα, αφορά στις κρατικές γερμανικές επιδοτήσεις, ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ, που χορηγούνται για την υλοποίηση της στροφής της ενεργειακής πολιτικής της χώρας προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και για την ταυτόχρονη μείωση του κόστους της βαριάς βιομηχανίας της, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Η Γερμανία σχεδιάζει να παράγει το 60% της ηλεκτρικής της ενέργειας έως το 2035 από ανανεώσιμες πηγές, στο πλαίσιο της ριζικής αλλαγής του ενεργειακού προγράμματός της, η οποία περιλαμβάνει και την εγκατάλειψη της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας.
 
Η αύξηση της παραγωγής καθαρής ενέργειας ενθαρρύνθηκε από ένα γενναιόδωρο σύστημα επιδοτήσεων στους παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει τώρα να περιορίσει το κόστος αυτό, με τη μείωση των επιδοτήσεων στους παραγωγούς καθαρής ενέργειας, τη θέσπιση πλαφόν για νέες επενδύσεις και τον περιορισμό του αριθμού των βιομηχανικών κλάδων που έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν επιστροφές για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.

Η ομοσπονδιακή βουλή της Γερμανίας (Μπούντεσταγκ) αναμένεται να ψηφίσει σήμερα τον νέο νόμο, αν και δεν έχει λήξει η μακρά διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο Επίτροπος της ΕΕ για τον Ανταγωνισμό κ. Χοακίν Αλμούνια αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του κ. Γκάμπριελ ότι ένα ανοικτό θέμα - που αφορά στην υποχρέωση της Γερμανίας να μεταχειρίζεται την εισαγόμενη ενέργεια με τους ίδιους όρους όπως και την εγχώρια παραγωγή - δεν είχε τεθεί ποτέ κατά τους έξι μήνες των διαβουλεύσεων.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε χθες, ο κ. Αλμούνια υποστήριξε ότι η διακριτική μεταχείριση είναι πιθανόν παράνομη και ότι αυτός ο κίνδυνος «είχε γίνει σαφής στις γερμανικές Αρχές από τον Δεκέμβριο του 2013».

«Δεν υπάρχει κάτι νέο όσον αφορά την ανάγκη να αντιμετωπισθεί η πιθανή διακριτική μεταχείριση εισαγόμενου ρεύματος από τη Γερμανία», τόνισε ο Επίτροπος, προσθέτοντας:

«Εάν οι καταναλωτές πρέπει να πληρώνουν μία επιπλέον επιβάρυνση για την κατανάλωσή τους τόσο για το εγχώριο όσο και το εισαγόμενο ρεύμα, αλλά με τα έσοδα από αυτή την επιβάρυνση χρηματοδοτούνται μόνο οι εγχώριοι παραγωγοί ηλεκτρικού, υπάρχει ο κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική θέση το εισαγόμενο ρεύμα και να γίνει συγκριτικά ακριβότερο».

Με την προθεσμία για την ψηφοφορία στη γερμανική Βουλή να πλησιάζει, ο κ. Γκάμπριελ έδειξε λίγη διάθεση συμβιβασμού.

Μιλώντας χθες στη Βουλή κατηγόρησε την Επιτροπή ότι θέλει να «καταστρέψει» το πρόγραμμα ενεργειακής στροφής της Γερμανίας (energiewende).

«Δεν θα συνεργασθούμε σε αυτή την επίθεση, που επιδιώκει να εξουδετερώσει τον νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», δήλωσε ο κ. Γκάμπριελ.

Την Τετάρτη, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ επιτέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επειδή «αρχίζει να αμφισβητεί τα συστήματα στήριξης που ισχύουν επί χρόνια», προσθέτοντας ότι θα κινηθεί «αποφασιστικά» υπέρ των μεταρρυθμίσεων.

Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες είχαν εμπλακεί επί μήνες σε δύσκολες συζητήσεις σχετικά με τις αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές του κ. Αλμούνια, οι οποίες περιορίζουν την κρατική στήριξη της καθαρής ενέργειας.

Η τελική εκδοχή τους, που υιοθετήθηκε τον Απρίλιο, προέβλεπε σημαντικές παραχωρήσεις στη βαριά βιομηχανία και τις γερμανικές απαιτήσεις.
 
Παρά τη συμφωνία για τις νέες κατευθυντήριες γραμμές, σε αρκετοί τομείς υπάρχουν διαφορές με τον αναθεωρημένο ενεργειακό νόμο της Γερμανίας.

Οι Βρυξέλλες αμφισβητούν επίσης, αν οι απαλλαγές από τις επιβαρύνσεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων που παράγουν οι ίδιες το δικό τους ρεύμα είναι συμβατή με τις κατευθύνσεις της ΕΕ.