Quantcast

Ερωτήματα υπαρξιακά και ανθρώπινα

Στο θεατρικό έργο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, «Συγχώρεσέ με».

Εχουμε, άραγε, μια δεύτερη ευκαιρία να ζητήσουμε «συγνώμη» για όσα κάναμε ή δεν κάναμε στην παρούσα ζωή; Εχουμε, ίσως, τη δυνατότητα να λύσουμε τις διαφορές μας σε έναν άλλο κόσμο;

Ερωτήματα υπαρξιακά, βαθιά ανθρώπινα και συγχρόνως αναπάντητα προβάλλονται μέσα σε ένα υπερβατικό πλαίσιο, στο τελευταίο θεατρικό έργο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, «Συγχώρεσέ με».
 
Η ίδια η παράσταση παρουσιάζεται ήδη στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση.

8 φαινομενικά άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι

Το «Συγχώρεσέ με» εκφράζει κατά κύριο λόγο την «προσωπική μας περιπέτεια είτε μέσα στον χώρο του θεάτρου είτε μέσα στην ανθρώπινη συνθήκη.
 
Κι αυτό γιατί μας ταλαιπώρησε και μας εξώθησε σε μια αναγκαστική αναθεώρηση του κόσμου μας, κάτι που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν χρειαζόμασταν» υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, αναφερόμενοι στον τρόπο που καταγράφουν την ανθρώπινη περιπέτεια, μέσα από το κείμενο.

Από την άλλη, «έχοντας βιώσει απανωτές απώλειες και προσπαθώντας να επουλώσουμε όπως όπως τα ίχνη τους, στραφήκαμε από ανάγκη στο θέατρο σαν καταφύγιο για να μιλήσουν άλλοι τόσο για μας όσο και για κείνους που... "δεν ζητούσαν πολλά. Μόνο να 'χουν κάποιον να πουν δυο κουβέντες κι ας είναι στην άκρη του κρεβατιού..."» προσθέτουν. Αυτό δεν σημαίνει πως το έργο είναι «αυτοβιογραφικό. Ελάχιστα θα λέγαμε» διευκρινίζουν.

«Αντλήσαμε έμπνευση από όσα ακούγαμε, βλέπαμε, βιώναμε μεγαλώνοντας σε μια επαρχιακή πόλη που δεν είναι πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη, κι η ανωνυμία όσο ευκταία κι αν είναι, άλλο τόσο είναι και δυσεύρετη. Ετσι φτιάχτηκαν τέσσερις ιστορίες ανεξάρτητες με τους τίτλους : "Αλατόνερο", "Νάρθηκας", "Αντίδοτο", "Αιμόπτυση" και πιστέψαμε πως τελειώσαμε...».

Σταθμός μετεπιβίβασης

Σ' έναν χώρο αναμονής, που θυμίζει κυλικείο σταθμού υπεραστικών λεωφορείων (ένας «διάδρομος» με καθίσματα, μεγάλα πορτατίφ ανάμεσά τους και λίγες γλάστρες με λουλούδια εσωτερικού χώρου, αισθητική της δεκαετίας του '70, ένα μπαρ στη μία άκρη, μια μικρή ορχήστρα στην άλλη), συναντιούνται (ανά ζεύγη) οχτώ φαινομενικά άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι.

Ο χώρος αυτός, ένας σταθμός μετεπιβίβασης για έναν κόσμο διαφορετικό, όπου η ζωή περνάει σε άλλο επίπεδο, γίνεται η αφορμή για να ανασύρουν οι ήρωες στην επιφάνεια τα γεγονότα που τους οδήγησαν ως εκεί. Οι προσωπικές ιστορίες τους, φαινομενικά ασύνδετες, κομμάτια του ίδιου μωσαϊκού, εντέλει, φωτίζουν από μια καινούργια οπτική τα γεγονότα.

«Συνδιαλέγονται» και αποκαλύπτουν τα νήματα που συνδέουν τις ζωές τους. Αυτήν την ύστατη ώρα, πριν από την τελική κρίση, η παρουσία του ενός για τον άλλον γίνεται πιο σημαντική από ποτέ. Τα «γιατί» πρέπει να απαντηθούν, οι εξηγήσεις πρέπει να δοθούν και οι ήρωες να μπορέσουν να προσφέρουν και να δεχθούν τη συγχώρεση, πριν από την τελική τους αναχώρηση για το Αγνωστο.

Οσο η μεγάλη εικόνα θα παίρνει την τελική μορφή της, τόσο οι ήρωες θα αποζητούν εναγωνίως τη συγχώρεση πριν από την τελική κρίση, «στο μετά που μοιάζει με το τώρα, μόνο που είναι βουτηγμένο στο όνειρο. Κι όπως όλα τα όνειρα κι αυτό είναι βαμμένο με παλιό χρώμα», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, Ακύλλα Καραζήση.

...μέχρι να πουν «Συγχώρεσέ με»

«Ας πούμε πως το Επέκεινα έχει κολλήσει στις δεκαετίες του '60, του '70 και του '80... που η ψυχή της Ελλάδας χτυπούσε ακόμα άγρια, πρωτόγονα, άρρυθμα, άσχημα».

«Κρατήσαμε τις ιστορίες σαν φόντο για να κινηθούν οι ήρωες και σιγά σιγά υφάναμε μια πλοκή που να συνδέει τα πρόσωπα μέσα από το προσωπικό δράμα του καθενός που είναι και κοινή μοίρα για τους υπόλοιπους» λένε οι Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης.

«Αλλά μ' αυτό τον τρόπο ανοίξαμε ένα πολυπρόσωπο μέτωπο που δύσκολα παλεύεται. Γι' αυτό αργήσαμε...».
 
Τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν μέχρι το έργο να βρει την τελική του μορφή. «Κι όταν είπαμε: "τελείωσε", πάλι επιστρέφαμε εμμονοληπτικά, σχεδόν σαδιστικά, να βασανίσουμε τους οκτώ ήρωες, να τους δούμε να λυγίζουν από τα βάρη των ενοχών τους, μέχρι να ψελλίσουν άδειοι από το φορτίο τους, "Συγχώρεσέ με"» καταλήγουν.

Το σκηνικό υπογράφουν οι Μαρία Πανουργιά και Ιωάννα Τσάμη, τα κοστούμια φιλοτέχνησε η Ιωάννα Τσάμη, η μουσική είναι των Ελένης Μπούκλη και Γιώργου Κατσή, και οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου.

Παίζουν: Μαρία Σκουλά, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ηρώ Μπέζου, Ελενα Τοπαλίδου, Αναστασία - Ραφαέλα Κονίδη, Λαέρτης Μαλκότσης, Μαρία Καλλιμάνη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Ελένη Μπούκλη, Γιώργος Κατσής.

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ