Quantcast

«Νόμιζα ότι θα με... σκότωνε αυτή η ταινία»

Τι δηλώνει ο σκηνοθέτης Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου που με την «Επιστροφή» διεκδικεί 12 Οσκαρ.
Από τότε που πήρε το Οσκαρ για την ταινία του «Birdman», ο Μεξικανός Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου υιοθετήθηκε από το Χόλιγουντ, αποκτώντας αυτομάτως και την εθνική ταυτότητα του Αμερικανού.
 
Βέβαια, από την πρώτη του ταινία, το «Amores Perros» («Χαμένες αγάπες»), όλοι κατάλαβαν ότι πρόκειται για ταλέντο ξεχωριστό, που άρχισε να προσελκύει τα αντίστοιχα μεγάλα ονόματα της βομηχανίας, Σον Πεν, Ναόμι Γουοτς, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Κέιτ Μπλάνσετ, Μπραντ Πιτ και Χαβιέρ Μπαρντέμ.

Ταλαντευόμενος ανάμεσα στον χολιγουντιανό και τον διεθνή κινηματογράφο, έχοντας τον θαυμασμό των «καλύτερων» του Χόλιγουντ αλλά και διατηρώντας το διεθνές του προφίλ, ήρθε το «Birdman» για να σημάνει μια στροφή γι' αυτόν, στροφή προς τον αμερικανισμό.

Ο ψυχισμός του «περφόρμερ», η επιστράτευση ενός ξεχασμένου ειδώλου και η αναζωπύρωση της αγάπης του κοινού για έναν παλιό Μπάτμαν (Μάικλ Κίτον), η μουσική τζαζ, και βέβαια η καταπληκτική σκηνοθεσία – όλα συνετέλεσαν στη μεγαλύτερη δυνατή αναγνώριση: το Οσκαρ για την καλύτερη ταινία της χρονιάς.

Μα το τίμημα της νίκης δεν ήταν μικρό. Πρόσφατο ραδιοφωνικό πρόγραμμα αναφέρθηκε στις φετινές Χρυσές Σφαίρες, διαπιστώνοντας ότι έλειπαν οι Λατίνοι.

Αυτή η παρατήρηση έγινε παρόλο που η τελευταία ταινία του Ινιάριτου, «Η επιστροφή» («The Revenant»), είχε μόλις τιμηθεί με τη Χρυσή Σφαίρα για την καλύτερη ταινία της χρονιάς! Με άλλα λόγια, ο Ινιάριτου δεν θεωρείται πια Λατίνος.

Το θέμα της ταινίας για την εποχή της χρυσοθηρίας, η καταπάτηση της χώρας των Ινδιάνων και προπαντός ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν. Ας είναι... Ο Ινιάριτου ξέρει να μας εκπλήσσει. Προς τα πού θα πορευτεί άραγε, έχοντας κατακτήσει την Αγρια Δύση;



«Οι ιθαγενείς δεν είναι ούτε άγγελοι ούτε δαίμονες»

• Η ταινία αγγίζει επίσης το θέμα της εξολόθρευσης των Ινδιάνων, μια ιστορία που συνεχίζεται. Συνεχίζουμε τον αλληλοσκοτωμό για τις πρώτες ύλες.

Στη χώρα μου, το Μεξικό, το 10% του πληθυσμού είναι Ινδιάνοι ιθαγενείς. Κάθε φορά που γίνεται μια ταινία για τη σχέση των Ινδιάνων και των Δυτικών, υπάρχουν δύο ειδών προκαταλήψεις.

Από τη μια έχουμε την τάση να απεικονίζουμε τους ιθαγενείς σαν άγριους και από την άλλη σαν άγιους και άμωμους. Αντι γι' αυτό, θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι δεν είναι άγγελοι ούτε δαίμονες, αλλά περίπλοκοι σαν όλους μας, με μια διάσταση που ξεπερνάει το καλό και το κακό.

Ενα πράγμα ξέρω πάντως για την ανθρωπότητα, ότι αν δεν μπούμε στη θέση του άλλου, αν δεν καταλάβουμε πώς αισθάνεται και γιατί πράττει όπως πράττει, είναι αδύνατον να τον αγαπήσουμε.
 
Ηθελα ο Χιου Γκλας (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο) να είναι προοδευτικός, ικανός να καταλάβει και να αγαπήσει μια Ινδιάνα, να κάνει οικογένεια μαζί της και να αποβάλει προκαταλήψεις. Είμαι σίγουρος ότι θα υπήρχαν και άλλοι τέτοιοι παγιδευτές.

Ολη η ομορφιά του κόσμου

«Οταν γυρίζαμε την ταινία, έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα για τον κατάλληλο φωτισμό και είχαμε μόνο μιάμιση ώρα για να αποστάξουμε όλη την ομορφιά του κόσμου – αλλά ο φωτισμός είναι από μόνος του μια αποκάλυψη.

Ενας τόπος που έμοιαζε παγωμένος στις 12 το μεσημέρι, στις 4.30 το απόγευμα μας φανέρωνε το κάθε φυτό, κάθε λάμψη του νερού, κάθε σύννεφο. Είναι ένα θαύμα να απαθανατίζεις την ομορφιά αυτή, χωρίς να χρειάζεται να την εξηγήσεις.

Δεν υπάρχει ιστορία. Μόνο παρατήρηση, η ομορφιά είναι για όλους. Ναι, νομίζω ότι το σινεμά χρωστάει στο κοινό όχι μόνο εκρήξεις και αηδίες, αλλά μια αίσθηση ομορφιάς, να περάσει το μήνυμα ότι υπάρχει ακόμα ομορφιά στον κόσμο και καλά θα κάνουμε να ξεκουνηθούμε από τη βολή μας».

• Συγγράψατε το σενάριο με τον Μαρκ Σμιθ, βασιζόμενοι στο βιβλίο του Μάικλ Πούνκε. Πείτε μας, τι ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή σας;

Το μόνο που ξέρουμε για τον Χιου Γκλας (ήρωα του βιβλίου και της ταινίας) ήταν ότι όταν του επιτέθηκε αρκούδα, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν, αφήνοντάς τον σε έναν κρύο χειμώνα να σέρνεται για 200 μίλια.
 
Αυτά αποτέλεσαν για μένα τα συστατικά για μια δυνατή υπόθεση γύρω από το πρωτόγονο ένστικτο επιβίωσης του ανθρώπου. Εκείνες τις μέρες της αμερικανικής Ιστορίας η Δύση δεν υπήρχε.

Μόνο οι Λούις και Κλαρκ είχαν καταφέρει να περάσουν. Το Μεξικό μόλις είχε κερδίσει την ανεξαρτησία του, υπήρχαν ακόμα πολλοί Ισπανοί, πολλοί Μεξικανοί, εκατοντάδες φυλές Ινδιάνων, Γάλλοι, Αγγλοι, Καναδοί, υπήρχε ακόμα η δουλεία, ο ρατσισμός ήταν ανεξέλεγκτος και τα μεγαλύτερα εισοδήματα έβγαιναν από τη γουνοποιία. Τι ήταν αυτό που τους έδινε τη δύναμη να επιβιώσουν;

Η σχέση πατέρα - γιου ήταν για μένα σημαντική, όπως σε όλες τις ταινίες μου. Ακόμα κι αν δεν έχεις παιδί, είσαι παιδί κάποιου και αυτό θα σε καθορίζει πάντα. Και το τελευταίο ερώτημα ήταν γύρω από το θέμα της εκδίκησης: Τι απομένει αφού έχεις πάρει την εκδίκησή σου; Αυτό είναι το νόημα της ζωής σου;

• Μιλήστε μας για τις δυσκολίες του γυρίσματος.

Η κάθε σκηνή είχε τη δυσκολία της. Στην αρχή είχαμε μάχες με 200 άτομα, τις οποίες φωτογραφήσαμε με 14 mm ευρυγώνιους φακούς. Δηλαδή, έβλεπες σε πλάτος 180ο, ενώ το συνεργείο 200 ατόμων κρυβόταν πίσω από την κάμερα (γέλια). Χορογραφούσαμε όλη τη σκηνή και την γυρίζαμε σε πραγματικό χρόνο (χωρίς μοντάζ).

Είχαμε στη διάθεσή μας μιάμιση ώρα γυρίσματος, δηλαδή μία με τρεις λήψεις την ημέρα, γιατί αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε μόνο φυσικό φως. Δεν υπήρχε χώρος για εκπλήξεις – όλα έπρεπε να δουλεύουν ρολόι. Εκκρίνεται πολλή αδρεναλίνη όταν ξέρεις πως, αν αποτύχεις, θα χαλάσει όλη η σκηνή, κι ελπίζω ότι αυτό μεταφέρεται στην ταινία σαν κάτι απτό.

Αλλά και οι συνθήκες γυρίσματος ήταν δύσκολες, υποφέραμε από το κρύο και τις δυσχέρειες, ελπίζω ότι όλα αυτά κάπως φαίνονται. Ορκίζομαι πως δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή νορμάλ. Κάθε μέρα ήταν μια πρόκληση, με τη φύση εναντίον μας. Η ταινία όλη ήταν μια πάλη.

• Τι σημαίνει η λέξη «revenant» (ο άνθρωπος που επιστρέφει) για σας;

Αισθάνομαι σαν κάποιος που… επέστρεψε. Νόμιζα ότι θα με σκότωνε αυτή η ταινία! Ειλικρινά αισθάνομαι ότι μόλις έχω αποβάλει την αρκούδα από μέσα μου, γιατί τώρα τελείωσα το μιξάζ. Αρχισα ρεπεράζ πριν από πέντε χρόνια και τώρα κάθομαι εδώ έχοντας τελειώσει – δεν το πιστεύω! Επέζησα. Σαν να επιστρέφω στη ζωή από τον θάνατο!

• Υπάρχει όμως κάποιος προσωπικός λόγος που εσείς και οι ηθοποιοί σας θέλατε να περάσετε αυτή τη δοκιμασία;

Είμαι ο μόνος ηλίθιος σε αυτόν τον πλανήτη που θα δεχόταν να αναλάβει μια τέτοια παραγωγή (γέλια). Σοβαρά, όμως, δεν ήξερα σε τι έμπλεκα. Συγκρίνω την εμπειρία με το είδος κινηματογραφίας που έχει εξαφανιστεί πια.

Σήμερα ελέγχουμε όλα τα στοιχεία της παραγωγής με την πράσινη οθόνη, τον κλιματισμό, το διαδίκτυο, είναι σαν να πηγαίνουμε στο γραφείο. Αυτή η ταινία ήταν διαφορετική. Αποδεχτήκαμε τη δυσκολία της παραγωγής και τη βιώσαμε σαν την οδύσσεια αυτών των κυνηγών – ήταν ένα είδος σκηνοθεσίας-method* (γέλια).

Οταν αναρριχάσαι χωρίς σχοινί και βρίσκεσαι ξαφνικά στη μέση ενός κατακόρυφου βράχου, το μόνο που σου απομένει να κάνεις είναι να πας πιο πάνω, αλλιώς χάθηκες. Ετσι κι εμείς, είχαμε να αντιμετωπίσουμε ακραίες αλλαγές καιρού και τρομερό κρύο.

Πέρα όμως από την ιστορία αυτού του χαρακτήρα, η ταινία αναφέρεται εμμέσως και στο πρόβλημα της αλλαγής του κλίματος. Το θέμα μάς πάει στην αρχή του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης της φύσης – της αρπαγής, της κατακρεούργησης και κατανάλωσής της, με περιφρόνηση των συνεπειών.

• Οταν αναλάβατε το πρότζεκτ, γνωρίζατε ότι η ιστορία είχε ήδη ειπωθεί το 1971 με την ταινία «Man in the wilderness»;

Ναι, την είδα. Οπως σας είπα προηγουμένως, ο σκελετός της ταινίας είναι πολύ απλός, πρωτόγονος. Κανείς δεν μπορεί να χαθεί στην πλοκή και αυτό μου αρέσει γιατί είναι σαν μουσική.

Εχεις έναν καλό ρυθμό και παίζεις τζαζ πάνω του. Τα διαλείμματα και οι σιωπές στην ταινία ήταν για μένα μια ευκαιρία να θέσω τον χαρακτήρα σε μια πνευματική διάσταση, να καλλιεργήσω τη σχέση του με τα όνειρα και το παρελθόν του, ώστε να ξέρουμε τι σκέφτεται χωρίς λόγια, με εικόνες.

• Υπήρχαν άλλες ταινίες από τις οποίες εμπνευστήκατε για να φτιάξετε τον κόσμο της «Επιστροφής»;

Αν θέλεις να φτάσεις τον ουρανό, θα φτάσεις ίσως ώς το φεγγάρι. Αν θες να φτάσεις το φεγγάρι, θα πέσεις σε κάποιο δέντρο. Καλό είναι να στοχεύεις πάντα το ψηλότερο σημείο, κι ας μην το φτάσεις ποτέ.

Μια από τις αγαπημένες ταινίες μου είναι ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Μια άλλη ταινία, που θυμάμαι για την αίσθηση που σου δίνει ότι είμαστε ένας μικρός οργανισμός μέσα σε αυτόν τον μεγάλο που λέγεται Πλανήτης Γη, ήταν το «Φιτζκαράλντο» του Βέρνερ Χέρτζογκ. Και το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα, που επίσης είχε επικό πεδίο δράσης, αλλά και την εσωτερική ιστορία ενός ανθρώπου.

• Τι θα θέλατε να αποκομίσει το κοινό από την ταινία σας;

Εχω ένα φίλο που παλεύει με μια σοβαρή αρρώστια. Είδε την ταινία και στο τέλος έκλαψε γιατί, είπε, μας μιλάει για την αντοχή του ανθρώπου. Μακάρι η ταινία να δώσει στο κοινό να δει τι έχουμε χάσει, πώς οι ανέσεις της καθημερινής ζωής μάς έχουν αφαιρέσει την αίσθηση που είχαν οι Ινδιάνοι της Β. Αμερικής ότι η φύση είναι μέρος της ύπαρξής μας και την αίσθηση επαφής με τον κίνδυνο, όπου μια μάχη με αρκούδα ισοδυναμούσε με την πάλη με τον καρκίνο, το διαζύγιο ή τον χαμό ενός αγαπημένου συγγενή.

Το είδα αυτό καθαρά, όταν μου είπε ο φίλος μου ότι όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία είναι σαν παρομοιώσεις για τις μάχες που δίνουμε στη ζωή. Αυτό ήταν για μένα ένα σημαντικό θέμα, πέρα από το να δημιουργήσω μια θεαματική κινηματογραφική εμπειρία.

• Είχατε μια εντυπωσιακή ομάδα ηθοποιών. Με ποια κριτήρια τους διαλέξατε;

Πέρα από τα γνωστά, ως σκηνοθέτης, πάντα κοιτάω τον ηθοποιό στα μάτια. Αν δω ότι έχει εσωτερική ζωή, τότε ξέρω ότι έχει τα εργαλεία και τον συναισθηματικό πλούτο για να παίξει έναν ρόλο. Ακόμα κι αν έχουν άρτια τεχνική, αν δεν έχουν βάθος στα μάτια, ξέρω ότι θα κάνουν καλή δουλειά μεν, αλλά δεν θα μπορέσουν να με πείσουν.

• Ο κινηματογράφος περνάει τη μετάβαση προς την ψηφιακή εμπειρία, ο αναλογικός έχει αρχίσει να εξαφανίζεται. Πώς βλέπετε το μέλλον; Πιστεύετε ότι πρέπει να διατηρηθεί η αναλογική εμπειρία;

Η θεωρία μου είναι ότι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση. Οι τηλεοπτικές σειρές προσφέρουν καλές αφηγήσεις, καλό ρυθμό, καλή ποιότητα.

Ο κίνδυνος είναι ότι η μεγάλη οθόνη πολλές φορές καταλαμβάνεται από... τηλεοπτικές ταινίες, που δεν προσφέρουν όλα όσα θα μπορούσε να προσφέρει ένας σκοτεινός θάλαμος με ένα τεράστιο φωτεινό πανί. Κινηματογράφος δεν είναι μόνο μια καλή ιστορία, αλλά πώς την λες, η δραματουργία.

Νομίζω πως σκοπός του κινηματογράφου είναι η φανέρωση ενός μυστηρίου, που έχει να κάνει με μια αναπάντεχη τροπή στην ιστορία ή μια ερμηνεία, έτσι ώστε να σε αρπάζει όπως ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, ποίημα ή μια μουσική του Μάλερ και του Ραβέλ – μια στιγμή που σε χτυπάει στην ψυχή, αλλά όχι με τη λογική.

Αν μια ταινία πετύχει να δημιουργήσει μια ή δυο τέτοιες στιγμές, τότε ο κόσμος θα συνεχίσει να πηγαίνει στο σινεμά, γιατί σε ανυψώνει σε συναισθηματικά επίπεδα που δεν συναντάς στην καθημερινή ζωή. Αυτό θέλω να πετύχω με αυτή την ταινία, να προκαλέσω μια τέτοια στιγμή στον θεατή.

* Συγκρίνει τη σκηνοθεσία με την τεχνική υποκριτικής που λέγεται «method acting», όπου ο ηθοποιός προετοιμάζεται συναισθηματικά για τον ρόλο του ανακαλώντας αντίστοιχες προσωπικές εμπειρίες.

ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ