Quantcast

Κωνσταντίνος Βήτα: «Οι ήρωες του ρεμπέτικου υπάρχουν και σήμερα»

Ο πιο αγαπημένος δημιουργός της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής μας μιλάει με αφορμή την απρόσμενη συνάντησή του με τη Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Παπαγκίκα, στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Στη Μαρίνα Τσικλητήρα

Έχει περιπλανηθεί σε διαφορετικά ηχητικά τοπία, ξένα προς το ρεμπέτικο. Η μουσική του σε παραπέμπει σε ένα αστικό σούρουπο με απαλά, ημιφωτισμένα χρώματα, κι όταν δεν βλέπεις την πόλη στο φόντο των ήχων του, η σκέψη σου ταξιδεύει σε ένα λιβάδι ανοιχτό.

Ο Κωνσταντίνος Βήτα είναι ο ποιητής πολλών από μας, ήδη από τις ηλεκτρικές μέρες των Στέρεο Νόβα, ακόμα περισσότερο όταν συνέχισε σε σόλο διαδρομή. Ήταν και είναι ο αφηγητής των μικρών και μεγάλων μαχών που συντελούνται μέσα μας, ο ζωγράφος των μυστικών , απελπισμένων μας ερώτων και της ζωής που ποθήσαμε αλλά δεν έχουμε αδράξει.

Τα κομμάτια του, μουσική και στίχοι, θυμίζουν λεπτοδουλεμένη δαντέλα. Δεν μπορείς να τον συνδέσεις εύκολα με τα στιβαρά, λαϊκά, ιδρωμένα άσματα, τα ποτισμένα με καπνό, μόχθο και προσφυγική νοσταλγία, που γέμιζαν κάποτε τα καφέ αμάν, τις φυλακές και τα φτωχικά κουτούκια της πόλης. Άλλο άστυ εκείνο των ρεμπέτικων, άλλο του Κωνσταντίνου. Και όμως, ίσως υπάρχει ένα νήμα ατσάλινο που τα συνδέει.

Στις 3 και 4 Ιουνίου, λίγο μετά την κυκλοφορία του τελευταίου δίσκου του «Ομόνοια», ο πιο δημιουργικός δημιουργός της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής θα συνομιλήσει για πρώτη φορά με το ρεμπέτικο-και συγκεκριμένα με δυο μεγάλες κυρίες του, τη Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Παπαγκίκα- στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, ενώ στις 13 Ιουνίου θα παρουσιάσει την παράσταση «Sala Sala» στο Μέγαρο Μουσική Θεσσαλονίκης.

«Η αρχική σκέψη ανήκει στην Αφροδίτη Παναγιωτάκου, που το σκέφτηκε πέρσι τέτοια εποχή μαζί με τον Νίκο Αθανασόπουλο», μας λέει ο Κωνσταντίνος Βήτα. «Ουσιαστικά, είναι μία ανάθεση από τους παραγωγούς της Στέγης. Μετά προχώρησα σε μια έρευνα για να μπορέσω να βρω μια πλατφόρμα , μια αφετηρία για να ξεκινήσω.»

Το ίδιο πάθος

Ανακάλυψε στοιχεία για την καταστροφή της Σμύρνης, μας πληροφορεί. Διάβασε άρθρα για την συγκεκριμένη περίοδο και μελέτησε το βιβλίο της Gail Holst “Road to Rembetika”, το οποίο γνώριζε από την εποχή που σπούδαζε στην Μελβούρνη. «Εκείνη την περίοδο άκουγα πολύ ρεμπέτικο και είχα κασέτες με τραγούδια της Μπέλλου σε μουσική του Γ. Παπαϊωάννου», θυμάται. «Στα μισά της έρευνας μου, σκέφτηκα πως έπρεπε να εστιάσω σε κάποια πρόσωπα της εποχής, γιατί το ρεμπέτικο είναι τόσο τεράστιος θησαυρός που χάνεσαι.»

Από τον θησαυρό ανέσυρε δύο διαμάντια: την Μ. Παπαγκίκα, η οποία έφυγε στην Νέα Υόρκη, και τη Σ. Μπέλλου, η οποία ξεκίνησε πιο μετά την πορεία της στην Αθήνα. Κάτι τον γοήτευσε στην απόσταση μεταξύ τους. «Ήταν σα να βλέπω δύο πλοία που δεν συναντιούνται ποτέ και το ένα προσπερνά το άλλο», εξηγεί. «Ήθελα, όμως, με κάποιο τρόπο να φτιάξω κάτι που να μην θυμίζει μουσικά αυτές τις εποχές, γιατί τα τραγούδια αυτά ανακυκλώνονται πάντα με τον ίδιο τρόπο μέχρι σήμερα.»

Θέλοντας, λοιπόν, να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, ο Κωνσταντίνος συνεργάστηκε με δυο παλιούς του φίλους, τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Ανδρέα Αγγελιδάκη και τον εικαστικό Άγγελο Πλέσσα. Και οι δύο διανύουν συχνά τη διαδρομή Αθήνα-Νέα Υόρκη. Και, το βασικότερο, κανένας από τους δύο δεν είχε σχέση με το ρεμπέτικο.

«Αυτό ζητούσα», επισημαίνει. «Ανθρώπους που δεν ήσαν παθιασμένοι με αυτό το είδος. Και οι τρείς μαζί προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα project που να επικεντρώνεται σε μια σύγχρονη ματιά και να μην θυμίζει τίποτε από την περίοδο εκείνη, αλλά ταυτόχρονα να κεντράρει στο ίδιο αίσθημα που είχαν οι ήρωες των τραγουδιών εκείνων.

Θέλω να διευκρινίσω πως οι ήρωες στο ρεμπέτικο είναι άνθρωποι που διακατέχονται διαρκώς από ένα ανεκπλήρωτο πάθος για ένα πρόσωπο, από μια απρόσωπη αγάπη, από ένστικτα , από βιαστικές παρορμητικές κινήσεις που τους έφεραν σε καταστροφή , από ουσίες , από ένα μαύρο αίμα, όπως περιγράφει στο τραγούδι «Μπουρνοβαλιά» και η Παπαγκίκα. Οι ήρωες αυτοί υπάρχουν και σήμερα με πιο σύγχρονα ρούχα, με τα ίδια μάτια, το ίδιο κενό, με άδεια χέρια, έτοιμοι να καούν και να κάψουν τα πάντα για χάρη της στιγμής, για ένα πάθος , με μια πρόχειρη επιλογή, εκθαμβωτικοί αλλά και ήρωες που συγχέουν εύκολα το κανονικό από το πλασματικό φως».

Παλιά καρδιά, νέο σώμα

Το επόμενο βήμα ήταν να προχωρήσει στη σύνθεση, στη διασκευή των τραγουδιών. Ο Κ. Βήτα επέλεξε νέους , εξαιρετικούς σολίστες που και αυτοί επίσης ασχολούνται κυρίως με την σύγχρονη μουσική και την εναλλακτική ροκ. Ο ίδιος θα παίξει συνθεσάιζερ. Τα βίντεο που θα δούμε τα έχουν επιμεληθεί οι εικαστικοί συνεργάτες του, ενώ θα τραγουδήσει η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα.

«Προσπάθησα να διαχειριστώ την ουσία των ρεμπέτικων, κάποια από τα βαθιά και κρυμμένα συστατικά τους. Πήρα την ουσία αυτή και την τοποθέτησα σε ένα ξένο περιβάλλον, σαν να βάζεις μια παλιά καρδιά σε ένα νέο άνθρωπο, σαν μια μεταμόσχευση, κατά κάποιο τρόπο».
Αναρωτιέμαι ποια είναι η ποιότητα του ρεμπέτικου που άγγιξε τη δική του καρδιά πιο έντονα. Αρχικά δυσκολεύτηκε, αφού παίζεται παντού, σε άπειρα αφιερώματα-από ποια πλευρά θα μπορούσε να το προσεγγίσει;

«Είχα πολλά διλήμματα», ομολογεί, «οι στίχοι μου φαίνονταν τετριμμένοι, δύσκολοι. Κι εκεί ακριβώς ήρθε η «Μπουρνοβαλιά» και η φράση “Βαρύτερα απ' τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη που 'χα. Ετούτα είναι βάσανα, όχι τα περασμένα, που ανοίξανε παλιές πληγές και στάζουν μαύρο αίμα…”. Εκεί βρήκα την είσοδο για να προσεγγίσω τα τραγούδια. Το έχω αισθανθεί κι εγώ».

Μια άλλη, απρόσμενη είσοδος ήταν η ταινία «Η Επιστροφή», η σκηνή όπου ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο μπαίνει στην κοιλιά του νεκρού ζώου για να κοιμηθεί. «Ένιωσα πως αυτό πρέπει να κάνω κι εγώ , είτε το σύγχρονο να κλείσει μέσα του το ρεμπέτικο , είτε το ρεμπέτικο να κλείσει μέσα του το σύγχρονο , το τώρα , την στιγμή αυτή. Πήρα πολλά μέσα από αυτή τη δουλειά και ειδικά αυτή την εποχή όπου όλα αυτά με τους πρόσφυγες γύρω μας θυμίζουν την περίοδο της καταστροφής της Σμύρνης. Mέσα από την «Sala Sala» αισθάνθηκα πως όλοι είμαστε ίσοι, πως έχουμε κοινά στοιχεία μέσα μας, πως η καρδιά μας χτυπάει το ίδιο με τον διπλανό μας».

Τα μάτια της Σωτηρίας

Λέμε συχνά , δικαίως, ότι Μπέλλου δεν θα ξαναβγεί. Ο Κωνσταντίνος τη θυμάται. Νέος, όπως μας λέει, είχε πάει πολλές φορές εκεί όπου τραγούδαγε με τον Τσιτσάνη ή με άλλους. «Την είχα γνωρίσει επίσης για ένα διάστημα που την είχα επισκεφθεί πριν πεθάνει στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ήταν μια γλυκιά, καλόκαρδη γυναίκα που μιλούσε για την Παναγία και την έλεγε μητέρα της, ήταν πικραμένη από τα βάσανα , τσακισμένη , όμως τα μάτια της ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Τελευταία φορά όταν την κοίταξα ήταν σαν να βρισκόταν σε μια άλλη διάσταση, τουλάχιστον η συνείδηση της. Τα μάτια της μιλούσαν , ήταν η ίδια η ζωή. Δεν ξέρω πως ήταν πιο μικρή. Θα ήταν μια επαναστάτρια, ίσως.»

Αν γεννιόταν μια Μπέλλου σήμερα, πώς θα ήταν, τι θα αντανακλούσε, άραγε; «Σήμερα αυτό που λείπει από τους καλλιτέχνες είναι το αυθεντικό», πιστεύει ο Κ. Βήτα. «Ίσως γιατί έχουν πολλά πρότυπα, και εκεί πάνω προσπαθούν να χτίσουν κάποια δική τους πλασματική εικόνα. Είναι σαν να μπερδεύονται οι εικόνες και να μην βρίσκεις τελικά που είναι το βιωματικό. Η σύγχρονη τραγουδίστρια έχει περισσότερα κενά και απλά ψελλίζει στίχους που δεν τους κατανοεί και εκεί υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Προσεγγίζουν το τραγούδι μέσα από το συναίσθημα, προκαλούν το λυγμό, ίσως απλά τραγουδούν τις νότες, όμως αυτό νομίζω δεν έχει σχέση με το τραγούδι.»

Διαβάζω το δελτίο τύπου της παράστασης «Sala Sala». Εκεί, ο Κωνσταντίνος γράφει ότι μέσα από αυτήν θέλει να απεικονίσει μεταξύ άλλων «ένα πλοίο που ακόμα ταξιδεύει μέσα μας». Μια φράση ελπιδοφόρα. «Ήταν αυτή η εικόνα που μου έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσω την «Sala Sala», λέει. «Αυτή η αίσθηση που έχουμε όλοι στο πλοίο, ο παλμός των κυμάτων , η μικρή ελευθερία τη στιγμή που ατενίζουμε τον ορίζοντα και τα σύννεφα. Εκεί που νιώθουμε για λίγο πως το σπίτι μας είναι μια μεγάλη ενωμένη συνείδηση, το σύμπαν.»