Quantcast

«Αφανείς Ηρωίδες»

Μια αληθινή ιστορία μάχης για την ισότητα και κατά των πάσης φύσεων διακρίσεων...
Η αληθινή όσο και άγνωστη ιστορία των «αφανών ηρωίδων» της NASA, των αφροαμερικανίδων δηλαδή μαθηματικών που συνέδραμαν αποφασιστικά ώστε οι ΗΠΑ να υπερκεράσουν τη Σοβιετική Ένωση στην κούρσα του διαστήματος, γίνεται από βιβλίο της Μάργκοτ Λι Σέτερλι, ταινία, με την υπογραφή του Θίοντορ Μέλφι. ‘Η, για την ακρίβεια, απλό λαϊκό σινεμά, αρκούντως καλοφτιαγμένο για τα μέτρα της οσκαρικής κούρσας, σε μια σεζόν «εξορθολογισμού» της (σε πολλά εισαγωγικά αυτό το τελευταίο) ως προς την ισότιμη φυλετική αντιπροσώπευση που πολλή κουβέντα είχε σηκώσει πέρυσι τέτοια εποχή.

Στο ψυχροπολεμικό πόκερ των ’60s, οι ΗΠΑ εισέρχονται βλέποντας την πλάτη των Σοβιετικών και τον Γιούρι Γκαγκάριν να γίνεται ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα. Η κυβέρνηση Κένεντι πιέζει για άμεσα αποτελέσματα και οι επικεφαλής της NASA τα ‘χουν βρει σκούρα.

Τρεις, όμως, από τις αφροαμερικανίδες επιστήμονες που δουλεύουν στη σκιά των συναδέλφων τους, η Κάθριν Τζόνσον (Ταράτζι Π. Χένσον), η Ντόροθι Βόγκαν (Οκτάβια Σπένσερ) και η Μαίρη Τζάκσον (Τζανέλ Μονά), θα παίξουν ρόλο-κλειδί προκειμένου να λυθούν σημαντικές αστοχίες του διαστημικού προγράμματος και να στείλουν τον πρώτο Αμερικανό αστροναύτη στο διάστημα.

Στο υποψήφιο για δύο Όσκαρ φιλμ του Μέλφι (Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου), ο πυρήνας έχει να κάνει ασφαλώς με την πολύπλευρη μάχη κατά των πάσης φύσεως διακρίσεων.
 
Οι τρεις «αφανείς» ηρωίδες δεν είναι μόνο γυναίκες σ’ ένα κατεξοχήν ανδροκρατούμενο περιβάλλον, αλλά και μαύρες, σε μια ταραχώδη για την αμερικανική πραγματικότητα περίοδο όπου οι φυλετικές διακρίσεις παρέμεναν άκαμπτες και ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων εδραιωνόνταν προκειμένου να ανατρέψει τους ρατσιστικούς νόμους περί διαχωρισμού των πολιτών.

Έτσι, μια ιστορία επιμονής και θάρρους σαν αυτή που εξιστορούν οι «Αφανείς Ηρωίδες» αναφέρεται ασφαλώς σε μια εποχή όπου το να είσαι γυναίκα και μαύρη διεκδικώντας να προκόψεις ήταν περίπου ακατόρθωτο δεδομένων των αδιανόητων απαγορεύσεων και περιορισμών, χωρίς να μένει ωστόσο στο χθες.

Άλλωστε, σε μια Αμερική που εκλέγει Τραμπ και που ακόμα και επί των ημερών Ομπάμα σκοτωνόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση κι από ένας αφροαμερικανός από χέρι λευκού αστυνομικού, το φιλμ του Μέλφι έχει σκοπό να ενημερώσει για σπουδαία μυαλά που έμειναν πίσω απ’ τις κουρτίνες της δημοσιότητας, να συγκινήσει και να εμπνεύσει.

Και όλα αυτά τα κάνει αρκούντως καλά, κυρίως επειδή έχει τρεις αλέγρες πρωταγωνίστριες (Χένσον, Σπένσερ, Μονά) να ενσαρκώνουν από κοινού πτυχές ενός άνισου αγώνα για αξιοπρέπεια και αναγνώριση, αλλά και έναν Κέβιν Κόστνερ (στο ρόλο του επικεφαλής μηχανικού του διαστημικού προγράμματος) που να λειτουργεί ως σύμβολο του ρασιοναλιστή λευκού που βλέπει πέρα απ’ τις παρωπίδες της εποχής, προς το κοινό καλό.

Παράλληλα βέβαια, ο Μέλφι τα (παρα)κάνει όλα ακαδημαϊκά, εύγλωττα και ασφαλή. Έτσι, η μουσική θα έρθει να συνδράμει συναισθηματικά εκεί που την περιμένεις και «πρέπει», τα πιο σφιχτά πλάνα στα πρόσωπα δε θα λείψουν ποτέ προκειμένου να δηλώσουν ματαίωση, απόρριψη, απόγνωση, απαξίωση, προκατάληψη και όλα τα σχετικά, ενώ οτιδήποτε είναι να ειπωθεί προκειμένου να γίνει κατανοητό και στον πιο αφηρημένο θεατή το τι διακυβεύεται, θα ειπωθεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Όπως αυτή π.χ. όπου ο Κόστνερ έχει τριγύρω του την επιστημονική του ομάδα και διαμηνύει σ’όλους να καλέσουν τις γυναίκες τους πως δεν πρόκειται να πάνε νωρίς στο σπίτι, αγνοώντας πως στην ομάδα περιλαμβάνονται και δύο γυναίκες. Κι αυτό είναι μια απ’ τις λιγοστές φορές όπου η ταινία προσπαθεί να «μιλήσει» για το θέμα της χωρίς να προσπαθεί συνεχώς να στο κάνει «πενηνταράκια».

Από κει κι ύστερα, υποπλοκές άλλοτε ενδιαφέρουσες (όπως ο αγώνας της Μαίρη Τζάκσον να φοιτήσει σε πανεπιστήμιο λευκών) και άλλοτε μάλλον περιττές (π.χ. το ειδύλλιο της χήρας Κάθριν) έρχονται να εμπλουτίσουν την αφήγηση.
 
Όλες, ωστόσο, φροντίζουν να συνταχθούν πίσω από τον ανοιχτόκαρδο και ουμανιστικό χαρακτήρα μιας ταινίας που δεν εξαντλείται σε μια ιστορία «άσημων» ηρώων πίσω από εκείνους τους λαοπρόβλητους, αλλά μιλά για το σταθερά επίκαιρο ζήτημα των διακρίσεων.



ΠΗΓΗ: cinemag.gr