Quantcast

Διευθυντής Ινστιτούτου ΣΕΤΕ: Το πλεόνασμα μέσω ανάπτυξης είναι ένα μεγάλο όπλο για την έξοδο από την κρίση

Σε άρθρο του ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών…
«Για να βγει οριστικά η χώρα από τα Μνημόνια και τις συναφείς «αξιολογήσεις» και να χρηματοδοτείται από τις αγορές, απαιτείται η αδιαμφισβήτητη αποκατάσταση της διεθνούς πιστοληπτικής αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο γενικός διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Ηλιας Κικίλιας.

Αναλυτικά το άρθρο έχει ως εξής:

Η βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια άποψη που εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις δυναμικές προσδοκίες για το μέλλον της οικονομίας της παρά από την στατική σχέση του χρέους με το ΑΕΠ. Ο προτιμότερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος, συνεπώς, είναι να προηγηθεί η βελτίωση των προσδοκιών για την οικονομία μας και να ακολουθήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του χρέους.

Με την πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup – που δεν προσφέρεται ούτε για ζητωκραυγές ούτε για καταστροφολογία - έκλεισε η δεύτερη αξιολόγηση, και μαζί της οι βασανιστικές αβεβαιότητες που την συνόδευαν.

Οι εταίροι μας - που αν πετύχουμε εμείς θα έχουν πετύχει και αυτοί έναντι των ψηφοφόρων τους, και το αντίστροφο – θα στηρίξουν την έξοδό μας στις αγορές με τα 30 δισ. που θα περισσέψουν από το τρέχον πακέτο, το ΔΝΤ παραμένει – έστω καταρχήν – στο πρόγραμμα και ο δρόμος για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ είναι δύσβατος αλλά ανοικτός.

Η μεγάλη εικόνα είναι ότι δειλά-δειλά το 2014 και πιο φανερά το 2016, οι δομικές στατιστικές της οικονομίας δείχνουν ότι η επταετία της κρίσης είχε δυο πλευρές. Από τη μια, την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων και μαζί τους ένα εκατομμύριο θέσεων εργασίας, την υποτίμηση των κινητών και ακίνητων αξιών της χώρας αλλά και της αμοιβής της εργασίας.

Από την άλλη, ωστόσο, το πρωτοφανές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το 2010-2016, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα 3 χρόνια, επέφερε μια σημαντικότατη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ως προς τις τιμές και το κόστος.

Σύμφωνα με την Eurostat, μεταξύ 2010 και 2015 οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας (+29%) ήταν ανώτερες της Ισπανίας (+26%) και της Ιταλίας (+18%) και πολύ κοντά σε αυτές της Πορτογαλίας (+32%), παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε ένα εξαιρετικά αντίξοο οικονομικό περιβάλλον.

Οι επιδόσεις αυτές δεν οφείλονται στις ανεπαρκείς πολιτικές των κυβερνήσεων, αλλά στην ίδια την κρίση.

Η κρίση, επίσης, έφερε την οικονομία σε θέση να παρουσιάζει, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, εντυπωσιακούς δείκτες βελτίωσης στην βιομηχανική παραγωγή και τον δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, τον γενικό δείκτη όγκου των πωλήσεων των καταστημάτων λιανικής πώλησης, των πωλήσεων επιβατικών αυτοκινήτων και την ιδιωτική κατανάλωση, στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και ιδιαίτερα σε μηχανολογικό, τεχνολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό, τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αλλά και τον τριπλασιασμό των ξένων άμεσων επενδύσεων.

Σύμφωνα με την νέα εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ το ΑΕΠ της χώρας σημείωσε αύξηση κατά? 0,8% σε ετήσια βάση (0,4% σε 3μηνιαια βάση) στο 1ο 3μηνο 2017, ενώ η απασχόληση αυξάνεται συνεχώς και σταθερά τα τελευταία 3 χρόνια.

Σε καμιά περίπτωση οι στατιστικές αυτές δεν δείχνουν είτε ότι βγήκαμε είτε ότι βγαίνουμε από τη κρίση. Δείχνουν, όμως, ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας και κυρίως η σταδιακή αλλά σταθερή αντιμετώπιση του τέρατος της ανεργίας είναι εφικτή.

Το διεθνές περιβάλλον είναι θετικό με την ευρωπαϊκή οικονομία να «ζωντανεύει» ενώ πληθώρα διεθνών κεφαλαίων αναζητούν εναγωνίως επενδύσεις - επικερδέστερες από τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα με αρνητικό επιτόκιο - σε μια χώρα όπως η δική μας με τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες.

Για να βγει οριστικά η χώρα από τα Μνημόνια και τις συναφείς «αξιολογήσεις» και να χρηματοδοτείται από τις αγορές, απαιτείται η αδιαμφισβήτητη αποκατάσταση της διεθνούς πιστοληπτικής αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.

Η χώρα διαθέτει, σήμερα, ένα μεγάλο όπλο: την εκτέλεση των προϋπολογισμών το 2010-2015 και κυρίως το μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 που εκτός των άλλων υποχρέωσε τους θεσμούς να κλείσουν άμεσα την 2η Αξιολόγηση και συνέβαλε στην ακύρωση των εκτιμήσεων του ΔΝΤ- που, στο πλαίσιο της στρατηγικής του να διακόψει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, υποβαθμίζει μονίμως τις προοπτικές ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας την επόμενη δεκαετία προκειμένου να αποδειχθεί η εκτίμησή του ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο - για τις δυνατότητες και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η πραγματική επιδίωξη επίτευξης υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 5 χρόνια και 2% ως το τέλος της επομένης δεκαετίας, συνεπώς, είναι ένα μεγάλο όπλο.

Η Ελλάδα έχει όχι μόνο την δυνατότητα αλλά την επιτακτική αναγκαιότητα να επιδιώξει με ένταση την πολιτική αυτή και έχει ήδη θεσπίσει και εφαρμόσει τα μέτρα που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα με ταυτόχρονη υγιή - διεθνώς ανταγωνιστική - ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, μόνο με σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυνατή και εφικτή στην πράξη η οριστική έξοδος από τα Μνημόνια, η οποία αποτελεί σήμερα απαραίτητη προϋπόθεση για την δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Το ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, η σημαντική συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση, η σημαντικά βελτιωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα και γενικά η αναδιάρθρωση της οικονομίας της υπέρ των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, προσφέρουν τις αναγκαίες συνθήκες για υγιή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.

Στο πλαίσιο αυτό είναι απόλυτα εφικτή η αύξηση των διαθέσιμων πόρων για την επίτευξη όχι μόνο των αναγκαίων πλεονασμάτων αλλά και για την μείωση της υπερφορολόγησης, την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, της εγχώριας ζήτησης και της απασχόλησης.

Από εμάς εξαρτάται αν θα κεφαλαιοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που ήδη έχουν γίνει, αν θα εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειες για την ταχεία ολοκλήρωσή τους, αν θα κάνουμε ό,τι πρέπει για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον φιλικό στην υγιή επιχειρηματικότητα, αν θα καταστήσουμε τον τουρισμό ατμομηχανή της ανάπτυξης ενισχύοντας τις κλαδικές διασυνδέσεις και, έτσι, θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε ξένα μακροπρόθεσμα ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε να πολεμήσουμε τον εχθρό: την ανεργία.

Η ικανή συνθήκη, συνεπώς, είναι η επαναφορά της πολιτικής ομαλότητας που θα διευρύνει και θα επιταχύνει τις ευνοϊκές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, η απαίτηση από το πολιτικό σύστημα να επανατοποθετηθεί στο νέο τοπίο των απαιτήσεων και των προκλήσεων της χώρας.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ