Quantcast

Η ΑΑΔΕ βάζει «φρένο» στις αυθαιρεσίες εφοριακών σε ελέγχους

Κλείνει ουσιαστικά ένα μεγάλο πρόβλημα, αυτό της «αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας».

Tέλος στις αυθαιρεσίες των ελεγκτών βάζει η φορολογική διοίκηση, κατόπιν βέβαια σχετικής απόφασης του ΣτΕ, κλείνοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο πρόβλημα, αυτό της «αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας».

Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές όταν εντόπιζαν στους λογαριασμούς ελεγχόμενων ποσά τα οποία δεν προέκυπταν από τις φορολογικές δηλώσεις, τα θεωρούσαν αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, με αποτέλεσμα αυτά να φορολογούνται ως κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα με συντελεστές 26 ή 33%.

Με εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων τονίζεται ότι δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η προέλευση ενός χρηματικού ποσού το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου (εισόδημα από πώληση μετοχών, ομολόγων, περιουσιακών στοιχείων, λήψη δανείου) ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον φορολογούμενο στη φορολογική του δήλωση, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.

Για παράδειγμα, τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μία άτυπη συμφωνία μεταξύ κράτους και αγοραστών-πωλητών ακινήτων. Στο συμβόλαιο πώλησης αναγραφόταν ως τίμημα η αντικειμενική αξία του ακινήτου και όχι η πραγματική.

Αυτό σημαίνει ότι ένα ακίνητο αξίας 150.000 ευρώ μπορεί να είχε πωληθεί 200.000 ευρώ. Ο πωλητής λάμβανε τις 200.000 ευρώ αλλά στη φορολογική του δήλωση εμφάνιζε το ποσό της αντικειμενικής αξίας.

Οι ελεγκτές κατά τον έλεγχο εντόπιζαν λοιπόν ένα ποσό της τάξεως των 50.000 ευρώ, το οποίο θεωρούσαν ως αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και το φορολογούσαν ως κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα από το πρώτο ευρώ με συντελεστές από 26% έως 33%.

Η εγκύκλιος καλεί τους ελεγκτές από τη στιγμή που είναι προφανής η προέλευση των χρημάτων να επιβάλουν για παράδειγμα επί των 50.000 ευρώ φόρο μεταβίβασης ακινήτων, καθώς αυτός δεν είχε καταβληθεί επί του συνολικού ποσού πώλησης του ακινήτου.

Σημειώνεται ότι ο νόμος ορίζει ότι «κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας».

Με βάση τα ανωτέρω:

• Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η προέλευση ενός χρηματικού ποσού το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου (εισόδημα από πώληση μετοχών, ομολόγων, περιουσιακών στοιχείων, λήψη δανείου) ακόμη και στην περίπτωση που αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον φορολογούμενο στη φορολογική του δήλωση, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.

• Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας για φορολογουμένους οι οποίοι κατέθεσαν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς χρήματα από την πώληση ακινήτων, τα οποία δεν αναγράφονται στο συμβόλαιο. Αυτό ισχύει τόσο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος προχώρησε στη σύνταξη συμπληρωματικού συμβολαίου για το τμήμα του τιμήματος που δεν είχε αναγραφεί στο αρχικό συμβόλαιο ή ακόμη και αν είχε συνταχθεί νέο συμβόλαιο.

• Στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος έχει επαναπατρίσει κεφάλαια με τις ρυθμίσεις του 2004 και του 2010 και έχει καταβάλει τον σχετικό φόρο, τότε εξαντλείται η φορολογική του υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν χωρίς να έχει συνέπειες χαρακτηρισμού τους ως αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας. Στην περίπτωση που τα έχει δηλώσει με τη ρύθμιση του επαναπατρισμού, ακόμη και αν δεν έχει φέρει τα χρήματα στην Ελλάδα, μπορεί να τα επαναπατρίσει ανά πάσα στιγμή χωρίς να θεωρηθεί το σχετικό έμβασμα προσαύξηση περιουσίας.

ΠΗΓΗ: Η Καθημερινή