Quantcast

Λιούις Χάμιλτον, γρήγορος από... κούνια

Λίγοι οδηγοί έχουν μπει στη Φόρμουλα με τόσο μεγάλο πάταγο όσο ο Βρετανός σταρ του οποίου η «παρθενική» σεζόν το 2007 -στην οποία έχασε τον τίτλο για ένα βαθμό- παραμένει μια από τις πιο αξιοσημείωτες «ρούκι» χρονιές στην Ιστορία.

Λίγοι οδηγοί έχουν μπει στους αγώνες της Φόρμουλα Ένα με τόσο μεγάλο... πάταγο όσο ο Λιούις Χάμιλτον, του οποίου η «παρθενική» σεζόν το 2007 - στην οποία έχασε τον τίτλο για ένα βαθμό - παραμένει ως μια από τις πιο αξιοσημείωτες «ρούκι» χρονιές στην Ιστορία.

Από τότε μέχρι σήμερα ο εξαιρετικά ταλαντούχος οδηγός έχει κατακτήσει τέσσερα παγκόσμια πρωταθλήματα (2008, 2014, 2015, 2017) και έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο ολοκληρωμένους «πιλότους» στη Φόρμουλα Ένα: εξαιρετικός στα δοκιμαστικά, επιθετικός στον αγώνα και τις ρόδα με ρόδα «μονομαχίες», ενώ αναζητά κάθε ευκαιρία για προσπέραση.

Όταν πρόκειται για την οδήγηση ενός μονοθεσίου Φόρμουλα Ένα, υπάρχουν πολύ λίγοι τομείς, στους οποίους ο Βρετανός «πιλότος» δεν υπερτερεί.

Ο Χάμιλτον αποδίδει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στην ταπεινή ανατροφή του στο Στιβενέιτζ, την αγγλική πόλη στην οποία άρχισε να τρέχει σε αγώνες για χόμπι.

Οι νίκες άρχισαν να γίνονται... συνήθεια στον νεαρό οδηγό και σύντομα δοκίμαζε τις δυνάμεις του σε εθνικούς αγώνες.

Μέχρι την ηλικία των 10 ετών - με κάτι λιγότερο από δύο χρόνια εμπειρίας - στέφθηκε ο νεώτερος στην Ιστορία νικητής του πρωταθλήματος British Cadet Kart.

Διαθέτοντας ένα αγωνιστικό στιλ με αυτοπεποίθηση, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με την ηλικία του, δεν άργησε η στιγμή που η τροπαιοθήκη του άρχισε να... στενάζει υπό το βάρος περισσότερων τίτλων στα καρτ.
 
Στα 10 του, πλησίασε τον Ρον Ντένις για ένα αυτόγραφο και του είπε: «Γειά. Είμαι ο Λιούις Χάμιλτον. Κατέκτησα το βρετανικό πρωτάθλημα και μια μέρα θα ήθελα να τρέχω σε αγώνες με τα αυτοκίνητά σας».
 
Από την πλευρά του, ο τότε επικεφαλής της McLaren έγραψε στο βιβλίο με τα αυτόγραφα του διάσημου οδηγού: «Πάρε με τηλέφωνο σε εννέα χρόνια, θα κανονίσουμε κάτι τότε».

Με αυτόν τον τρόπο ο Χάμιλτον διασφάλισε ότι ο Ντένις ήταν ένας από τους πρώτους που πρόσεξαν την γρήγορη άνοδό του και το 1998 το τότε «αφεντικό» της McLaren απέσπασε την υπογραφή του, προκειμένου να τον εντάξει στο πρόγραμμα νεαρών οδηγών της ομάδας.

Στην πραγματικότητα, η πίστη του Ντένις στις ικανότητες του Χάμιλτον ήταν τέτοια, ώστε το συμβόλαιο περιείχε ακόμη και οψιόν για την περίπτωση που ο 13χρονος θα έφτανε μέχρι τη Φόρμουλα Ένα.

Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, ήταν η οικονομική στήριξη της McLaren αυτή που αποδείχθηκε η μεγαλύτερη ευλογία για τον Χάμιλτον που μέχρι τότε υποστηριζόταν από τον πατέρα του - και μελλοντικό μάνατζέρ του - Άντονι, ο οποίος έκανε αρκετές δουλειές, προκειμένου ο γιός του να συνεχίσει να «τρέχει» σε αγώνες.

Από τη στιγμή που μπορούσε να αγωνιστεί σε ένα πολύ μεγαλύτερο επίπεδο, ο νεώτερος Χάμιλτον κατέκτησε με ευκολία πλήθος ευρωπαϊκών τίτλων σε αγώνες καρτ.

Όμως, ήταν το ταλέντο του Χάμιλτον και όχι η μικρή ηλικία του αυτό που πραγματικά τον ξεχώρισε, με αποτέλεσμα οι προτάσεις να «τρέξει» σε άλλες διοργανώσεις να αρχίσουν να πέφτουν... βροχή.

Τελικά το 2002 επέλεξε το εξαιρετικά ανταγωνιστικό βρετανικό πρωτάθλημα Formula Renault. Οι φόβοι ότι δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια πολύ μεγάλη αύξηση ιπποδύναμης αποδείχθηκαν βραχύβιοι.

Επιδεικνύοντας στους αγώνες μονοθεσίων την ίδια επιθετική προσέγγιση και αποφασιστικότητα που είχε αποδώσει καρπούς σε όλη την «θητεία» του στους αγώνες καρτ, ο Χάμιλτον τελείωσε τρίτος στην χρονιά-ντεμπούτο του, ενώ ένα χρόνο αργότερα κατέκτησε το πρωτάθλημα με απολογισμό 10 νίκες, εννέα ταχύτερους γύρους και 11 pole position.

Μολονότι η μετακίνησή του στο πρωτάθλημα F3 Euroseries ήταν λιγότερο απλή, ο Χάμιλτον τελικά βρήκε τα «πατήματά» του, βελτιώθηκε και κατέλαβε την πέμπτη θέση της βαθμολογίας στην πρώτη χρονιά του, ενώ στην δεύτερη κατέκτησε τον τίτλο. Το ότι οδηγούσε για λογαριασμό της κυρίαρχης ομάδας ASM βοήθησε χωρίς αμφιβολία, αλλά, με απολογισμό 15 νίκες, «έσβησε» τον ανταγωνισμό.

Η... εισβολή του στο GP2 το 2006 αποδείχθηκε εξίσου συναρπαστική, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορτείο Ειδήσεων.

Όντας στην καλύτερη δυνατή κατάστασή του, ο Χάμιλτον εξέπληξε τους θεατές με μια σειρά θεαματικών εμφανίσεων.
 
Επισκιάζοντας με το τολμηρό οδηγικό στιλ του τον πιο έμπειρο «ομόσταυλό» του, Αλεξάντρ Πρεμά, και τον αναγεννημένο Νελσίνιο Πικέ, κατέκτησε τον τίτλο και, ίσως το πιο σημαντικό, τον θαυμασμό στα πάντοκ της Φόρμουλα Ένα.

Νέα... καθήκοντα για τον πρωταθλητή της Formula 1

Ο ρυθμός του στους αγώνες και η επιδέξια σταθερότητά του οδηγούσαν σε συγκρίσεις με τον Φερνάντο Αλόνσο στα νιάτα του.

Η -επί μακρόν «κηδεμόνας» του Χάμιλτον- McLaren, η οποία δεν είχε δεύτερο οδηγό, προκειμένου να κάνει δίδυμο με τον Ισπανό δις κάτοχο του τίτλου για τη σεζόν του 2007, αποφάσισε αργά μέσα στο 2006 να δει πώς ο προστατευόμενός της θα αντεπεξερχόταν στις απαιτήσεις ενός μονοθεσίου Φόρμουλα Ένα.

Οι άνθρωποί της δεν απογοητεύθηκαν και αντάμειψαν τους εντυπωσιακούς χρόνους του Χάμιλτον στις δοκιμές, καθώς και την ώριμη προσέγγισή του με μια θέση οδηγού αγώνων.

Αυτή ήταν μια κίνηση εκτός χαρακτήρα για μια παραδοσιακά συντηρητική ομάδα, αλλά απέδωσε γρήγορα καρπούς τόσο για τη McLaren, όσο και για τον Χάμιλτον.

Ο Βρετανός πανηγύρισε τέσσερις νίκες στη σεζόν-ντεμπούτο του και είχε την πρωτοπορία στη βαθμολογία των οδηγών για μεγάλο μέρος της χρονιάς, αναπτύσσοντας μια έντονη αντιπαλότητα με τον Αλόνσο εντός κι εκτός πίστας, ωστόσο ένα μείγμα ατυχίας και απειρίας στα τελευταία δύο γκραν πρι του στέρησε τον τίτλο.

Ο Χάμιλτον έχασε αυτή την ευκαιρία, ωστόσο τα κατάφερε την επόμενη σεζόν. Με τον Αλόνσο να έχει επιστρέψει στη Renault, ο Χάμιλτον ήταν και πάλι πρωτοπόρος στη βαθμολογία των οδηγών στο μεγαλύτερο μέρος της σεζόν και τελικά επικράτησε του Φελίπε Μάσα της Ferrari στη «μάχη» για τον τίτλο με ένα βαθμό στο τελευταίο γκραν πρι της χρονιάς στη Βραζιλία, στην διάρκεια του οποίου πήρε την πέμπτη θέση που χρειαζόταν στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου.

Σε ηλικία μόλις 23 ετών και 300 ημερών, «πήρε» από τον Αλόνσο το ρεκόρ του νεώτερου πρωταθλητή στην Ιστορία της Φόρμουλα Ένα (σ.σ. κάτοχος αυτού του ρεκόρ είναι από το 2010 ο Σεμπάστιαν Φέτελ που κατέκτησε τον τίτλο σε ηλικία 23 ετών και 134 ημερών).

Η υπεράσπιση του τίτλου του ήταν μια πιο δύσκολη υπόθεση, αναφέρει το ίδιο αφιέρωμα.
 
Ξεκίνησε το 2009 με ένα μονοθέσιο που υστερούσε πάρα πολύ σε κάθετη δύναμη και ρυθμό, ενώ ακυρώθηκε στο γκραν πρι της Αυστραλίας, αφού κρίθηκε ότι παραπλάνησε σκόπιμα τους αγωνοδίκες.

Όμως, με τη θέληση ενός πραγματικού πρωταθλητή, δεν παρέδωσε ποτέ τα όπλα και σταδιακά άρχισε να «φτιάχνει» τη σεζόν του.

Στο ουγγρικό γκραν πρι του Ιουλίου επέστρεψε στο πρώτο σκαλί του βάθρου, ενώ ακολούθησε άλλη μια νίκη στη Σιγκαπούρη και ακόμη τρεις παρουσίες στο βάθρο, με αποτέλεσμα να καταταγεί πέμπτος στην τελική βαθμολογία και να θεωρηθεί ως ένας από τους υποψήφιους διεκδικητές του τίτλου για το 2010.

Και έτσι αποδείχθηκε. Μολονότι κάποιες εντυπωσιακές εμφανίσεις του Χάμιλτον εμποδίζονται από αμφιλεγόμενες επιλογές στρατηγικής στους πρώτους αγώνες της σεζόν, με τις διαδοχικές νίκες σε Τουρκία και Καναδά βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για ένα δεύτερο «στέμμα» στους οδηγούς.

Όμως, τα μονοθέσια της Red Bull και της Ferrari υπερτερούν όλο και περισσότερο σε ρυθμό έναντι της MP4-25 της McLaren, με αποτέλεσμα να χάσει την πρωτοπορία στο πρωτάθλημα οδηγών στον 14ο αγώνα της χρονιάς στην Ιταλία και να μην την επανακτήσει ποτέ. Πήγε στο τελευταίο γκραν πρι της χρονιάς στο Αμπού Ντάμπι έχοντας μαθηματικές ελπίδες για τον τίτλο και τελικά κατετάγη τέταρτος στους οδηγούς, αφήνοντας με διαφορά πίσω του τον νέο «ομόσταυλό» του, Τζένσον Μπάτον.

Το 2011 ήταν η δυσκολότερη σεζόν του Χάμιλτον στην καριέρα του στη Φόρμουλα Ένα.

Εκνευρισμένος από ένα μονοθέσιο, το οποίο αρχικά δεν είχε τις δυνατότητες να πάρει νίκες, μια σειρά από ασυνήθιστα λάθη -φαινομενικά πάντα με τον Φελίπε Μάσα της Ferrari- που οδήγησαν σε αρκετές επισκέψεις του στους αγωνοδίκες και μια όλο και δυσκολότερη σχέση με τα ΜΜΕ, δεν βοηθήθηκε από το αυξανόμενο ενδιαφέρον τους για την ταραχώδη προσωπική ζωή του.

Επίσης, ο Μπάτον είχε βρει τα «πατήματά» του στη McLaren και, μολονότι ο Χάμιλτον ισοφάρισε τις τρεις νίκες του συμπατριώτη του με τις επιτυχίες σε Κίνα, Γερμανία και Αμπού Ντάμπι, στο τέλος της χρονιάς κατετάγη μόλις πέμπτος στη βαθμολογία, τρεις θέσεις πίσω από τον «ομόσταυλό» του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Χάμιλτον «νικήθηκε» από «ομόσταυλό» του στην διάρκεια μιας σεζόν της Φόρμουλα Ένα.

Το 2012 θα αποδεικνυόταν άλλη μια μη ικανοποιητική χρονιά για τον Χάμιλτον, αφού η χαμηλή αξιοπιστία του μονοθεσίου του κατέστρεψε την προσπάθειά του για τον τίτλο.

Στα θετικά σημεία συγκαταλέγεται το ότι είχε μια πολύ πιο συγκροτημένη σεζόν πίσω από το τιμόνι, ενώ η ταχύτητά του τον βοήθησε να πάρει επτά pole position και τέσσερις εντυπωσιακές νίκες σε Καναδά, Ουγγαρία, Ιταλία και ΗΠΑ. Αυτές οι εμφανίσεις του δικαιολογούσαν το γιατί οι άνθρωποι της Mercedes ήταν τόσο χαρούμενοι που υπέγραψαν τον Βρετανό για τη σεζόν του 2013 και μετά.

Ο Χάμιλτον δεν απογοήτευσε τους νέους εργοδότες του, καθώς απόλαυσε μια σχετικά απρόσκοπτη μετάβαση στη μόλις δεύτερη ομάδα της καριέρας του στη Φόρμουλα Ένα.
 
Η νίκη στην Ουγγαρία, άλλες τέσσερις παρουσίες στο βάθρο και πέντε pole position τον έφεραν στην τέταρτη θέση της βαθμολογίας των οδηγών του 2013, δύο θέσεις πάνω από τον νέο «ομόσταυλό» του, Νίκο Ρόσμπεργκ.

Το 2014 τα πράγματα έγιναν ακόμη καλύτερα για τον Χάμιλτον, ο οποίος, «οπλισμένος» με την εξαιρετική W05 Hybrid, «απέκρουσε» την απειλή του Ρόσμπεργκ και αρκετές στιγμές δυσκολίας και πανηγύρισε 11 νίκες, με αποτέλεσμα να κατακτήσει τον δεύτερο παγκόσμιο τίτλο του στους οδηγούς. Συνέχισε με την ίδια... ορμή στο 2015, σημείωσε 10 νίκες και έγινε τρις παγκόσμιος πρωταθλητής και ο πρώτος Βρετανός που εξασφαλίζει διαδοχικούς τίτλους.

Το... τρένο του Χάμιλτον σταμάτησε τελικά το 2016. Μολονότι ανέτρεψε ντεζαβαντάζ 43 βαθμών, το οποίο δημιουργήθηκε στους πρώτους τέσσερις αγώνες, και πίεσε μέχρι το τέλος της σεζόν τον Ρόσμπεργκ στη «μάχη» για τον τίτλο, έχασε το πρωτάθλημα στο τελευταίο γκραν πρι της χρονιάς στο Αμπού Ντάμπι. Στην διάρκεια της σεζόν σημείωσε 10 νίκες έναντι εννέα του «ομοσταύλου» του, αλλά «πλήρωσε» τις κακές εκκινήσεις του και περιστασιακά θέματα αξιοπιστίας, με αποτέλεσμα να μείνει πέντε βαθμούς πίσω από τον Γερμανό.

Το 2017 ήταν άλλη μια επιτυχημένη χρονιά για τον Χάμιλτον, ο οποίος στέφθηκε για τέταρτη φορά παγκόσμιος πρωταθλητής οδηγών στην καριέρα του. Έχοντας νέο «ομόσταυλο» τον Βάλτερι Μπότας, καθώς ο Ρόσμπεργκ ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση λίγες ημέρες μετά την κατάκτηση του τίτλου του, ο Βρετανός πανηγύρισε στην διάρκεια της σεζόν εννέα νίκες και 11 pole position, την ώρα που ο -δεύτερος στη βαθμολογία των οδηγών- Σεμπάστιαν Φέτελ τελείωσε τη χρονιά με 5 νίκες και τέσσερις pole position.