Quantcast

Ο νέος φόβος

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ υπήρξαν στυλοβάτες της νεοφιλελεύθερης οικονομικής τάξης πραγμάτων που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη τα τελευταία είκοσι χρόνια. Παρά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το πολιτικό κεφάλαιό τους αρχικά δεν εξανεμίστηκε. Η πλασματική οικονομική ευφορία που προηγήθηκε πιστώνεται σε αυτούς. Οι Χριστιανοδημοκράτες, επειδή η συνεργασία μαζί τους εξασφάλιζε στις κεφαλαιαγορές τον έλεγχο του πολιτικού πεδίου, τους κράτησαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της Σοσιαλδημοκρατίας σιγά-σιγά αντελήφθησαν ότι πλέον δεν χωρίζουν πολλά τα δυο κόμματα και άρχισαν να τους εγκαταλείπουν. Ετσι, μετά τις πρόσφατες γερμανικές εκλογές, στις οποίες οι Σοσιαλδημοκράτες καταποντίστηκαν, η Μέρκελ βρέθηκε εκ των πραγμάτων να υποχρεούται να σχηματίσει κυβέρνηση με «άλλους». Αποφάσισε σκόπιμα να μη συμφωνήσει μαζί τους σε ένα κοινό σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας της, για να μπορέσει εκ νέου να αποταθεί στους Σοσιαλδημοκράτες για συνεργασία που θα εξασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία και οι δυο αυτοί σχηματισμοί εξυπηρετούν. Γι’ αυτό και στη Γερμανία δεν θα πάνε πάλι σε εκλογές. Αποστάσεις υπάρχουν μόνο στα λόγια μεταξύ Μέρκελ και Σουλτς. Ο,τι κι αν δηλώνουν προς τους ψηφοφόρους τους, υπηρετούν από κοινού και προ πολλού τη χρηματιστηριακή οικονομία και αυτός ο κοινός σκοπός τούς φέρνει κοντά. Τι και αν αποτελεί τούτο παράπλευρη ζημιά για τη δημοκρατία, δηλαδή άλλους να ψηφίζουν οι πολίτες, που κατά μεγάλο μέρος αποδοκίμασαν τους Σοσιαλδημοκράτες κι όμως αυτοί εντέλει να γίνουν «ρυθμιστές» της πολιτικής που θα εφαρμοστεί προσεχώς στη χώρα τους! Αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κάτι τέτοια είναι λεπτομέρειες.
Η διάβρωση των αξιών που συντηρούν τη δημοκρατία, δυστυχώς, είναι ο κανόνας. Ο Σουλτς θα κάνει για λίγο ακόμα τον δύσκολο στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη Μέρκελ, αλλά στο τέλος θα ενδώσει. Η απορρύθμιση της πολιτικής στη Γερμανία μέσω ενός «νέου φόβου» ότι αν δεν συνεργαστούν Μέρκελ - Σουλτς, θα υπάρξει δήθεν αστάθεια, θα συνεχιστεί. Γιατί ο πραγματικός στόχος είναι κι εκεί να προκληθεί απογοήτευση στους ψηφοφόρους ότι η κατάσταση δεν αλλάζει ό,τι και αν οι πολίτες καταψηφίσουν.