Quantcast

Σπάνιες εικόνες ενός «πρίγκιπα της γενιάς του»

Για τον Βασίλη Φωτόπουλο η ζωγραφική ήταν τρόπος ζωής, όπου επέστρεφε ύστερα από οποιοδήποτε άλλο του επιτήδευμα.
«Ο Βασίλης Φωτόπουλος υπήρξε ένας πρίγκιπας για τη γενιά του.

Μπορούσε να είναι την ίδια στιγμή ασκητικός και πολυτελής, εγκόσμιος αλλά και πέραν του κόσμου, θεόθεν αλήτης, δηλαδή πλάνης και ανέστιος, όπως συγχρόνως αριστοκράτης και λάτρης της ζωής στην πιο υψηλή της σημασία.

Την πιο υψηλή της εκδοχή. Αλλοτε βυζαντινός και άλλοτε σύγχρονος κοσμοπολίτης, ήξερε επίσης να βιώνει λάθα επειδή κατά βάθος διέθετε απόλυτη επίγνωση της αξίας του».

Με αφορμή την έκθεση «Τρόμος και έκσταση», που εγκαινιάζεται στις 2 Μαΐου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο επιμελητής της έκθεσης Μάνος Στεφανίδης, επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλά για τον Βασίλη Φωτόπουλο (1934-2007).

Η έκθεση

Σαράντα πίνακες του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη, του σημαντικότατου ζωγράφου και διάσημου (τιμημένου με Οσκαρ) σκηνογράφου θα φιλοξενηθούν στο φουαγιέ του θεάτρου, για να μας θυμίσουν την «ανθρωποκεντρική ζωγραφική που είχε στο επίκεντρό της τα απαραίτητα λύτρα της θέωσης: το τραύμα, την οδύνη, το δράμα της ύπαρξης, τη χοϊκή φλόγα».

Για τον Β. Φωτόπουλο η ζωγραφική ήταν τρόπος ζωής, μία αστείρευτη αγκαλιά εικόνων όπου επέστρεφε ύστερα από οποιοδήποτε άλλο του επιτήδευμα. Και το σινεμά και το θέατρο δεν ήταν παρά εφαρμογές των ζωγραφικών του εμμονών, καθώς συχνά αξιοποιούσε στα σκηνικά του ζωγραφικές λύσεις.

Σε όλη την πορεία του δεν έχασε την επαφή με τη ζωγραφική και αντιμετώπιζε τα σκηνικά ως τρισδιάστατο ζωγραφικό έργο. Ωστόσο, από το 1980 και μετά, αφοσιώθηκε περισσότερο στον χρωστήρα, για χάρη του οποίου περιηγήθηκε σε αρκετά μοναστήρια.

«...Το θέατρο μου φαινόταν αλλιώτικο. Επαψε να με γεμίζει. Το γύρω με πίεζε. Προβληματιζόμουνα και προβληματίζομαι. Ηθελα να κάνω κάτι. Η ζωγραφική παραμόνευε. Η γραφή της ίσως με βοήθαγε να εκφραστώ. Δεν μ' ένοιαζε η τεχνική. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα, ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω πώς νιώθω τούτη την ώρα, την άσκημη ώρα».

Αυτό γράφει ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε κείμενό του τον Νοέμβριο του 1991, για τον κατάλογο της έκθεσης έργων του στο Μουσείο του Ιωνα Βορρέ στην Παιανία.

Η ζωγραφική ως τρόπος ζωής

Το ζωγραφικό έργο του Β. Φωτόπουλου χαρακτηρίζεται ανθρωποκεντρικό. Αποτυπώνει ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις θεατρικών ρόλων μέσα από τις μορφολογικές και χρωματικές επιλογές του.

«Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται το ένα μετά το άλλο, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις είναι ακατοίκητες, από τα πεντέμισι δισεκατομμύρια ανθρώπους μόνο τα τετρακόσια έχουν φαΐ. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα και οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι, δεν τολμούν να χαρούν ούτε την ερωτική σμίξη. Επιλέγουν στον ίλιγγο της ταχύτητας, τα ναρκωτικά, τη βία ή την αυτοκτονία, τη λύση, ενώ τους περιτριγυρίζουν ράκη από ξεσκισμένες σημαίες μιας παρανοϊκής γενιάς, της δικής μου γενιάς. Αυτές οι γυμνές, απροστάτευτες φιγούρες, που δεν χωράνε στο πλαίσιό τους και κοιτάνε απορημένες το μέγεθος της ανοησίας μας, είναι η δική μου κατάθεση τύψης απέναντί τους. Ζωγραφική σοφή και ωραία, για να καλύψετε το κενό πάνω από τον καναπέ σας, έχετε».

Η Επίδαυρος

Γεννημένος το 1934 στην Καλαμάτα, ύστερα από τη δολοφονία του πατέρα του στον Εμφύλιο, ο Βασίλης Φωτόπουλος ήρθε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και τον αδελφό του Διονύση.

Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει νωρίτερα με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο, ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.

Το 1958 ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και τον σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά».

Ηταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε, όμως, στο σταθερό αυτό πόστον αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και στο θέατρο.

Με τον Μιχάλη Κακογιάννη

Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Ομορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν.

Ομως ο σκηνοθέτης παρέλειψε το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Οταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...».
 
Ετσι το Οσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά η δικαίωση και η διεθνής καταξίωση ήρθε με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη.

Ο Φωτόπουλος, μόλις στα 30 του χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά. Από το 1964 έως και τη χούντα μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ με μεγάλες συνεργασίες.

Στη μεταπολίτευση άφησε την αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.

Η ταινία «You 're a Big Boy Now» του Κόπολα

Εργα του Β. Φωτόπουλου υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές, με κυριότερη εκείνη της Ελένης Μαρτίνου, από την οποία και αντλείται το υλικό για την παρούσα έκθεση. Η έκθεση, αυτόν τον καιρό, παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος».

«Τα ζωγραφικά έργα του Β. Φωτόπουλου, απαλλαγμένα σχεδόν πάντα από την ωραιοποίηση, είναι ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα, στην εποχή της οικονομικής αιχμαλωσίας, την οποία βιώνουμε ως άτομα και ως λαός», υπογραμμίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης Παναγιώτης Λαμπρινίδης.

«Ελπίζω το προσωπικό βλέμμα του Βασίλη Φωτόπουλου να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για όλους μας», καταλήγει.

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ