Quantcast

Σκέψεις για το Φεστιβάλ Δράμας

Η καρδιά του ελληνικού σινεμά χτυπάει και στη Δράμα. Δυνατά. Ήμασταν εκεί και την ακούσαμε.

Της Μαρίνας Τσικλητήρα

Συχνά, η αναφορά των ΜΜΕ στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας συνοδεύεται από τις κλασσικές, στερεότυπες ρήσεις περί μεγέθους: μικρό αλλά θαυματουργό, σημασία δεν έχει η ποσότητα αλλά η ποιότητα, και λοιπά και λοιπά. Πλέον, βέβαια, δεν χωρά αμφιβολλία ότι τα παραπάνω δεν γράφονται μόνο από σεβασμό για τα χρόνια που μετράει το Εθνικό τμήμα του (37, ενώ το Διεθνές έκλεισε φέτος τα 20).

Ούτε χάριν ευγενείας προς τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή Αντώνη Παπαδόπουλο, τους συμμετέχοντες δημιουργούς και τους συγκινητικά εξυπηρετικούς συνεργάτες και εργαζόμενους της διοργάνωσης. Ούτε, προς Θεού, για να «βοηθήσουν» στην εύρεση εύπεπτου τίτλου. Γράφονται επειδή αντανακλούν μια πραγματικότητα.

Μια «Προσευχή»

Το Φεστιβάλ δεν διαρκεί πολύ-ένα εξαήμερο, όλο κι όλο. Κατά κανόνα, δεν το επισκέπτονται ηχηρά ονόματα από τον κόσμο του σινεμά . Δεν έχει πορφυρά χαλιά, δεξιώσεις και αγχωμένους παπαράτσι. Του λείπει η περίφημη «λάμψη» που λειτουργεί ως τελάλης για το ευρύ κοινό . Του λείπουν ακόμα και οι χώροι, αφού η κεντρική του αίθουσα, «Ολύμπια» δεν είναι καν επαρκής για το πολυπληθές, ζωηρό κοινό του (το Ωδείο, που προσφέρεται για πιο άνετη θέαση, δεν προτιμάται από τους κινηματογραφόφιλους , οι οποίοι ψηφίζουν το παρεϊστικο πάθος του «Ολύμπια» κι ας είναι και όρθιοι).

Ίσως , όμως, το Φεστιβάλ Δράμας να είναι σημαντικότερο από ποτέ - επειδή το σύγχρονο ελληνικό σινεμά είναι σημαντικό. Και είναι σημαντικό όχι επειδή εμείς οι Έλληνες μεταξύ μας λέμε ότι είναι, αλλά επειδή έχει αποκτήσει θέση, στίγμα και ταυτότητα διεθνώς. Έχει φωνή που ακούγεται παντού-φωνές, για την ακρίβεια. Οι εποχές που «εκεί έξω» θυμούνταν με νοσταλγία τη Μελίνα και γνώριζαν-όχι αποκλειστικώς αλλά κυρίως- τον αείμνηστο Θεόδωρο Αγγελόπουλο έχουν περάσει.

Το σινεμά μας σήμερα ενδιαφέρει. Είναι ορατό από κάθε σημείο του κινηματογραφικού πλανήτη- ορατό, πολυταξιδεμένο και πολλάκις βραβευμένο, εξ ου και αποτελεί σταθερή πηγή χαράς και απολύτως δικαιολογημένης υπερηφάνειας για όλους μας-ακόμα και για εκείνους που διστάζουν να το παρακολουθήσουν.

Χωρίς να θέλουμε να παραβλέψουμε τα πολλά διαμαντάκια που φιλοξενεί το Διεθνές του τμήμα (απολύτως απαραίτητο, άλλωστε, σε μια διοργάνωση που κρατά το βλέμμα στραμμένο στο παγκόσμιο κινηματογραφικό σύμπαν) η κυρίαρχη αξία του Φεστιβάλ Δράμας , αυτή τη στιγμή, αφορά το ελληνικό του πρόγραμμα: ταινίες που καθρεφτίζουν την κοινωνία, την πολιτική κατάσταση και την ανθρώπινή ψυχή, ταινίες-ποιήματα με συμπυκνωμένο και άμεσο το όποιο μήνυμά τους, χώρια που, σε πολλές περιπτώσεις, η μικρού μήκους αποτελεί πρόγευση της μελλοντικής μεγάλου μήκους του δημιουργού της. Κι αν κρίνουμε από τα «μικρά» που είδαμε, έχουμε πολλούς λόγους να χαμογελάμε.
 
Κάτι που γνωρίζει η Υφυπουργός Πολιτισμού Άντζελα Γκερέκου, η οποία όχι μόνο παραβρέθηκε στην τελετή λήξης της διοργάνωσης, αλλά στήριξε και τον βραβευμένο σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Σαμαρά στην αντιπαράθεσή του με τον Γιάννη Γλέζο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, δικαιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης , παρότι ο ίδιος επιχορηγήθηκε για την ταινία του από το ΕΚΚ (όπως τόνισε ο κ. Γλέζος), μίλησε για εχθρική στάση του κράτους προς το σινεμά.

Δεν χρειάζεται καν να επεκταθούμε στο ότι η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει με όποιο μέσο μπορεί τους Έλληνες κινηματογραφικούς δημιουργούς, όποιου μεγέθους ταινίες και να κάνουν. Η απαίτηση είναι αυτονόητη και τα πολλά λόγια παντελώς περιττά. Και μόνο οι ίδιες οι ταινίες που προβλήθηκαν στη Δράμα (στη μεγάλη πλειοψηφία τους ανεξάρτητες παραγωγές) είναι λόγος αρκετός για πράξεις ουσιαστικής κρατικής υποστήριξης.

Ραντεβού στο «Τριανόν»

Σημειώνουμε ενδεικτικά: την «Προσευχή» του Θανάση Νεοφώτιστου (Χρυσός Διόνυσος), που απεικόνισε εύστοχα την αγωνία ενός εφήβου για τους νταήδες του σχολείου του και για την αποκάλυψη της ίδιας του της ταυτότητας. Τις αισθητικά άψογες «Τρεις Αυγουλιέρες Παραλίγο Τέσσερις» του Κ. Σαμαρά (Αργυρός Διόνυσος), ένα παράξενο, σαρκαστικό ερωτικό πάρε-δώσε με επίκεντρο μια απρόσμενη συλλογή. Τη «γεμάτη υγρασία», ρομαντική ταινία εποχής «Sailor» του Γαβριήλ Τζάφκα, ένα μίνι έργο τέχνης εμπνευσμένο από την ποίηση του Καβαδία (ταινία που δυστυχώς αγνοήθηκε εντελώς από τα βραβεία, προφανώς επειδή είχε δανέζικη υποστήριξη, απόφαση-φάουλ και κατάφωρη αδικία για έναν σκηνοθέτη πανέτοιμο για το μεγάλο βήμα).

Το ευφυές, γεμάτο σασπένς «The Immortalizer» σε σκηνοθεσία του Μάριου Πιπερίδη (Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Τη συγκινητική «Βόλτα» της Στέλλας Κυριακοπούλου, που χάρισε στη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τον υπόγειο σπαραγμό με τον οποίο υποδύθηκε μια μητέρα στον τελευταίο περίπατο με την κόρη της.

Το εκπληκτικό, τρομακτικό, αλληγορικό animation «Δείπνο για λίγους» του εργαζόμενου στην περίφημη χολιγουντιανή Dreamworks Νάσου Βακάλη (Ειδικό Βραβείο). Το «Maasai» του Χάρη Λαγκούση, ένα δυνατό δράμα που ξετυλίγει τη γεμάτη ένταση σχέση δυο αδελφών έξω από το χειρουργείο ενός νοσοκομείου (Ειδικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη), με ατού , μεταξύ άλλων, έναν Νίκο Γεωργάκη που κυριολεκτικά τσακίζει κόκαλα με την ερμηνεία του. Το «Spectrum» του Δημήτρη Γκότση, που παρακολουθεί τους ήρωές του να οδηγούνται από τη μία λανθασμένη επιλογή στην επόμενη, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του ντόμινο, λόγω συμπτώσεων αλλά, κυρίως, εξαιτίας της ψυχολογικής ασφυξίας που προκαλεί η κρίση.

Το «δραμινό» ραντεβού των μικρομηκάδων με το κοινό τους ανανεώνεται για του χρόνου. Στο μεσοδιάστημα, μπορείτε να τους συναντήσετε, μέσα από το έργο τους, 22 με 29 Οκτωβρίου στο «Τριανόν», όπου θα προβληθεί ολόκληρο το ελληνικό πρόγραμμα -μαζί με τις βραβευμένες ταινίες του Διεθνούς.