Quantcast

Κίνδυνος διαβήτη για τους άντρες που κοιμούνται πάρα πολύ ή πολύ λίγο

Ο υπερβολικά πολύς και ο λιγοστός ύπνος μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως διαβήτη στους άνδρες αλλά όχι στις γυναίκες, σύμφωνα με μία νέα ευρωπαϊκή μελέτη.

Ο υπερβολικά πολύς και ο λιγοστός ύπνος μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως διαβήτη στους άνδρες αλλά όχι στις γυναίκες, σύμφωνα με μία νέα ευρωπαϊκή μελέτη.

Διεθνής ομάδα επιστημόνων ανέλυσε στοιχεία από σχεδόν 800 εθελοντές, ηλικίας 36 έως 52 ετών, από 14 ευρωπαϊκές χώρες, η διάρκεια ύπνου των οποίων κυμαινόταν από 6,8 ώρες έως 8,8 ώρες κάθε βράδυ.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, σε σύγκριση με τους άνδρες που κοιμόντουσαν κατά μέσον όρο 7,3 ώρες κάθε βράδυ, όσοι κοιμόντουσαν λιγότερο ή περισσότερο διέτρεχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να πάσχουν από διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη και να έχουν οριακά υψηλά επίπεδα σακχάρου δηλαδή να είναι προδιαβητικοί.

Οι διαφορές αυτές υποδηλώνουν ότι είχαν αυξημένες πιθανότητες να εκδηλώσουν στο μέλλον διαβήτη.

Αντιθέτως, οι γυναίκες που κοιμόντουσαν περισσότερο ή λιγότερο από τις 7,3 ώρες κάθε βράδυ, είχαν μεγαλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη και βελτιωμένη λειτουργικότητα των βήτα-κυττάρων του παγκρέατος τα οποία παράγουν ινσουλίνη, επομένως η έλλειψη ύπνου δεν αύξανε σε αυτές τον κίνδυνο διαβήτη.

«Ακόμα και όταν είμαστε υγιείς, ο υπερβολικός και ο ελλιπής ύπνος μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες στην υγεία», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Φέμκε Ρούτερς, από το Ιατρικό Κέντρο του Ελεύθερου Πανεπιστημίου (VUmc) του Άμστερνταμ.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι ο ύπνος επηρεάζει σημαντικά τον μεταβολισμό της γλυκόζης και, ιδίως στους άνδρες, η επιρροή αυτή είναι αρνητική όταν η διάρκειά του δεν είναι επαρκής ή είναι πολύ μεγάλη».

Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που καταδεικνύει διαφορετικές συνέπειες της έλλειψης ή της υπερεπάρκειας ύπνου στα δύο φύλα.

Στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, η μέση διάρκεια ύπνου των ενηλίκων έχει μειωθεί κατά 1,5 έως 2 ώρες κάθε βράδυ, ενώ η συχνότητα του διαβήτη έχει διπλασιαστεί, πρόσθεσε η δρ Ρούτερς.

Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού».

ΠΗΓΗ: tanea.gr