Quantcast

Στουρνάρας: Στρατηγικός κακοπληρωτής μία στις έξι επιχειρήσεις

Η μία στις έξι επιχειρήσεις με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, σύμφωνα με μία συντηρητική εκτίμηση που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων, δήλωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Η μία στις έξι επιχειρήσεις με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, σύμφωνα με μία συντηρητική εκτίμηση που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων, δήλωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.

Μιλώντας σε εκδήλωση της Τράπεζας Πειραιώς, ο Διοικητής πρόσθεσε πως υπάρχουν ενδείξεις ότι «η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά».

Ο κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε ότι έχουν ληφθεί πολλές πρωτοβουλίες από την ΤτΕ και την Πολιτεία για την αποτελεσματική μείωση του μεγάλου προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών, οι οποίες «θα ενισχυθούν σημαντικά με την υλοποίηση δράσεων πολιτικής που έχουν ήδη δρομολογηθεί». Όσον αφορά τις εκκρεμότητες που απομένουν, ο Διοικητής σημείωσε ότι «σημαντικό ζήτημα είναι η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των ΜΕΔ, ενώ θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή η ηλεκτρονική πλατφόρμα πλειστηριασμών».

Η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας και έχω την ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες σκέψεις μου για τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και το ρόλο της επιχειρηματικότητας και των πολιτικών επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι σήμερα σημαντικά βελτιωμένες σε σχέση με επτά χρόνια πριν, καθώς έχει επιτευχθεί αξιόλογη αναδιάρθρωση και προσαρμογή της οικονομίας, παρά τις όποιες αστοχίες και καθυστερήσεις.

Η βελτίωση των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών δημιουργεί σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η επιχειρηματικότητα μπορεί να μετατρέψει αυτές τις νέες ευκαιρίες σε πραγματική οικονομική ανάκαμψη, νέες θέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία. Οι τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο παρέχοντας χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις, ώστε να καταστεί δυνατή αυτή η μετατροπή.

Οι ελληνικές τράπεζες μέχρι στιγμής δεν είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πιστώσεις στις επιχειρήσεις, καθώς είναι επιβαρυμένες με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον με μια σειρά πρωτοβουλιών που έχουν δρομολογηθεί. Η επίλυση των ΜΕΔ μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη καθώς θα καταστήσει δυνατή μια παραγωγικότερη ανακατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας από μη βιώσιμες σε βιώσιμες επιχειρήσεις και τομείς.

Από την αρχή της κρίσης, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εξαλείφοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα. Μεταξύ 2009 και 2016, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκε κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, προσαρμοσμένο ως προς την επίδραση του οικονομικού κύκλου, βελτιώθηκε κατά περίπου 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ. Αυτό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές που έχουν επιτευχθεί ποτέ, είναι δε διπλάσια από αυτήν που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη που εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ.

Όσον αφορά την προσαρμογή του εξωτερικού τομέα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επίσης βελτιώθηκε σημαντικά, κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2008, και τα δύο τελευταία χρόνια είναι ουσιαστικά ισοσκελισμένο. Η ανταγωνιστικότητα αποκαταστάθηκε, αντανακλώντας την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 30% το 2016, με κινητήρια δύναμη τις εξαγωγές αγαθών. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδος έχουν αυξηθεί σε πραγματικούς όρους κατά 43% σε σχέση με το 2009, έναντι 42% για τη ζώνη του ευρώ και 47% για τη Γερμανία, που είναι η ατμομηχανή των εξαγωγών της Ευρώπης.

Αυτή η αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου έχει ιδιαίτερη σημασία για τις προοπτικές της επιχειρηματικότητας. Ενδεικτικά αυτής της διαδικασίας είναι ορισμένα στοιχεία. Από το 2010 έως το 2015, οι σχετικές τιμές του τομέα των εμπορεύσιμων έναντι των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκαν κατά 10% περίπου. Ενώ και οι δύο τομείς δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από την ύφεση, ο τομέας των εμπορεύσιμων είχε καλύτερες επιδόσεις από αυτόν των μη εμπορεύσιμων, καθώς οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις αύξησαν τις εξαγωγές τους, εκμεταλλευόμενες τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ως αποτέλεσμα, το σχετικό μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, μετρούμενο σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, αυξήθηκε κατά 12% περίπου σε όρους όγκου παραγωγής και κατά σχεδόν 24% σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 8%.

Αυτά τα στοιχεία θα βελτιωθούν περαιτέρω αν οι ήδη εφαρμοσθείσες μεταρρυθμίσεις ενισχυθούν σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Βάσει εκτιμήσεων του ΟΟΣΑ, η πλήρης εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν ήδη υλοποιηθεί όσο και αυτών που πρόκειται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος, αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 13% την επόμενη δεκαετία. Και μάλιστα σε αυτό το ποσοστό δεν περιλαμβάνεται η περαιτέρω θετική επίδραση των μεταρρυθμίσεων που δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν, όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας και η επίλυση των ΜΕΔ. Σύμφωνα με μελέτη στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδος, παρόμοια είναι η εκτίμηση για την επίδραση των μεταρρυθμίσεων, που θα έχει ως κύριο αποτέλεσμα την εντονότερη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών.

Για την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων προοπτικών των εξωστρεφών επιχειρήσεων χρειάζεται περαιτέρω άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο, συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και σύσφιγξη των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που διαθέτουν τεχνολογία αιχμής. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να ξεπεραστούν οι εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν πτυχές όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Επίσης θα συμβάλει θετικά η βελτίωση των όρων και συνθηκών χρηματοδότησης.

Όμως, οι προοπτικές για τις επιχειρήσεις συνδέονται στενά και με την πορεία των διαδοχικών αξιολογήσεων του προγράμματος. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δημιουργήθηκε δυναμική που επέδρασε θετικά στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Υπήρξε βελτίωση σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης και η ιδιωτική κατανάλωση. Οι τραπεζικές καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν και η έκτακτη ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα (ELA) μειώθηκε. Αυτές οι εξελίξεις έδειχναν τότε ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018.

Η προοπτική αυτή παραμένει κατ’ αρχήν εφικτή παρά την επιδείνωση της εμπιστοσύνης και την υποχώρηση των βραχυχρόνιων δεικτών τους τελευταίους μήνες, οι οποίες συνδέονται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Προς το παρόν, η καθυστέρηση αυτή έχει εξασθενήσει τη θετική δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς εντούτοις να την αναστρέψει. Όμως, ενδεχόμενη άλλη καθυστέρηση μπορεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της οικονομίας, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο όλους τους στόχους, αναπτυξιακούς, δημοσιονομικούς, χρηματοπιστωτικούς.

Η επιχειρηματικότητα όμως δεν χρειάζεται μόνο εμπιστοσύνη. Απαιτείται και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων, στη μείωση των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις και στη διευκόλυνση του ανταγωνισμού, στο άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά και των δικτύων, στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, στην αναβάθμιση και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και, βεβαίως, στη μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στη συγκράτηση και την αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που θα δημιουργήσει κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, συμβάλλοντας στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος.

Οι θεσμοί, με τη σειρά τους, θα πρέπει να επιδείξουν μεγαλύτερη ευελιξία στο θέμα των δημοσιονομικών στόχων και της ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε 2% του ΑΕΠ (αντί 3,5% που είναι σήμερα) μετά το 2020, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, εφόσον αυτό συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης. Αυτή η χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, με θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.

Τέλος, υπάρχει το θέμα ποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πρέπει να ληφθούν. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν στη σύνοδο του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα θετικό βήμα και αναμένεται να μειώσουν το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060.

Όμως, για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους, χρειάζονται και πρόσθετα, μεσοπρόθεσμα μέτρα. Όταν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι πάνω από 100%, μέτρα που μειώνουν τις δαπάνες για τόκους μπορούν να βελτιώσουν το λόγο ταχύτερα από ό,τι η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για παράδειγμα, με λόγο χρέους προς ΑΕΠ 180%, μια μείωση του μέσου επιτοκίου του χρέους κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα. Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα (υποθέτοντας ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι 0, κάτι που, όπως γνωρίζουμε, δεν ισχύει).

Βέβαια, η επιβάρυνση λόγω τόκων μέχρι το 2021 δεν είναι μεγάλη, αλλά στη συνέχεια αυξάνεται σημαντικά εξαιτίας της μετάθεσης των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF και εξαιτίας των τόκων του νέου χρέους που θα συναφθεί μέσω ομολογιακών εκδόσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος διεξήγαγε ανάλυση που εξετάζει τη διαχρονική επίδραση της εξομάλυνσης των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF. H προσομοίωση αυτή δείχνει ότι, αν επιμηκυνθεί η μεσοσταθμική διάρκεια των πληρωμών τόκων για τα δάνεια του EFSF κατά 8,5 χρόνια και ταυτόχρονα μειωθούν τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του ΑΕΠ μετά το 2020, εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους.

Η ανάλυση αυτή είναι ενδεικτική του ότι ακόμα και μια ήπια ελάφρυνση του χρέους μπορεί να έχει σημαντικές επιδράσεις στο προφίλ του χρέους, χωρίς κόστος για τους πιστωτές. Βέβαια, αν η εξομάλυνση των πληρωμών τόκων συνοδευθεί από υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, το προφίλ του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι ακόμα πιο ευνοϊκά. Εναλλακτικά, αν πραγματοποιηθεί η εξομάλυνση των επιτοκίων και το κόστος επιμεριστεί εξίσου μεταξύ Ελλάδος και ESM, και σ’ αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι ευνοϊκότερα.

Όσον αφορά το ρόλο του τραπεζικού τομέα στην παροχή των αναγκαίων πιστώσεων για τη χρηματοδότηση δυναμικών επιχειρήσεων, το ζήτημα των ΜΕΔ εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση. Το απόθεμα των ΜΕΔ έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι εκτεταμένη. Αναμφίβολα, μία από τις κύριες αιτίες της έντονης αύξησης των ΜΕΔ ήταν η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση και οι επιπτώσεις της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Όμως, διαδραμάτισαν ρόλο και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με διαρθρωτικής φύσεως εμπόδια: η αναποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, η υπερβολική προστασία των δανειοληπτών, η προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου και των ταμείων συντάξεων έναντι άλλων κατηγοριών πιστωτών στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η δυσμενής φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων, η έλλειψη πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η ανυπαρξία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ.

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα. Ως πρώτο βήμα, η Τράπεζα της Ελλάδος διεξήγαγε αξιολόγηση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού (Troubled Assets Review – TAR) για να διαπιστώσει τη λειτουργική ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των πρακτικών που έχουν καθιερώσει οι τράπεζες προκειμένου να προχωρήσουν σε μια ευρείας κλίμακας εξυγίανση των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού. Κατόπιν αυτής της αξιολόγησης, η Τράπεζα ενίσχυσε το σχετικό εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο. Εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες οφείλουν να διαθέτουν επαρκή δομή διακυβέρνησης και ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εισήγαγε τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος οριοθετεί τις σχέσεις των πιστωτικών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τους δανειολήπτες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην αποπληρωμή των δανείων τους.

Πρόσφατα, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με την Τραπεζική Εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο επιχειρησιακών στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίοι συνοδεύονται από βασικούς δείκτες απόδοσης. Οι επιχειρησιακοί στόχοι και οι βασικοί δείκτες απόδοσης που έχουν επιλεγεί συνιστούν τόσο στόχους αποτελεσμάτων όσο και στόχους δράσεων, και παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού των τραπεζών, τις ενέργειες των διοικήσεων για τη μείωση των ΜΕΔ και την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ενεργειών. Οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει στη θέσπιση φιλόδοξων αλλά ρεαλιστικών στόχων, οι οποίοι υποβλήθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 με χρονικό ορίζοντα τριών ετών. Επιδίωξη είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά περίπου 40 δισεκ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019. Κατά τη στοχοθεσία ελήφθησαν υπόψη τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου, της οργάνωσης και της ικανότητας κάθε τράπεζας. Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν αναπτύξει εξειδικευμένα υποδείγματα για να υποστηρίξουν την προσαρμογή των επιχειρησιακών στόχων, λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από μακροοικονομικές παραδοχές.

Οι βασικοί δείκτες απόδοσης παρακολουθούνται σε τριμηνιαία βάση, μέσω ενός αναβαθμισμένου πλαισίου εποπτικής πληροφόρησης, και η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να ενισχύσει τη διαφάνεια και την πειθαρχία στην αγορά, έχει δεσμευθεί να δημοσιεύει σχετική έκθεση προόδου ανά τρίμηνο. Με βάση την πρώτη έκθεση που έχει ήδη δημοσιευθεί, η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κρίνεται ικανοποιητική, αν και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από το τέλος του 2018-αρχές του 2019.

Η Πολιτεία, από την πλευρά της, έχει βελτιώσει το κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Τροποποίησε τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κυρίως αναφορικά με την ιεράρχηση των πιστωτών σε περίπτωση πτώχευσης. Έχουν επίσης θεσπιστεί διατάξεις με στόχο την ενίσχυση του δικαστικού συστήματος και την αύξηση της αποτελεσματικότητάς του, αν και η εφαρμογή τους παρουσιάζει κάποια καθυστέρηση. Επιπλέον, η Πολιτεία και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν αναπτύξει ένα πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας (μη τραπεζικών) εταιριών διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων από ΜΕΔ. Ήδη έχουν αδειοδοτηθεί δύο τέτοιες εταιρίες, ενώ άλλες αιτήσεις εξετάζονται.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες θα ενισχυθούν σημαντικά με την υλοποίηση περαιτέρω δράσεων πολιτικής που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Συγκεκριμένα, έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την αναθεώρηση της εξωδικαστικής διευθέτησης οφειλών, προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ τραπεζών και άλλων πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Σημαντική έμφαση θα δοθεί στην τυποποίηση των διαδικασιών για τους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής ρύθμιση των χρεών. Επιπλέον, η αναθεώρηση του πτωχευτικού δικαίου αναμένεται να εξορθολογίσει τις διαδικασίες, επιτρέποντας τη συμμετοχή των πιστωτών στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων με αρνητική καθαρή θέση, ενώ η φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων βρίσκεται στα τελικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Όσον αφορά τις εναπομένουσες εκκρεμότητες, σημαντικό ζήτημα είναι η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ θα πρέπει να μπει σε εφαρμογή η ηλεκτρονική πλατφόρμα πλειστηριασμών. Επιπρόσθετα, η ίδρυση κέντρων ενημέρωσης και υποστήριξης δανειοληπτών (ΚΕΥΔ) σε όλη τη χώρα, που θα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στους πολίτες, θα συμβάλει στην καλύτερη δυνατή διαχείριση των δανείων τους.

Η πλήρης υλοποίηση των παραπάνω μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των ΜΕΔ εκ μέρους των τραπεζών, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα τόσο από μικροπροληπτική όσο και από μακροπροληπτική σκοπιά. Αναμένεται να βελτιώσει την οικονομική ευρωστία των τραπεζών, απελευθερώνοντας πόρους που είναι δυνατόν να διοχετευθούν προς τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. Τέλος, θα αποδυναμώσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι μέχρι τώρα επωφελούνται από το γεγονός ότι η εσκεμμένη αθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων δεν επιφέρει άμεσες κυρώσεις. Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, που βασίζεται σε δείγμα 13.000 επιχειρήσεων με δάνεια ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο μία στις έξι επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι η αναλογία είναι σημαντικά μεγαλύτερη για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Όσον αφορά τις μακροοικονομικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία έχει διαπιστώσει έντονη και αμφίδρομη συσχέτιση μεταξύ μακροοικονομικών εξελίξεων και ποιότητας του ενεργητικού. Η επαρκώς τεκμηριωμένη αρνητική σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και μη εξυπηρετούμενων δανείων εμπλουτίζεται με πρόσφατες μελέτες που διαπιστώνουν επίσης αρνητικές επιδράσεις ανατροφοδότησης από τον τραπεζικό τομέα προς την οικονομία. Το μέγεθος αυτών των επιδράσεων σχετίζεται με την ικανότητα των τραπεζών να επιτελέσουν λειτουργίες όπως η διοχέτευση αποταμιευτικών πόρων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, η διασπορά των κινδύνων και η μετάδοση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία. Αυτή η ικανότητα έχει διαπιστωθεί ότι σχετίζεται και με χαρακτηριστικά των επιμέρους τραπεζών, όπως η ποιότητα της διοίκησης, το ύψος των κεφαλαίων, η αποδοτικότητα του κόστους και το προφίλ κινδύνου τους.

Ειδικότερα, ένας από τα κύριους διαύλους μέσω των οποίων οι χρηματοπιστωτικές εξελίξεις μπορούν να ασκήσουν επιδράσεις ανατροφοδότησης στα μακροοικονομικά μεγέθη, είναι ο λεγόμενος «δίαυλος του ισολογισμού», δηλ. η ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια στην οικονομία. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει θετικά την προσφορά πιστώσεων, στο βαθμό που αποδεσμεύει κεφάλαια και ρευστότητα των τραπεζών για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κερδοφορία των τραπεζών διότι αυξάνει τα έσοδα από τόκους, περιορίζει την ανάγκη για σχηματισμό προβλέψεων ή για διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων, αλλά και μειώνει το διοικητικό κόστος για την παρακολούθηση και διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, εξαλείφοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τα μελλοντικά έσοδα των τραπεζών, επιτρέπει στις τράπεζες να επωφεληθούν από χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν θετικά την προσφορά δανείων. Επιπλέον, καθώς τα απομειωμένα στοιχεία ενεργητικού σταθμίζονται με υψηλότερο συντελεστή κινδύνου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτρέπει στις τράπεζες να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική πολιτική και να χρηματοδοτήσουν επενδυτικές ευκαιρίες, χωρίς να περιορίζονται από στενότητα κεφαλαίων και χωρίς να περισπάται η προσοχή των διοικήσεών τους από την ανάγκη διαχείρισης ενός μεγάλης κλίμακας χαρτοφυλακίου προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.

Επιπλέον, το χαμηλότερο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώνει την κατανομή πιστώσεων από μη βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή, προς βιώσιμες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, όταν περισσότερα κεφάλαια απορροφώνται από μη βιώσιμες επιχειρήσεις («ζόμπι»), η μέση βιώσιμη επιχείρηση αναλαμβάνει λιγότερες επενδύσεις από ό,τι στη αντίθετη περίπτωση[1. Ως εκ τούτου, η αυξημένη παρουσία μη βιώσιμων επιχειρήσεων στην οικονομία εκτοπίζει την ανάπτυξη πιο παραγωγικών επιχειρήσεων, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της κατανομής των κεφαλαίων και προκαλώντας επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Προσομοιώσεις του ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι η μείωση του κεφαλαίου που απορροφούν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα στο ελάχιστο επίπεδο που επικρατεί στις χώρες του ΟΟΣΑ, συνδέεται με αύξηση των επενδύσεων για μια τυπική βιώσιμη επιχείρηση κατά 4,7% ετησίως. Το ποσοστό αυτό είναι από οικονομική άποψη πολύ σημαντικό. Και είναι ενδεικτικό του πιθανού οφέλους που μπορεί να προκύψει από την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε όρους επιχειρηματικών επενδύσεων, συνολικής παραγωγικότητας και μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Το συμπέρασμα πολιτικής είναι ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την επίλυση των ΜΕΔ με σκοπό τη βελτίωση της ανακατανομής κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία και, μέσω αυτής, την ενίσχυση της παραγωγικότητας.

Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, η οικονομία επηρεάζεται θετικά και από την πλευρά της ζήτησης, μέσα από το λεγόμενο «δίαυλο ισολογισμού των δανειοληπτών». Από τη σκοπιά της υπερχρέωσης, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με δάνεια σε καθυστέρηση μπορεί να έχουν λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν σε νέα έργα, αφού τα τυχόν κέρδη τους θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών δανειακών τους υποχρεώσεων. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού που παρατηρούνται σε χώρες με παρατεταμένα προβλήματα μη εξυπηρετούμενων δανείων, επηρεάζουν αρνητικά τη ζήτηση πιστώσεων. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσφεύγουν σε εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα, κατά μέσο όρο, την αποφυγή επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: βελτιώνει την προθυμία, τα κίνητρα και την ικανότητα των οικονομικών μονάδων να επενδύσουν σε νέα έργα.

Οι πρακτικές συνέπειες των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις ευκαιρίες ανάπτυξης είναι εμφανείς όταν εξετάζουμε στοιχεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τον τραπεζικό δανεισμό προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, τα κράτη-μέλη με υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων καταγράφουν επίσης κάτω του μέσου όρου αύξηση του ΑΕΠ, δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια διαμορφώνουν αντίστοιχα κάτω του μέσου όρου ροπή προς επενδύσεις. Το αντίθετο παρατηρείται για τα κράτη-μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ως εκ τούτου, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι υψίστης σημασίας για τις ευκαιρίες ανάπτυξης μιας χώρας. Οι τράπεζες – επωφελούμενες από τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, της κερδοφορίας και της ρευστότητάς τους – θα είναι περισσότερο σε θέση να μειώσουν το κόστος του πιστωτικού κινδύνου και τα περιθώρια επιτοκίων. Αυτό ισοδυναμεί με μια σημαντικότατη εξέλιξη για την ανταγωνιστικότητα του τομέα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Θα διευκολύνει επίσης τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, αμβλύνοντας έτσι τις επιπτώσεις της μείωσης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Και αυτό θα αποβεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, καθώς η απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος θα επηρεάσουν θετικά τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Εν ολίγοις, θα εισέλθουμε σε έναν ενάρετο κύκλο όπου η βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού θα επηρεάζει θετικά την αύξηση του ΑΕΠ, που με τη σειρά της θα οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.

Ανακεφαλαιώνοντας, η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να κινηθεί προς ένα νέο, εξωστρεφές και βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, με έμφαση στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια έχουν διανοίξει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Για να αποκομιστούν όμως τα οφέλη από αυτές τις ευκαιρίες, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις: Πρώτον, η ολοκλήρωση, χωρίς άλλη καθυστέρηση, της δεύτερης αξιολόγησης. Δεύτερον, η συνεπής και αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος. Και τρίτον, μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση από όλες τις πλευρές όσον αφορά το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής και το βάρος του δημόσιου χρέους. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο, ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική επάνοδο της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα.

ΠΗΓΗ: enikonomia.gr