Quantcast

Κίνα: Ξεχασμένη πρωτεύουσα θέλει να ξαναζήσει την παλιά της δόξα

Πριν από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη Λουογιάνγκ ήταν ήδη μια πολυσύχναστη μητρόπολη -κατά το ήμισυ των 3.000 ετών της ιστορίας της αποτέλεσε την πρωτεύουσα περίπου 13 δυναστειών.
Πριν από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη Λουογιάνγκ ήταν ήδη μια πολυσύχναστη μητρόπολη -κατά το ήμισυ των 3.000 ετών της ιστορίας της αποτέλεσε την πρωτεύουσα περίπου 13 δυναστειών.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ μαζί με έξι άλλες περιοχές, η πόλη αυτή στην επαρχία Χενάν της κεντρικής Κίνας δεν είναι τόσο γνωστή όσο οι αρχαίες Αθήνα και Ρώμη. Η σύγχρονη πόλη μαρτυρά ελάχιστα το ένδοξο παρελθόν της.

Η συχνά ξεχασμένη πρωτεύουσα έχει επισκιαστεί από τη Χσιάν, γνωστή για τον Στρατό από Τερακότα. Η Λουογιάνγκ όμως σχεδιάζει να βγει από τη σκιά και να ανακτήσει την παλιά της δόξα.

Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Ιούνιο με ένα τεράστιο μουσείο που βρίσκεται στον χώρο των ερειπίων από τη δυναστεία Σία (2070-1600 π.Χ.), με σκοπό την εικονική αναδημιουργία σκηνών 3.000 χρόνων πίσω στο παρελθόν.

Το μουσείο θα ονομαστεί «Erlitou Relic Museum» και αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο του 2019. Θα καλύπτει έκταση 140 στρεμμάτων, θα περιλαμβάνει 3D τεχνολογία, οι αρχαίες σκηνές θα αναπαράγονται μέσω εικονικής πραγματικότητας, ενώ οι εργασίες κατασκευής θα στοιχίσουν 630 εκατ. γιουάν (96 εκατομμύρια δολάρια).

Τα ερείπια Erlitou ανακαλύφθηκαν το 1959 και ταυτοποιήθηκαν από τους αρχαιολόγους ως μία από τις πρωτεύουσες κατά τη διάρκεια της Δυναστείας Σία.

Στην περιοχή ανακαλύφθηκαν επίσης το πρώτο σύμπλεγμα παλατιών της Κίνας, το χάλκινο εργαστήριο, καθώς και το οδικό δίκτυο.

Όπως δήλωσε ο Ζάο Χαϊτάο της Κινεζικής Ακαδημίας Αρχαιοτήτων, τα εκθέματα με τα εντυπωσιακά οπτικά εφέ τους θα προσελκύουν την προσοχή των νέων επισκεπτών.

Ως μία από τις «τέσσερις μεγάλες αρχαίες πρωτεύουσες της Κίνας» μαζί με τη Χσιάν, το Πεκίνο και το Ναντζίνγκ, η Λουογιάνγκ φιλοδοξεί να προσελκύσει την τοπική και τη διεθνή αναγνώριση.

Η πόλη έφθασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ (618-907), όταν η μοναδική αυτοκράτειρα της Κίνας, η Γου Ζετιάν, μετέφερε την πρωτεύουσα εκεί από το Τσανγκάν όπως ήταν γνωστό το Χσιάν, κατά τη βασιλεία της (690-705).

Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας αρχιτεκτονικής του Λουογιάνγκ καταστράφηκε από τους ιστορικούς πολέμους και την πρόοδο της σύγχρονης κατασκευής.
Η τοπική κυβέρνηση επενδύει δισεκατομμύρια για να αποκαταστήσει το μεγαλείο αυτής που πιστεύεται ότι ήταν η πολυπληθέστερη πόλη του κόσμου, κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Τανγκ.

Η κυβέρνηση της πόλης διέθεσε περίπου 47 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης στο κέντρο της πόλης, όπου εντοπίστηκαν πολιτιστικά ερείπια στο υπέδαφος, προκειμένου να αποκατασταθεί η αρχιτεκτονική των δυναστειών Σουί (581-618) και Τανγκ.

Το 2015 άνοιξε για το κοινό ένα εθνικό πάρκο πολιτιστικών ερειπίων που χτίστηκε στα αρχαία θεμέλια και περιλαμβάνει ένα πλούσιο ανακατασκευασμένο παλάτι και μία παγόδα. Σε μία γωνιά του πάρκου θα ανακατασκευασθεί ο αυτοκρατορικός κήπος γνωστός ως Τσιουτσουσί.

Η Λουογιάνγκ έχει εκπονήσει ένα μεγάλο σχέδιο για την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής κατά μήκος της γραμμής του αρχαίου άξονα, συμπεριλαμβανομένων των προμαχώνων, των πύργων, των γεφυριών και των 103 οικιστικών συγκροτημάτων όπου κάποτε έζησαν διάσημοι πολιτικοί και ποιητές.

«Θα κατασκευάσουμε το πάρκο βήμα-βήμα καθώς η επένδυση είναι τεράστια» λέει ο Ζάο και προσθέτει ότι ο πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ τους είπε να είναι υπερήφανοι για τον πολιτισμό τους και ότι οι άνθρωποι χρειάζονται κάτι απτό για να πετύχουν τη συναίνεση.

Η αναδημιουργημένη αρχιτεκτονική αναβίωσης της Δυναστείας Τανγκ λειτουργεί ως «προστατευτικό υπόστεγο» σύμφωνα με αρχαιολογικούς όρους, καθώς χτίζεται πάνω από τα αρχικά θεμέλια για να αποφευχθεί τυχόν ζημιά των ερειπίων.

Την ίδια στιγμή τα κτίρια χρησιμεύουν ως τουριστικές εγκαταστάσεις.

Ήδη πέρυσι την περιοχή επισκέφθηκαν 850.000 τουρίστες ενώ φέτος αναμένεται να φθάσουν το ένα εκατομμύριο

Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς έρχεται συχνά σε αντίθεση με την ανάπτυξη των πόλεων, ειδικά καθώς η αρχαία περιοχή καταλαμβάνει το ένα τέταρτο του κέντρου της πόλης.
 
Ως εκ τούτου δεν είναι εύκολη η διατήρηση της ισορροπίας, την ώρα που η Λουογιάνγκ πασχίζει να καταστεί μία από τις δύο οικονομικές ατμομηχανές της επαρχίας Χενάν εν μέσω ταχείας αστικοποίησης.

«Ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η κατασκευή είναι αλληλένδετα με την προστασία των πολιτιστικών ερειπίων. Εάν μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε με τον σωστό τρόπο, θα είναι μία επωφελής συγκυρία για όλους.

Εάν όμως κάνουμε λάθη, είτε θα καταστραφούν τα ερείπια, είτε θα περιορισθεί η ανάπτυξη» λέει ο Ζάο.

Ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν η κεντρική κυβέρνηση σχεδίαζε να μετατρέψει τη Λουογιάνγκ σε σημαντική βιομηχανική βάση, η τοπική κυβέρνηση απέφυγε να κατασκευάσει εργοστάσια στην πόλη προτιμώντας να δημιουργήσει μια νέα βιομηχανική περιοχή στα προάστια.

Σήμερα περίπου 42.000 κάτοικοι ζουν στην περιοχή προστασίας πολιτιστικών ερειπίων των δυναστειών Σουί και Τανγκ.

«Κάποιοι από αυτούς θα μετεγκατασταθούν και κάποιοι θα μπορέσουν να παραμείνουν.

Εξαρτάται από το μέγεθος των ζημιών που απειλούν τα ερείπια» λέει ο Ζάο.

Η οικογένεια του Τσιάν Μπινγκέν ήταν ένα από τα 800 νοικοκυριά που μετεγκαταστάθηκαν το 2009 λόγω των εργασιών ανασυγκρότησης στο Tian Tang (Αίθουσα του Παραδείσου), όπου η αυτοκράτειρα Γου παρακολουθούσε βουδιστικά τελετουργικά και στο Ming Tang ( Αίθουσα Διαφωτισμού), όπου χειριζόταν κυβερνητικές υποθέσεις.

Από το 1955 ο 82χρονος Τσιάν ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα που του παρείχε ο εργοδότης του, μία εταιρεία κατασκευής μηχανημάτων. Η οικογένειά του μεταφέρθηκε σε οικιστικό συγκρότημα δύο χιλιόμετρα μακριά.

Στην αρχή ο Τσιάν ήταν απρόθυμος να απομακρυνθεί, τώρα όμως δέχεται τις αλλαγές.

Η προστασία των πολιτιστικών ερειπίων θα πρέπει επίσης να ωφελήσει τους κατοίκους της περιοχής.

«Η δωρεάν είσοδος στους ντόπιους ή η οικοδόμηση ενός αρχαιολογικού θεματικού πάρκου μπορεί να δώσει κάτι πίσω σε εκείνους που έκαναν θυσίες για την προστασία των ερειπίων», λέει ο Ντου Τζίνμπενκ, ερευνητής του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας.

Ο 53χρονος αγρότης Σονγκ Γκαοσιάνγκ οποίος εργαζόταν για χρόνια στο χώρο των ανασκαφών, διατηρεί μεγάλες προσδοκίες για το άνοιγμα του μουσείου στο κοινό.

«Όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες κατασκευής του, σχεδιάζω να ανοίξω σε κοντινή απόσταση ένα εστιατόριο» λέει με έκδηλη ανυπομονησία.