Quantcast

Στο 1,7 δισ. ευρώ ο τζίρος των παράνομων καταλυμάτων- Εσοδα 341 εκατ. ευρώ χάνει το δημόσιο από τις μισθώσεις κατοικιών

«Η οικονομία του διαμοιρασμού συνιστά μία παράλληλη με τον αδειοδοτημένο τομέα μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, με τεράστιο πλέον τζίρο», τον'ίζει μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, Γιώργος Τσακίρης.
Της Εύας Οικονομάκη

Εσοδα 341 εκατ. ευρώ χάνει το ελληνικό δημόσιο από τις μισθώσεις τουριστικών κατοικιών που πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, τύπου Airbnb, σύμφωνα με τη μελέτη της εταιρείας Grant Thorton που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

Στη μελέτη με τίτλο «Η φοροδοτική δυνατότητα των ξενοδοχείων και δυνατότητα αξιοποίησης της οικονομίας του διαμοιρασμού για την φορολογική εξομάλυνση του κλάδου» εκτιμάται, μάλιστα, πως ο τζίρος από την ενοικίαση σπιτιών θα αγγίξει τα 1,7 δισ.ευρώ για το 2017, με τη γενική γραμματέα του υπουργείου Τουρισμού, Ευρυδίκη Κουρνέτα να επισημαίνει πως με την ενημέρωση που έχει σε περίπου δυο εβδομάδες θα εκδοθεί η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ), που θα ενεργοποιήσει το νόμο περί της τουριστικής μίσθωσης σπιτιών.

Από τη μερά του, ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, Γιώργος Τσακίρης αναφερόμενος στα συμπεράσματα της μελέτης τόνισε: «Η άμεση και έμμεση συμβολή του ελληνικού ξενοδοχείου στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει φέτος τα 17δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 52% των εθνικών τουριστικών εσόδων.

Ο ελληνικός τουρισμός, άμεσα και έμμεσα, συνεισφέρει με 23,4% στην συνολική εθνική απασχόληση.

Την ίδια στιγμή όμως η Ελλάδα δεν είναι σε καμία από τις πρώτες 5 θέσεις προτίμησης των 5 κυριότερων τουριστικών αγορών μας.

Κατά την μελέτη, η προώθηση της φορολογικής ισότητας στον τουρισμό και γενικά η ορθή αξιοποίηση της οικονομίας διαμοιρασμού στην Ελλάδα θα δημιουργήσει δυνατότητες αναδιανομής των φορολογικών βαρών προς όφελος των ασθενέστερων, θα βελτιώσει τον υγιή ανταγωνισμό, θα δημιουργήσει ώθηση στις υποδομές που δημιουργούν προστιθέμενη αξία και εν τέλει θα ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας.

Οπως επισημαίνεται ο υψηλός βαθμός υποκατάστασης μεταξύ ξενοδοχείων και καταλυμάτων οικονομίας διαμοιρασμού σε συνδυασμό με το φαινόμενο της άνισης φορολογικής μεταχείρισης, προκαλεί στρεβλώσεις στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, κυρίως σε επίπεδο τιμών.

Ταυτόχρονα, η αγορά δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και δημιουργούνται αντικίνητρα παραγωγικότητας και βελτίωσης των προσφερόμενων αγαθών.

Στο πλαίσιο της φοροδοτικής ικανότητας των ελληνικών ξενοδοχείων η μελέτη της Grant Thornton σημειώνει ότι στο ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα παρατηρείται η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με εκείνο των υπολοίπων ανταγωνιστριών χωρών στον τομέα του τουρισμού.

Ειδικότερα υπογραμμίζεται ότι η υπερφορολόγηση των ξενοδοχείων οδηγεί σε υψηλότερες τελικές τιμές κατά 2,20% έως 6,77% για να επιτευχθεί ένα αντίστοιχο ποσοστό κέρδους με τους ανταγωνιστές τους.

Στην πράξη δηλαδή υποχρεώνει τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα σε σαφώς χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, γεγονός που αδυνατίζει πλήρως τη δυνατότητά τους να διαδραματίσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.

Στο 18,63% η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία

Η έρευνα της Grant Thornton αναφέρει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016 τα ξενοδοχεία συνεισφέρουν περίπου το 10% του ΑΕΠ και το 6,5% της απασχόλησης στη χώρα, ενώ ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία συμβάλλει με ποσοστό 18,63%.

«Οι οικονομικές επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων γίνονται εκ νέου θετικές από το 2015 και οι πλέον αποδοτικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι αυτές των 3*και 4*.

Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι η οικονομία του διαμοιρασμού έχει πάψει να αποτελεί μια εναλλακτική δραστηριότητα, αλλά συνιστά μία παράλληλη με τον αδειοδοτημένο τομέα μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, με τεράστιο πλέον τζίρο.

Μπροστά στη νέα αυτή πραγματικότητα οφείλουν να δράσουν επαγγελματίες και Πολιτεία η οποία οφείλει να διασφαλίσει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα μεταξύ των πολιτών, όσον αφορά στην ίση κατανομή των βαρών και κατά συνέπεια στην φορολόγηση αυτής της δραστηριότητας.

Δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούν να υπάρχουν φορολογούμενοι δύο ταχυτήτων», συμπλήρωσε ο Γ. Τσακίρης.