Quantcast

Μία όπερα-διαμάντι, από την αρχή έως το τέλος

Το διαχρονικό αριστούργημα του οπερατικού ρεπερτορίου «Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι, στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
«Είναι ένας ρόλος που περίμενα» ομολογεί η Μυρτώ Παπαθανασίου μιλώντας για την Μιμή, την ηρωίδα της «Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι.

Το διαχρονικό αριστούργημα του οπερατικού ρεπερτορίου φιλοξενείται στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μέσα από τη σύγχρονη και αιχμηρή ματιά του διάσημου Βρετανού σκηνοθέτη της όπερας, Γκρέιαμ Βικ και η μεγάλη Ελληνίδα σοπράνο δεν κρύβει την ικανοποίησή της για την πρώτη της αυτή «αναμέτρηση» μαζί της.

«Και μουσικά και δραματουργικά ήταν ένας ρόλος που ήθελα κάποια στιγμή να ερμηνεύσω. Είναι ιδιαίτερα απαιτητικός και ταυτόχρονα δελεαστικός. Με γοητεύει η απλότητα του χαρακτήρα της Μιμής, αλλά και η τρομερή μουσική γραφή του έργου. Ο Πουτσίνι έχει γράψει μία μουσική πολύ εύθραυστη, αισθαντική, συγκινητική, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά σ' έναν άνθρωπο που σβήνει εξαιτίας της αρρώστιας. Η Μποέμ είναι μία όπερα- διαμάντι από την αρχή μέχρι το τέλος».
 
Αυτό δηλώνει η σπουδαία Ελληνίδα υψίφωνος, η οποία εδώ και αρκετά πλέον χρόνια διαγράφει λαμπερή διεθνή διαδρομή στις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές του κόσμου.

Η Μυρτώ Παπαθανασίου, η εκλεκτή του Φράνκο Τζεφιρέλι, η σοπράνο που έχει ήδη κλεισμένες εμφανίσεις μέχρι το 2022, μίλησε στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για όλα όσα κάνουν την «Μποέμ» μία από τις πιο αγαπητές όπερες του κοινού, τη συνεργασία της με τον Γκρέιαμ Βικ, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει η ίδια έναν ρόλο, αλλά και για τα εφόδια που πρέπει να διαθέτει ένας λυρικός τραγουδιστής για μια επιτυχημένη καριέρα στην όπερα.

Ερ. Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν την «Μποέμ» να έχει τόση απήχηση στο κοινό;

Απ. Είναι μία ιστορία που αγγίζει κάθε σύγχρονο άνθρωπο. Δεν έχει να κάνει με πρίγκιπες, πριγκίπισσες, βασιλιάδες, αλλά με καθημερινούς ανθρώπους που ζουν μία μποέμικη ζωή και βιώνουν όλη την παλέτα των συναισθημάτων: την ανεμελιά, τη χαρά, τη ζήλια, το πάθος, τον μεγάλο έρωτα, την απόγνωση. Επίσης, μουσικά είναι πανέμορφη η «Μποέμ», είναι πολύ γενναιόδωρη όπερα, η γραφή της, οι μελωδίες της…επομένως, είναι ένα έργο που πραγματικά «τραβάει» το κοινό, διαχρονικό και ιδιαίτερα αγαπητό.

Ερ. Ποια είναι η εμπειρία σας από τη συνεργασία σας με τον Γκρέιαμ Βικ;

Απ. Με τον Γκρέιαμ Βικ γνωριζόμασταν ήδη, όμως δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε στο παρελθόν. Τελικά, ήρθε η στιγμή και συναντηθήκαμε στην Αθήνα και κάνουμε αυτή την παραγωγή μαζί. Δουλέψαμε πάρα πολύ σκληρά και επικεντρωθήκαμε στον ρόλο και στο έργο. Είναι ένας σκηνοθέτης που εστιάζει στις σχέσεις των ηρώων. Μπαίνει βαθιά στο πετσί των χαρακτήρων και δουλεύει πολύ με το κείμενο μέσα από μία ουσιαστική ματιά.

Ερ. Υπήρχαν κάποιες συγκεκριμένες οδηγίες που σας έδινε στην πρόβα;

Απ. Αυτό που μας έλεγε είναι να έχουμε στο νου μας ολόκληρη την ιστορία του έργου, τις «διαδρομές» των χαρακτήρων, ποιοι είναι, τι τους έχει συμβεί. Να έχουμε φτιάξει, δηλαδή, την ιστορία στο μυαλό μας προτού πάμε να προβάρουμε μία σκηνή.

Ερ. Εσείς με ποια κριτήρια επιλέγετε έναν ρόλο; Και όταν τελικά τον επιλέξετε πως τον προσεγγίζετε;

Απ. Βασικό κριτήριο είναι για μένα οι φωνητικές απαιτήσεις που έχει ένας ρόλος, αλλά και σε ποια φάση βρίσκομαι εγώ η ίδια σχετικά με το τι θέλω να αναμετρηθώ. Προσέχω πάντοτε να μην διαλέγω πράγματα που είναι εκτός του δρόμου μου ρεπερτοριακά. Ρόλους που δεν θα με βλάψουν φωνητικά και που θα είναι κομμένοι και ραμμένοι στα δικά μου πλαίσια. Ωστόσο, για μένα παίζει ρόλο και ο χαρακτήρας των ηρωίδων που καλούμαι να ερμηνεύσω. Δηλαδή, κάποιοι χαρακτήρες με τραβάνε πιο πολύ και ίσως τους επιλέγω πιο εύκολα.

Όλους τους ρόλους πάντως, τους προσεγγίζω σιγά-σιγά, με μελέτη, πίστη στο κείμενο και στη γραφή του, μπαίνοντας βήμα-βήμα μέσα στην κατάσταση. Βεβαίως, πολλές φορές δεν έχω τον απαιτούμενο χρόνο. Μπορεί να έχω και τρεις καινούριους ρόλους σε μια περίοδο, που να πρέπει να μάθω. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, ωστόσο αντιμετωπίζεται με έναν καλό πιανίστα (ο οποίος με βοηθάει να προβάρω τον ρόλο), αλλά και με σκληρή προσωπική δουλειά.

Ερ. Στην καριέρα σας επιζητάτε νέες προκλήσεις; Θεωρείτε, δηλαδή, πως η διεύρυνση του ρεπερτορίου είναι απαραίτητη σε μια λυρική τραγουδίστρια;

Απ. Αυτή είναι η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Όπως προχωράει κάποιος φωνητικά και ιδιοσυγκρασιακά, έτσι αναλόγως πρέπει να συμβαδίζει και το ρεπερτόριό του.

Ερ. Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα εφόδια που πρέπει να διαθέτει ένας λυρικός τραγουδιστής για να κάνει διεθνή καριέρα στην όπερα;

Απ. Μια πολύ καλή τεχνική, όσον αφορά την φωνή του, γιατί η φωνή από μόνη της μπορεί να είναι φρέσκια, να έχει μια ωραία χροιά, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Η φωνή είναι σαν θείο δώρο. Από εκεί και πέρα, το πώς θα αξιοποιήσεις αυτό το χάρισμα είναι καθαρά προσωπική δουλειά. Απαιτεί πειθαρχεία, οξυδέρκεια, διορατικότητα και γενικά σωστές επιλογές σε όλα τα επίπεδα: από το ποιον δάσκαλο θα επιλέξεις για να φτιάξεις τεχνική και να σε βοηθήσει να προχωρήσεις, ποιον ατζέντη θα έχεις, μέχρι τα «όχι» που θα χρειαστεί να πεις σε συνεργασίες. Και φυσικά, απαιτεί κι έναν τρόπο ζωής ανάλογο. Όπως οι αθλητές, έτσι και οι λυρικοί τραγουδιστές πρέπει ν' ακολουθούν ένα πολύ συγκροτημένο και πειθαρχημένο πρόγραμμα.

Ερ. Στην μέχρι σήμερα πορεία σας καταφέρατε να «χτίσετε» μία αξιοζήλευτη καριέρα και παράλληλα, δημιουργήσατε οικογένεια. Πως καταφέρνετε να ισορροπείτε αυτά τα δύο;

Απ. Όλα γίνονται, είναι θέμα οργάνωσης. Πιστεύω ότι λίγο-πολύ, τα πράγματα στη ζωή εμείς τα φέρνουμε όπως θα θέλαμε να τα έχουμε. Δεν είναι εύκολο, είναι πολύ πιο απλό όταν είσαι μόνος σου, αλλά είναι πολύ πιο όμορφο όταν έχεις ένα παιδί, μια οικογένεια. Αυτό ισχύει για μένα τουλάχιστον. Η κόρη μου είναι σχεδόν πέντε ετών και με ακολουθεί μέχρι στιγμής στα ταξίδια μου. Παρακολουθεί πρόβες και παραστάσεις, σχολιάζει ό,τι βλέπει, οι ορίζοντές της έχουν ανοιχτεί πολύ.