Quantcast

ΗΠΑ: Νέες κατηγορίες κατά των Πολ Μάναφορτ και Ρικ Γκέιτς για φορολογικά και τραπεζικά αδικήματα

Ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μάλερ κλιμακώνει την άσκηση της πίεσης στον πρώην πρόεδρο της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, Πολ Μάναφορτ, και τον συνεργάτη του.
Ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μάλερ κλιμακώνει την άσκηση της πίεσης στον πρώην πρόεδρο της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, Πολ Μάναφορτ, και τον συνεργάτη του, Ρικ Γκέιτς, καθώς ένα ειδικό ομοσπονδιακό συμβούλιο ενόρκων (grand jury) έδωσε την έγκρισή του για την απαγγελία νέων κατηγοριών κατά των δύο αντρών. Πρόκειται για 32 κατηγορίες που σχετίζονται με φορολογικά, αλλά και τραπεζικά αδικήματα, σύμφωνα με το “Politico.”

Η νέα απαγγελία των κατηγοριών από ένα συμβούλιο ενόρκων στην Αλεξάνδρεια (Βιρτζίνια) ακολουθεί την προηγούμενη ξεχωριστή ατομικά απαγγελία κατηγοριών κατά του Μάναφορτ και του Γκέιτς στην Ουάσινγκτον το 2016, που έγινε για την τέλεση αδικημάτων που σχετίζονται με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αλλά και την απόκρυψη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για λογαριασμό άλλων κυβερνήσεων, από τις επίσημες αμερικανικές αρχές.

Οι νέες κατηγορίες επικεντρώνονται γύρω από την δραστική απόκρυψη των εισοδημάτων του Μάναφορτ και του Γκέιτς από τις ομοσπονδιακές αρχές, προκειμένου να λάβουν επιστροφή φόρου για τα έτη από το 2010 έως το 2014. Παράλληλα, οι δύο συνεργάτες κατηγορούνται για τραπεζική απάτη έναντι ποσού που ξεπερνάει τα 20 εκατομμύρια δολάρια και σε σχέση με τρία δάνεια, την χορήγηση των οποίων είχε αιτηθεί ο Μάναφορτ για τα πολυάριθμα σπίτια τα οποία έχει στην κατοχή του.

Συνολικά, ο Μάναφορτ κι ο Γκέιτς κατηγορούνται ότι “ξέπλυναν” εισοδήματα μεγαλύτερα των 30 εκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως μέσω των δραστηριοτήτων που είχαν για την προώθηση των ουκρανικών συμφερόντων στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το νέο κατηγορητήριο.

Από την άλλη μεριά, καμία από τις κατηγορίες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι δύο άντρες δεν συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα της έρευνας που διεξάγει ο Μάλερ, σχετικά με ενδεχόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016. Ωστόσο, ο ειδικός ανακριτής έχει δικαιοδοσία για την άσκηση δίωξης κατά της διάπραξης αδικημάτων που εντοπίζει στην εξέλιξη της έρευνας του, ενώ φέρεται να έχει πάρει την έγκριση του υφυπουργού Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν, προκειμένου να ερευνήσει και ζητήματα τα οποία είχε εντοπίζει το FBI, πριν από την έναρξη της δικής του έρευνας, τον περασμένο Μάιο.

Η διάπραξη μερικών από τα αδικήματα τραπεζικής απάτης, φαίνεται να συμπίπτει με την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ. Οι Μάναφορτ και Γκέιτς εντάχθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία την άνοιξη του 2016, προκειμένου να βοηθήσουν στον σχεδιασμό για το Κεντρικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων. Ο Μάναφορτ στην συνέχεια, ήταν πρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας από τον Μάιο, μέχρι την παραίτησή του, στις 19 Αυγούστου. Από την άλλη μεριά, ο Λευκός Οίκος προσπαθεί συχνά να τηρήσει αποστάσεις από τον Μάναφορτ, με τον Τραμπ να έχει δηλώσει ότι ο Μάναφορτ δούλεψε στην προεκλογική εκστρατεία για “ένα σύντομο χρονικό διάστημα.”

Ο Γκέιτς συνέχισε να είναι μέλος της προεκλογικής εκστρατείας μετά την αποχώρηση του Μάναφορτ, ενώ τα καθήκοντά του στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας και μετά την αποχώρηση του βασικού συνεργάτη του, παραμένουν αδιευκρίνιστα.

Η έρευνα για το πλαίσιο συνεργασίας και τις δραστηριότητες των δύο αντρών, έχει επικεντρωθεί στην δράση τους, για την προώθηση των συμφερόντων της ουκρανικής κυβέρνησης και του πρώην προέδρου Βίκτορ Γιανούκοβιτς στην Ουάσινγκτον (lobbying), για την περίοδο από το 2006 έως το 2015. Στην απαγγελία των πρώτων κατηγοριών, υποστηρίζεται ότι οι δύο άντρες είχαν έσοδα δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων από τις παραπάνω δραστηριότητές τους, τα οποία στην συνέχεια ξέπλυναν “μέσω ενός πλήθους αμερικανικών και ξένων εταιρικών κοινοπραξιών, συγχωνεύσεων, αλλά και τραπεζικών λογαριασμών.”

Οι ανακριτικές αρχές στο πλαίσιο των νέων κατηγοριών ισχυρίζονται ότι Μάναφορτ έχει προχωρήσει σε μια σειρά από παραποίηση στοιχείων, με στόχο την έκδοση νέων δανείων, Μεταξύ αυτών και η πλαστογραφία των εγγράφων που σχετίζονται με την κερδοφορία των επιχειρήσεών του.

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Μάναφορτ, Τζέισον Μαλόνι, προχώρησε στην έκδοση ανακοίνωσης αργά χθες το βράδυ απορρίπτοντας τις νέες κατηγορίες. “Ο Πολ Μάναφορτ είναι αθώος έναντι των ισχυρισμών που διατυπώνονται στις νέες κατηγορίες, ενώ είναι βέβαιος ότι θ’ αθωωθεί για το σύνολο των κατηγοριών αυτών,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μαλόνι. “Οι νέες κατηγορίες κατά του κ. Μάναφορτ για μία ακόμη φορά, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με την εμπλοκή/συνωμοσία της Ρωσίας στις εκλογές του 2016. Ο κ. Μάναφορτ είναι βέβαιος ότι θ’ αθωωθεί, ενώ η καταπάτηση κατά των συνταγματικών δικαιωμάτων του, θ’ αποκατασταθεί,” τόνισε ο Μαλόνι.

Το πλαίσιο απαγγελίας των νέων κατηγοριών δεν περιλαμβάνει άλλους κατηγορούμενους, ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει ένας “συνωμότης.” Πρόκειται για τουλάχιστον έναν από τους δανειστές του Μάναφορτ. Αντιδρώντας σε μία δήλωση εισοδημάτων που παρουσίασε ο Μάναφορτ σχετικά με την χορήγηση δανείου, ο αναφερόμενος “συνωμότης” που παραμένει ανώνυμος δήλωσε ότι διαφαίνονταν πως το έγγραφο είχε πλαστογραφηθεί.

Σύμφωνα με τις ανακριτικές αρχές, η δικαστική διαδικασία που έχει ξεκινήσει με την απαγγελία των κατηγοριών κατά των δύο αντρών, τον Οκτώβριο στην Ουάσινγκτον θα συνεχιστεί, παρά το γεγονός ότι όπως φαίνεται αρκετές κατηγορίες από το πρώτο κατηγορητήριο έχουν συμπεριληφθεί στο νέο κατηγορητήριο.

Σε νομικό επίπεδο, όσοι κατηγορούνται για την διάπραξη φορολογικών αδικημάτων έχουν το δικαίωμα να επιμείνουν στην εκδίκαση της υπόθεσής τους, στην περιφέρεια όπου και διαμένουν. Από την πλευρά της, η ομάδα έρευνας του Μάλερ επιθυμεί μία ενοποίηση του κατηγορητηρίου και την εκδίκασή του στην Ουάσινγκτον. Ωστόσο, ο Μάναφορτ δεν συμφωνεί να δικαστεί στην αμερικανική πρωτεύουσα, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα που έγιναν γνωστά χθες.

Η στάση του Μάναφορτ δείχνει ότι η υπεράσπισή του, ακολουθεί σκληρή γραμμή έναντι των ανακριτών στοχεύοντας στο να καταστήσει την διαδικασία πολύπλοκη, αλλά και χρονοβόρα. Νομικοί κύκλοι εξηγούν την στάση που τηρεί ο Μάναφορτ, εξηγώντας ότι ίσως ο ίδιος, ελπίζει στην απονομή χάριτος από τον πρόεδρο Τραμπ.

Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση που ακολουθεί ο Γκέιτς είναι διαφορετική, καθώς κινείται έμπρακτα προς την κατεύθυνση της συνεργασίας με τις αρχές, όπως έγινε γνωστό από πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας την προηγούμενη εβδομάδα. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο γνωστός για τους δικαστικούς συμβιβασμούς δικηγόρος Τόμας Γκριν που δραστηριοποιείται στην Ουάσινγκτον, πραγματοποίησε χθες δικαστική παράσταση για την υπόθεση του Γκέιτς, καθώς οι προηγούμενοι δικηγόροι της υπεράσπισης έχουν αιτηθεί την αποχώρησή τους από την υπόθεση.

Ο Μάλερ ανέλαβε την ευθύνη της διεξαγωγής της έρευνας του FBI αναφορικά με την πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, μετά την αιφνιδιαστική αποπομπή από τον Τραμπ του πρώην διευθυντή του FBI, Κόμεϊ, τον περασμένο Μάιο. Ο διορισμός του έγινε από τον Αμερικανό υφυπουργό Δικαιοσύνης Ρόζενσταϊν, καθώς ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς έχει αυτοεξαιρεθεί από την έρευνα μετά την δημοσιοποίηση πληροφοριών για προεκλογικές συναντήσεις του, με Ρώσους αξιωματούχους. Η αυτοεξαίρεση του Σέσιονς έχει προκαλέσει την οργή του προέδρου Τραμπ. Ο Μάλερ πέρα από τα ανακριτικά, έχει και ειδικά εισαγγελικά καθήκοντα για την απαγγελία κατηγοριών, ενώ μετά την αποπομπή του Τζέιμς Κόμεϊ διερευνά και το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης, από τον πρόεδρο Τραμπ ή υψηλόβαθμα στελέχη του Λευκού Οίκου. Η έρευνα του, έχει επεκταθεί διερευνώντας το ενδεχόμενο συνωμοσίας πρώην στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ με την Ρωσία, ενώ εξετάζονται και οι επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες πρώην στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας, αναφορικά με την εκπροσώπηση ρωσικών ή άλλων συμφερόντων στις ΗΠΑ.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο χρόνος πιέζει για την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου και της ποινικής διαδικασίας, πριν από την έναρξη του προεκλογικού αγώνα για τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στο Κογκρέσο.

Παράλληλα, με την έρευνα Μάλερ διεξάγονται τρεις έρευνες στο Κογκρέσο (Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας, Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας, Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων). Οι έρευνες αυτές, έχουν ως στόχο την ενημέρωση της αμερικανικής κοινής γνώμης για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ