Quantcast

Οι φτωχοί κινδυνεύουν περισσότερο από άνοια;

Η συστηματική σωματική άσκηση δεν επιβραδύνει την επιδείνωση της άνοιας στους ηλικιωμένους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Οι φτωχότεροι είναι πιθανότερο να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με τους ευκατάστατους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ντορίνα Καντάρ του Ινστιτούτου Επιδημιολογίας και Υγείας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής "JAMA Psychiatry", ανέλυσαν στοιχεία πάνω από 6.000 άτομα.

Διαπιστώθηκε ότι όσοι ανήκαν στο φτωχότερο 20% είχαν κατά μέσο όρο 50% μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν άνοια, σε σχέση με όσους ανήκαν στο πλουσιότερο 20%.

Η έρευνα δείχνει ότι οι άνθρωποι που δυσκολεύονται οικονομικά στην τρίτη ηλικία, ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδό τους, κινδυνεύουν περισσότερο να εκδηλώσουν άνοια.

Μια δεύτερη βρετανική μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέτριας έως μεγάλης έντασης σωματική άσκηση δεν επιβραδύνει την έκπτωση των νοητικών-γνωσιακών λειτουργιών στους ηλικιωμένους ανθρώπους που έχουν άνοια.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Σάρα Λαμπ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό "British Medical Journal", μελέτησαν 494 άτομα με μέση ηλικία 77 ετών, που είχαν ήπια έως σοβαρή άνοια.

Οι συμμετέχοντες χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία έκανε σε γυμναστήριο ένα πρόγραμμα σωματικής άσκησης 60 έως 90 λεπτών δύο φορές την εβδομάδα επί τέσσερις μήνες, συν σωματικές ασκήσεις στο σπίτι για άλλη μία ώρα την εβδομάδα. Ακολούθησαν τεστ αξιολόγησης για άνοια και Αλτσχάιμερ.

Διαπιστώθηκε ότι και οι δύο ομάδες -τόσο αυτή που ασκήθηκε συστηματικά, όσο και αυτή που δεν το έκανε- εμφάνισαν επιδείνωση στην άνοιά τους, αν και η ομάδα που ασκήθηκε, είχε καλύτερη φυσική κατάσταση.

«Τα οφέλη στη φυσική κατάσταση δεν μεταφράζονται σε βελτιώσεις, όσον αφορά την έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, τις καθημερινές δρασηριότητες, τη συμπεριφορά ή την εν γένει ποιότητα ζωής», ανέφεραν οι ερευνητές.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ