Quantcast

Το χτύπημα στις Βρυξέλλες επιβεβαίωσε τους φόβους των ΗΠΑ

Οι δίδυμες τρομοκρατικές επιθέσεις επιβεβαίωσαν τους δύο φόβους της Ουάσιγκτον και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Ουάσιγκτον: Του Θανάση Κ. Τσίτσα

Οι δίδυμες τρομοκρατικές επιθέσεις επιβεβαίωσαν τους δύο φόβους της Ουάσιγκτον και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Την αδυναμία των ηγετών της Ε.Ε να ελέγξουν την τρομοκρατική απειλή σε πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, καθώς και ότι το Βέλγιο αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στην Ευρώπη.

Η αντίληψη που υπάρχει στην αμερικανική πρωτεύουσα είναι ότι ο ευρωπαϊκός τζιχαντισμός και η μάχη κατά της τρομοκρατίας είναι μια δοκιμασία αλήθειας. Το γεγονός ότι οι τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) απολαμβάνουν τη στήριξη και τη συμπάθεια ενός μέρους των ισλαμικών κοινοτήτων που διαβιούν στο Βέλγιο, όπως και στη Γαλλία και στην Ιταλία, είναι κάτι περισσότερο από πιθανότητα: αποτελεί βεβαιότητα.

Το άλλο θέμα που ανέκυψε επανειλημμένως αναφορικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι αυτό της Συνθήκης του Σένγκεν, για την οποία έγκυροι Αμερικανοί αναλυτές προβλέπουν ότι οι επιθέσεις στο Βέλγιο θα αποτελέσουν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της.

Η μάχη κατά της τρομοκρατίας στην Ευρώπη - χωρίς αμφιβολία - περνάει μέσα από τις αστυνομικές αρχές και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Η Ευρώπη ήδη ολοφάνερα αδύναμη για αλληλεγγύη στο προσφυγικό, φαίνεται δυστυχώς να οπισθοχωρεί, την στιγμή ακριβώς που είναι απαραίτητη η πιο ενδελεχής συνεργασία αστυνομικών αρχών και υπηρεσιών πληροφοριών. Πέρα από την ανικανότητα που καταλογίζουν οι ΗΠΑ στις βελγικές μυστικές υπηρεσίες, είτε ανοιχτά είτε μέσω διαρροών, οι Βρυξέλλες και το προάστιο του Μόλεμπενκ έχουν μετατραπεί σε ένα θερμοκήπιο τρομοκρατών.

Η Ουάσιγκτον κατηγορεί ευθέως την Ε.Ε για μεγάλα κενά ασφαλείας και το γεγονός ότι μόνο 5 κράτη-μέλη της συνεργάζονται σοβαρά με την Ιντερπόλ στην ανταλλαγή πληροφοριών, την ώρα που καταγράφεται ότι μόνο οι 2.786 από τους 5.000 Ευρωπαίους πολίτες που έχουν ταξιδέψει σε Συρία και Ιράκ για να πολεμήσουν στο πλευρό του Ισλαμικού Κράτους.

Σε έγγραφο του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ είχε επισημανθεί στο παρελθόν ότι μια ντουζίνα από απόπειρες για τρομοκρατικές επιθέσεις είχαν σχεδιαστεί με πρωταγωνιστές «μοναχικούς λύκους» ή μικρές ομάδες, αλλά εξουδετερώθηκαν την τελευταία στιγμή από τις αρχές. Όμως, η έκθεση προνοητικά προειδοποιούσε ότι «η συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού ατόμων και ηγετών που εδρεύουν σε πολλές χώρες και έχουν σχέση με το ISIS θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά εμπόδια στην ανίχνευση τους και στην αποτροπή των σχεδίων τους».

Πράγματι, αυτό συμβαίνει τώρα, το Βέλγιο είναι μια σημαντική πηγή της απειλής αφού είναι μεταξύ των χωρών που έχουν συνεισφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό εθελοντών στις τάξεις του ΙSIS. Το μακελειό στο Βέλγιο άλλαξε τον τρόπο που οι αξιωματούχοι των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών αντιλαμβάνονται την απειλή του ISIS στην Ευρώπη και κατέστησε σαφές ότι το Βέλγιο είχε ένα μεγάλο πρόβλημα στα χέρια του, γιατί είναι η περιοχή της Ευρώπης πίσω από το μέτωπο του ισλαμικού ριζοσπαστισμού και η διαδικασία ενσωμάτωσης των μεταναστών σε αρκετά τμήματα της κοινωνίας έχει αποτύχει.

Εκείνο που τίθεται είναι αν τα τελευταία δραματικά γεγονότα θα παροτρύνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προς μια επιλογή ακόμα πιο εθνικιστικών θέσεων ή αν, αντιθέτως, θα τις ωθήσουν σε αναζήτηση ευρωπαϊκών συμβιβασμών.

Για την αμερικανική διπλωματία η επέλαση του τρόμου απειλεί το «ευρωπαϊκό γήπεδο» του Κάμερον και την «πολιτική ανοικτών θυρών» της Mέρκελ. Εάν οι δύο ηγέτες πίστευαν ότι είχαν μια στιγμιαία παύση από τα δεινά τους, οι δολοφονικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες μόνο ενέτειναν τα πολιτικά τους προβλήματα.

Οι επιθέσεις στις Βρυξέλλες ενδέχεται να αυξήσουν το ξενοφοβικό και αντιμεταναστευτικό αίσθημα σε όλη την Ε.Ε, που έχει ήδη αναδυθεί υπό το φως της προσφυγικής κρίσης. Θα έχουν επιπτώσεις τόσο στην επιβίωση της ζώνης του Σένγκεν, που υπερασπίσθηκε η Mέρκελ, όσο και στο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος του προσεχούς Ιουνίου.

Ανεξάρτητα όμως από τα ευρωπαϊκά προβλήματα, και η στρατηγική Ομπάμα δέχεται πυρ ομαδόν στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Βασίστηκε στην ανάκτηση κάποιων εδαφών και σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, και αυτό δείχνει ότι στην πράξη δεν λειτουργεί και δεν μπορεί να εμποδίσει την προπαγάνδα και την αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων των τζιχαντιστών. Το μήνυμα τους είναι σαφές: «Μπορούμε ακόμα να σας χτυπούμε κατά βούληση, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις επιθέσεις μας στο Παρίσι».

Η Συρία θεωρείται για την κυβέρνηση Ομπάμα μια δυσεπίλυτη τοπική σύγκρουση, αλλά έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα εκκολαπτήριο παγκόσμιων απειλών. Το επιχείρημα του Ομπάμα είναι ότι οι σουνίτες τζιχαντιστές μπορούν να ηττηθούν, αλλά αποφεύγει να το προσδιορίζει χρονικά. H προσέγγιση του είναι ότι το ISIS θα ηττηθεί, αλλά ο κίνδυνος να υπονομευθούν η ευρωπαϊκή και αμερικανική κοινωνία και το ISIS να ενισχύεται ψυχολογικά και πολιτικά, είναι πλέον ορατός.

Στις ΗΠΑ, όπου διεξάγεται μια πρωτοφανής σε ένταση προεκλογική εκστρατεία, η ισλαμική τρομοκρατία παίζει στα χέρια των δημαγωγών, με πρωτεργάτη τον Ντόναλντ Τραμπ να κάνει έκκληση για μορατόριουμ στη μουσουλμανική μετανάστευση, κλειστά σύνορα και επαναφορά βασανιστηρίων για ύποπτους τρομοκράτες.

Ο φόβος είναι ένα ισχυρό πολιτικό όπλο. Πολλοί Αμερικανοί φοβούνται και είναι θυμωμένοι για την οικονομική κρίση που μαστίζει την μεσαία τάξη, δίνοντας το δικαίωμα στον Τραμπ να επαναλάβει πολεμοχαρείς προειδοποιήσεις, όπως «αυτό πρόκειται να συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ο δρόμος είναι μακρύς και ο χρόνος επιζήμια λίγος. Ο ευρωπαϊκός τζιχαντισμός αν και έχει και ενδογενή αίτια, τρέφεται και από την Μέση Ανατολή. Η καταπολέμησή του περνάει από την πολιτική διευθέτηση της τραγωδίας στο Ιράκ και την Συρία αλλά αυτό θα διαρκέσει χρόνια.