Ο διάσημος ηθοποιός μιλάει για τις ρίζες του, τη γλώσσα, τη μουσική και τους χορούς της πατρίδας του.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μιλάει για τις ρίζες του, τη γλώσσα, τη μουσική και τους χορούς της πατρίδας του και εκφράζει την ανησυχία του ότι όλος αυτός ο πλούτος της παράδοσης κάποια στιγμή μπορεί να χαθεί.
Εξάλλου, ο διάσημος ηθοποιός κουβαλάει ένα όνομα που απαντάται πρώτη φορά στα κείμενα του Αριστοφάνη τον 6ο αιώνα, Ιεροκλής.
Εξάλλου, ο διάσημος ηθοποιός κουβαλάει ένα όνομα που απαντάται πρώτη φορά στα κείμενα του Αριστοφάνη τον 6ο αιώνα, Ιεροκλής.
Όπως ο ίδιος εξηγεί στο Πρακτορείο «οι Πόντιοι το διατήρησαν, καμία άλλη περιοχή του ελληνισμού και αυτοί οι ελάχιστοι που υπάρχουν είναι όλοι Πόντιοι».
Τον συναντήσαμε εν μέσω προετοιμασιών για τις παραστάσεις του με το σατιρικό, μουσικοθεατρικό σχήμα «Άγαμοι Θύται» στις 14 Ιουνίου στο θέατρο Δάσος στη Θεσσαλονίκη και στις 22 Ιουνίου στο θέατρο Βράχων στην Αθήνα. Για τους «Άγαμοι Θύται» ενσαρκώνει, μεταξύ άλλων, μια Πόντια γιαγιά και αποτίνει έτσι φόρο τιμής στην καταγωγή του, με την οποία δηλώνει «δεμένος όσο και περήφανος» διατηρώντας την κριτική του ματιά. Ο Πόντος «ενυπάρχει, είναι μέρος της ζωής μου» μας λέει και μας οδηγεί στο ταξίδι του.
Μιλάτε Ποντιακά; Στην κοινότητα των Ποντίων διατηρείται η γλώσσα; Η ντοπιολαλιά;
Μιλάω αρκετά καλά. Καταλαβαίνω το 90% της γλώσσας και νομίζω ότι μιλάω με σωστή προφορά, γιατί το αξάν είναι ιδιαίτερο, το 60-70%. Έμαθα ποντιακά μεγάλος, στα 20 μου άρχισα. Βέβαια, το αυτί ήταν εξασκημένο από τη γιαγιά αλλά δεν είμαι εξολοκλήρου Πόντιος. Ο άλλος ο παππούς και η γιαγιά ήταν από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, Σμύρνη. Όλοι μου οι πρόγονοι κατάγονται από αυτό που συναισθηματικά λέμε «χαμένες πατρίδες». Από έναν ελληνισμό που δεν υπάρχει πια αλλά τον οποίο αγαπώ και κουβαλάω μέσα μου χωρίς νοσταλγία, χωρίς εθνικισμούς. Είναι ο πολιτισμός που με γοητεύει και με συγκινεί.
Δυστυχώς, οι Πόντιοι χάνοντας τον γεωγραφικό τους χώρο, την πατρίδα τους, και επειδή διασπάρθησαν σε όλη τη χώρα, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, όπως στην Κύπρο. Γίνονται κάποιες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να διδάσκεται αλλά νομίζω ότι φθίνει συνέχεια, ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν γύρω στις 400 με 500 χιλιάδες Πόντιοι. Κυρίως διατηρήθηκε στα χωριά της Μακεδονίας, που ήταν αμιγώς ποντιακά, από τους πρόσφυγες. Είναι μια φυσική εξέλιξη. Βέβαια αυτό είναι ένα πρόβλημα που αφορά όλη την Ελλάδα γιατί οι ντοπιολαλιές μας, τα ιδιώματα και οι διάλεκτοι χάνονται. Είναι μάλλον ένα είδος αρχοντοχωριατισμού και μια παράμετρος της αστυφιλίας. Επειδή η Αθήνα έγινε το μεγάλο χωνευτήρι, κάποιος που ερχόταν στην πρωτεύουσα, ήταν εξαίρεση για σαρκασμό και λοιδορία, αν μιλούσε όπως στη Μυτιλήνη. Αλλά είναι φτώχεια για τη γλώσσα αυτό, γιατί υπάρχει λαϊκή κουλτούρα και ποίηση, αν θέλετε και λαϊκό χιούμορ που σβήνει. Ειδικά στην ποντιακή γλώσσα το χιούμορ είναι εξαιρετικό και δυστυχώς έχει περιοριστεί.
Μέσα στην κοινότητα, όχι με την έννοια της οργανωμένης δομής, αλλά με την έννοια μιας ομάδας ανθρώπων που μοιράζονται κοινό παρελθόν, μιλάτε για την ιστορία σας, για την προσφυγιά;
Πολύ. Συζητάμε για τα βιώματα, μαθαίνουμε από τους ανθρώπους που έχουν κάνει τεράστια δουλειά για την ιστορία μας ή μεταλαμπαδεύουμε στους νεώτερους από αυτά που έχουμε ζήσει, από τις δικές μας εμπειρίες. Για παράδειγμα, εγώ έχω πάει στον ιστορικό Πόντο τρεις φορές. Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, ένα ταξίδι μέσα σου στην ουσία, στο παρελθόν μέσα από το οποίο μπορείς να βλέπεις το μέλλον. Δε γίνεται χωρίς σύνδεση. Βλέπεις από πού ήρθαν οι παππούδες σου, πώς ζούσαν, βλέπεις κατάλοιπα της ζωής τους σήμερα. Ή βλέπεις ανθρώπους να μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα τώρα ενώ είναι πολίτες άλλης χώρας, με άλλη θρησκεία κι όμως έχουν τόσο στενή σύνδεση με τη δική σου κουλτούρα. Μέσα στις αυτοκρατορίες ο γεωγραφικός χώρος ήταν που καθόριζε την συνάφεια, το κοινό. Βέβαια προφανώς η εθνική συνείδηση είναι καθοριστική. Και δυστυχώς όλοι οι Έλληνες είτε είναι από τον Πόντο, την ανατολική Ρωμυλία, την Ήπειρο μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο ή την τελευταία γωνιά της Πελοποννήσου έχουν τα ίδια κουσούρια. Αυτό είναι αυτό που μας συνδέει περισσότερο, και ίσως είναι και η μόνη απόδειξη της καταγωγής μας από τους αρχαίους. Δηλαδή δια την εις άτοπον απαγωγή. Εντάξει έχουμε τη γλώσσα, μοιραζόμαστε τον ίδιο γεωγραφικό χώρο αλλά αυτά ίσως από μόνα τους να είναι ενδείξεις, η περίτρανη απόδειξη είναι ότι έχουμε τα ίδια κουσούρια.
Στην κοινότητα των Ποντίων υπάρχει συμπάθεια προς τους τωρινούς πρόσφυγες, τους ανθρώπους που έρχονται στην Ελλάδα ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους;
Νομίζω πως υπάρχει ευαισθησία. Ας πούμε, στη δική μου περίπτωση, οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες και οι γονείς μου οικονομικοί μετανάστες. Δεν μπορείς αυτό να το παραβλέψεις. Βέβαια υπάρχει το επιχείρημα ότι οι δικοί μας πρόσφυγες ήταν Έλληνες που ερχόντουσαν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Όμως αν δεις πώς φτάνουν εδώ και τώρα οι άνθρωποι, γιατί φεύγουν, αρκεί.
Στην Ελλάδα δε συζητάμε για τη Μικρασιατική καταστροφή, στην κοινωνία επικρατεί σιωπή για το πώς υποδεχτήκαμε τους ανθρώπους που ήρθαν. Πού το αποδίδετε αυτό;
Σαφώς, υπάρχει σιωπή. Ήταν η μεγαλύτερη πληγή του ελληνικού έθνους. Καταλαβαίνω τους ανθρώπους που έζησαν αυτά τα γεγονότα γιατί ήταν μεγάλο τραύμα. Η ανταλλαγή πληθυσμών, που την περιγράφουμε με τόσο λίγες λέξεις, είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις από τον τόπο σου, από το μέρος που γεννήθηκες και να μην μπορείς να γυρίσεις πίσω; Όσο και να μη το θέλεις, είσαι δεμένος με το χώμα, τον πολιτισμό, τις ρίζες. Χωρίς όμως αυτό να έχει ούτε γραφικότητα, ούτε εθνικισμό με τις σύγχρονες έννοιες. Δε μιλάμε πολιτικά, μιλάμε ανθρώπινα. Υπάρχει νομοτέλεια. Δεν γίνεται να μην ξέρεις από πού προέρχεσαι, γιατί δεν έχεις μέλλον. Σημαίνει ότι είσαι ένας άνθρωπος που έχει χάσει το στίγμα του. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο ανησυχούσα και πριν την οικονομική κρίση, την οποία δεν μπορούσα να προβλέψω. Ήμουν από τους σκεπτικιστές και γκρινιάρηδες που την εποχή της ευμάρειας έλεγα «παιδιά πάμε λάθος γιατί χάνουμε βασικά συστατικά της ζωής». Υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από την κατανάλωση και τον πλουτισμό. Λείπει η αυτογνωσία, η γνώση του πολιτισμού μας, της ιστορίας.
Γιατί επιλέξατε να ερμηνεύσετε μια γυναίκα από τον Πόντο στην παράσταση των «Άγαμων Θυτών»;
Φέτος και πέρσι είναι η πρώτη φορά που δεν είχα ένα αμιγώς ποντιακό σκετς στην παράσταση, εκτός από τη γιαγιά. Η γιαγιά μιλάει νεοελληνικά με ποντιακό άρωμα. Επιλέγω να βάζω αυτό το στοιχείο γιατί με ενδιαφέρει πολύ η παράδοση και το χιούμορ μας, το οποίο είναι ιδιαίτερο. Πριν κάποια χρόνια έκανα μια παρωδία του Οιδίποδα στα ποντιακά και την Οδύσσεια, πάντα παρωδιακά γιατί στους Άγαμους κάνουμε σάτιρα και κωμωδία. Οι θεατές ενθουσιάζονται, ειδικά εκείνοι που ψυχανεμίζονται λίγο τη γλώσσα και καταλαβαίνουν το δεύτερο επίπεδο. Γιατί στο χιούμορ υπάρχει και ο συνειρμός και ένα άρρητο πράγμα, που χτυπάει στο ψυχικό και συναισθηματικό κέντρο.
Πιστεύετε ότι τα ανέκδοτα για τους Πόντιους είναι προσβλητικά;
Καθόλου. Το χιούμορ είναι χιούμορ. Αν κάποιος χρησιμοποιεί το ανέκδοτο με κακή πρόθεση, δεν φταίει το αστείο. Το ανέκδοτο μπορεί να είναι ένα πάρα πολύ καλό αστείο με σαρκασμό ή μπορεί να είναι χυδαίο, βλακώδες. Εμένα με ενδιαφέρουν τα ευφυή ανέκδοτα κι όσο πιο αυτοσαρκαστικά είναι, τόσο περισσότερο δείχνουν ένα λαό με υψηλή αίσθηση του χιούμορ. Πρέπει να ξέρετε ότι ξεκίνησαν από τους ίδιους τους Πόντιους, για την ανοησία ενός μέρους της φυλής τους. Μετά βρήκαν ευκαιρία και οι υπόλοιποι αλλά δε νομίζω ότι ενοχλήθηκαν οι Πόντιοι γι αυτό. Άλλωστε έχουν αναδείξει σπουδαίες προσωπικότητες, επιστήμονες, επιχειρηματίες. Η συνήθεια του να λέμε ανέκδοτα σε μια παρέα, δηλαδή ιστοριούλες αστείες με το χαρακτήρα των σημερινών ανεκδότων, δεν υπάρχει στον ελληνικό χώρο ως καθημερινή εκδήλωση στη λαϊκή κουλτούρα, παρά μόνο στους Πόντιους. Οι Πόντιοι τα έλεγαν στα παρακάθια. Το παρακάθι είναι το νυχτέρι, από το παρακάθημαι, η οικογενειακή μάζωξη. Η ανεκδοτολογία ήρθε στη νεώτερη Ελλάδα ως συνήθεια πολύ αργότερα. Στον Πόντο υπήρχε παραδοσιακά. Έχω μια έκδοση του 1935-1936 με ποντιακά ανέκδοτα από τον παππού μου που γνώριζε γράμματα.
Χορεύετε ποντιακούς χορούς;
Χορεύω. Δεν έχω μάθει πυρρίχιο μόνο και αυτή είναι μεγάλη μου έλλειψη, ντρέπομαι. Είναι πολύ πιο δύσκολος αλλά στους υπόλοιπους τα κατάφερνα, στα νιάτα μου τουλάχιστον. Το να χορέψεις μια σερανίτσα ή μια λετσίνα ή ένα κότσαρι έχει ένταση. Για λίγα λεπτά τα καταφέρνω. Έχω καλή αίσθηση της έκφρασης των ποντιακών χορών, η οποία ενδεχομένως με το χρόνο και να χάνεται, καθώς είναι και ένα αναγκαστικό στοιχείο η μετεξέλιξη των χορογραφιών, που άλλαξε και την αίσθηση του σώματος. Υπάρχει ένα λεπτό σημείο στο πώς κινείται ένα σώμα, ενώ μπορεί να κάνει τα ίδια βήματα με κάποιο άλλο και τυπικά ο χορός να είναι ίδιος. Οι παλαιοί χόρευαν αλλιώς, είχαν άλλη έκφραση στο σώμα τους την οποία συνάντησα στους Πόντιους Τούρκους, όταν επισκέφτηκα τον Πόντο.
Για εμένα που δεν έχω δεσμούς αίματος με αυτή την κουλτούρα, οι ποντιακοί χοροί μου δημιουργούν την αίσθηση ότι αποδίδουν ένα έντονο δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων.
Νομίζω ότι ισχύει αυτό για όλους τους χορούς αλλά ίσως λίγο παραπάνω για τους ποντιακούς διότι έχουν έναν πιο διονυσιακό χαρακτήρα, έναν πιο πολεμικό χαρακτήρα. Υπάρχουν όμως και ποντιακοί χοροί που αποδίδουν ακόμα και την ελαφρότητα, την δροσιά, την αφέλεια. Ή χοροί που έχουν έντονη δραματικότητα. Είναι πράγματι πολύ ισχυρή η έννοια της κοινότητας στους ποντιακούς χορούς. Έχω ακούσει από περιγραφές για τα παλιά πανηγύρια κάτι το οποίο συνάντησα και πάλι μόνο στα ορεινά της Τραπεζούντας. Οργανώνονταν τεράστιοι χοροί με εκατοντάδες άτομα, κύκλοι μεγάλοι με τα όργανα στη μέση, με νταούλια και λύρες. Επειδή η λύρα δεν έχει μεγάλη δυναμική, ο λυράρης κάνει το γύρο για να ακούν όλοι έστω περιστασιακά τη μελωδία. Να βλέπεις 300 ανθρώπους σε κύκλο να χορεύουν αγκαλιασμένοι, είναι ασύλληπτο. Μεγάλη αίσθηση της κοινότητας. Βλέπεις ένα στοιχείο διονυσιασμού το οποίο είναι συγκλονιστικό και ομαδικό.
Θα ήθελα να κλείσουμε τη συζήτησή μας, με ένα ποντιακό δίστιχο. Να μας μεταφέρετε στην ποντιακή γλώσσα.
Βεβαίως. Η έννοια της μαντινάδας υπάρχει και στα ποντιακά, είναι δηλαδή μια μελωδία αυτοτελής. Υπάρχον χιλιάδες δίστιχα, τα οποία δεν συνδέονται το ένα με το άλλο. Θα σας πω λοιπόν ένα ερωτικό ποντιακό δίστιχο «Σα ψηλωσέας ήλιος εβγόν, σα χαμελά εσιόντσεν, έναν ημέρα (ου)κ΄ είδα σε και ΄θάρεσα εχρόντσεν».Σημαίνει «Στα ψηλά βγαίνει ο ήλιος, στα χαμηλά χιόνισε, μια μέρα δεν σε είδα και νόμιζα ότι χρόνισε».
Ο κ. Μιχαηλίδης μέχρι τις 28 Μαΐου παίζει στην παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία» στο Θέατρο Άνεσις, ενώ τους επόμενους μήνες θα βρίσκεται σε περιοδεία στην Λαμία, την Κοζάνη, τα Γιάννενα, τη Ρόδο και την Κύπρο.