Σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Φρανκφούρτη μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι οπαδοί μιας άποψης που θέλει την Ελλάδα να είναι «μια ιδιαίτερη περίπτωση» και «ανίκανη να μεταρρυθμιστεί».
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ: του Θάνου Αθανασίου
Σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Φρανκφούρτη μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι οπαδοί μιας άποψης που θέλει την Ελλάδα να είναι «μια ιδιαίτερη περίπτωση» και «ανίκανη να μεταρρυθμιστεί». Καλά πληροφορημένες κοινοτικές πηγές θεωρούν ότι οι ταυτόχρονες δηλώσεις και παρεμβάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση Επιτρόπων, υπουργών και αρχηγών κρατών εδράζονται στα πρώτα αποτελέσματα των συζητήσεων που είχε η Τρόικα στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες με την ελληνική κυβέρνηση. Στις Βρυξέλλες τα στελέχη της Κομισιόν, οι σύμβουλοι του προέδρου Μπαρόζο και οι διπλωμάτες που μετέχουν στις συζητήσεις θεωρούν ότι δύο είναι τα βασικά αίτια για αυτήν την κακή εικόνα:
1) η καθυστέρηση εφαρμογής των συμφωνηθέντων το τελευταίο τρίμηνο
2) και το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι πολιτικοί φορείς καρφώνουν ο ένας τον άλλο για τις καθυστερήσεις.
Σε σχέση με το πρώτο όλα τα ευρήματα που περιλήφθησαν στην εισήγηση του Επιτρόπου Ρεν τόσο στο Eurogroup όσο και χθες το πρωί στο Κολέγιο των Επιτρόπων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση. Κανένα από τα σημεία των λεγόμενων prior actions, δηλαδή των προαπαιτούμενων συμφωνημένων δράσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Τρόικας δεν έχει υλοποιηθεί - κάποια υλοποιούνται αυτές τις μέρες - και από δημοσιονομικής άποψης το 2011 θεωρείται χαμένη χρονιά.
Ως εκ τούτου ο Επίτροπος Ρεν δεν ήταν σε θέση να εισηγηθεί και πολλά θετικά στοιχεία προς τους ομολόγους του, όπως μπορούσε και έκανε το 2011 για τα αποτελέσματα του 2010, ενώ αντιθέτως πυκνώνει και ενισχύεται η επιχειρηματολογία υπό τον τίτλο «οι Έλληνες απλά δεν μπορούν».
Σαν να μην έφταναν τα πραγματικά δεδομένα, όπως πληροφορούν το Real.gr κοινοτικές και διπλωματικές πηγές οι Έλληνες υπεύθυνοι που συνδιαλέγονται με την Τρόικα ρίχνουν ακόμα ο ένας τις ευθύνες στον άλλο. Από τεχνικής άποψης η αίσθηση που επικρατεί είναι πως στην Ελλάδα δεν νοείται, αυτό που περίμεναν οι εταίροι ως συγκυβέρνηση και πολύ απλά η διαπραγμάτευση γίνεται από τους ίδιους ανθρώπους, με την ίδια λογική, που γινόταν πριν την αποχώρηση του Γ.Παπανδρέου.
Σε υπουργεία κλειδιά όπως των Οικονομικών και το Εργασίας δεν έχει αλλάξει τίποτα, οι εκπρόσωποι των δανειστών μεταφέρουν στις Βρυξέλλες (κατά πάσα πιθανότητα και στην Ουάσινγκτον) την αίσθηση ότι επί των μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση δεν υπάρχει διακομματική συναίνεση, σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν ανοχή.
Με βάση τα όσα μεταφέρονται στη βελγική πρωτεύουσα υπάρχουν στην Ελλάδα διαπραγματευτές που φέρνουν διαρκώς τους κυβερνητικούς εταίρους προ τετελεσμένων και στη συνέχεια κρύβονται πίσω από τα λεγόμενα επιβεβαιωτικά e-mails των κοινοτικών υπηρεσιών για να πουν «συμφωνείστε, το ζητάει η Τρόικα».
Όταν πάλι κάτι δεν πάει καλά η συνήθης δικαιολογία είναι «το τάδε κόμμα μας κρατάει τα χέρια δεμένα». Τόσο οι Ευρωπαίοι υπουργοί που μετέχουν στο Eurogroup όσο και οι αρμόδιοι Επίτροποι έχουν αντιληφθεί αυτό το παιχνίδι, που συνήθως καταλήγει σε αναποτελεσματικούς συμβιβασμούς, που έτσι και αλλιώς δεν εφαρμόζονται. Το πρόβλημα είναι ότι τα δεδομένα αυτά αλλάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Η Α.Μέρκελ μιλώντας σε 6 εφημερίδες αναφέρει : «η Ελλάδα αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση καθώς δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη προσπάθεια στο εσωτερικό για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και επιπλέον υπήρξε ολιγωρία από πλευράς της διεθνούς κοινότητας για τη σταθεροποίηση της οικονομίας».
Ο Γερμανός Επίτροπος Γκ.Ετιγκερ μιλώντας σήμερα στο Κολέγιο των Επιτρόπων αναφέρθηκε σε «χαμένη υπόθεση» συμπληρώνοντας ότι «δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει να ασχολείται η Ευρώπη». Στον ίδιο τόνο και ο Γιοχάνες Χαν που έχει κατέβει ουκ ολίγες φορές στην Αθήνα περιέγραψε με μελανά χρώματα το πώς η Ελλάδα δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα του ΕΣΠΑ. Παρόμοιες δηλώσεις έκανε και ο Ολλανδός υπουργός οικονομικών Γιαν Ντε Κες Γιάχερ, αλλά και ο Σουηδός και ιδιαίτερα πετυχημένος στη χώρα του υπουργός οικονομικών Αντερς Μποργκ.
Το ζήτημα λοιπόν αυτή τη στιγμή δεν είναι το αν είμαστε εντός στόχων ή όχι, αλλά το αν οι Ευρωπαίοι θα πάρουν την απόφαση να συνεχίσουν να μας «κρατάνε στον αφρό» ή θα μας παρατήσουν. Μέχρις στιγμής οι επίσημες αποφάσεις συνηγορούν ως προς το πρώτο, το κάνουν όμως περισσότερο για ηθικούς παρά για τεχνοκρατικούς λόγους. Το ερώτημα περί συστημικού κινδύνου βεβαίως συνεχίζει και υπάρχει, όμως είναι στο χέρι της Ελλάδας το να διατηρεί την εξίσωση με θετικό πρόσημο.