Quantcast

«Το νέο μνημόνιο της Ελλάδας: μια πρώτη ανάγνωση»

Διαβάστε το κύριο άρθρο της Realnews που υπογράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.
Του Παναγιώτη Λιαργκόβα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

Η αποτίμηση των μέτρων του νέου μνημονίου δεν μπορεί παρά να γίνει σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο, πρέπει κανείς να απαντήσει στο εξής ερώτημα: χρειαζόταν μια νέα συμφωνία, δηλαδή ένα νέο μνημόνιο; Στη συνέχεια, θα μπορέσει αυτό το μνημόνιο να οδηγήσει μελλοντικά τη χώρα στις αγορές και στην ανάπτυξη; Ας τα δούμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχάς, εδώ που φτάσαμε, το μνημόνιο ήταν μονόδρομος. Το λέω αυτό γιατί η εναλλακτική λύση, από την Κυριακή και μετά, θα ήταν η άτακτη έξοδος της χώρας μας από το ευρώ. Μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε δραματικές συνθήκες στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων: κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας, ένταση της φτωχοποίησης των ήδη φτωχών, οριστικό κλείσιμο τραπεζών, κούρεμα καταθέσεων, ανθρωπιστική κρίση. Αυτό φαίνεται πως το γλιτώσαμε. Και τι έχουμε; Ενα αίτημα για δάνειο 53,5 δισ. ευρώ για τα επόμενα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα, η κυβέρνηση θα υπογράψει μνημόνιο με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) που περιέχει μέτρα συνολικού ύψους 12 δισ. ευρώ. Το μέγεθος των μέτρων που προτείνονται είναι προφανώς αποτέλεσμα της στρατηγικής διαπραγμάτευσης που ακολουθήθηκε όλον τον προηγούμενο καιρό, με βασικό στοιχείο την «δημιουργική ασάφεια» που ολοκληρώθηκε με την πρόσφατη «δημιουργική αντίφαση» του δημοψηφίσματος!

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ αυτή μετουσιώθηκε σε παρατεταμένη αδυναμία συμφωνίας κυβέρνησης και «θεσμών» και σε εκκρεμότητα γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις, που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως είναι οι αντικρουόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας ή ρήξης, ενέτειναν την αβεβαιότητα, που με τη σειρά της προκάλεσε «οικονομική παράλυση» στην αγορά. Τα πράγματα για όλους τους Ελληνες θα ήταν σαφώς καλύτερα εάν είχε επιτευχθεί συμφωνία με τους εταίρους το συντομότερο δυνατό μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 (φυσικά και νωρίτερα). Μια γρήγορη συμφωνία θα αποκαθιστούσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και την εκταμίευση διαφόρων τμημάτων της βοήθειας που πρόβλεπε η δανειακή σύμβαση, ενώ θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να αξιοποιήσει τις νέες πρωτοβουλίες στην Ε.Ε.!

ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ τώρα το περιεχόμενο της συμφωνίας, διαπιστώνω ένα θετικό στοιχείο και ένα αρνητικό. Το θετικό είναι πως ο δανεισμός προβλέπεται να είναι από τον ΕΜΣ. Τι σημαίνει αυτό; Πως το χρέος της χώρας αλλάζει μορφή, αφού δάνεια που έληγαν μέχρι το 2018 από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ θα περάσουν στον ΕΜΣ. Δηλαδή, το δημόσιο χρέος γίνεται αποκλειστικά ευρωπαϊκό ζήτημα. Αυτό είναι σημαντικό γιατί ανοίγει η δυνατότητα μελλοντικού κουρέματος του χρέους, είτε με μείωση είτε με παράταση στην αποπληρωμή του και χαμηλότερα επιτόκια. Μέχρι τώρα, οι κανονισμοί του ΔΝΤ και της ΕΚΤ δυσκόλευαν το κούρεμά του. Ετσι δίνεται η δυνατότητα να υπάρξει μία ελάφρυνση τα επόμενα χρόνια. Εκτιμώ βέβαια ότι στη συμφωνία θα υπάρχει δέσμευση των δανειστών να διαπραγματευτούν με τη χώρα μας τη λήψη περαιτέρω μέτρων αναμόρφωσης και αναδιάρθρωσης του μακροχρόνιου χρέους, μετά το 2022, ώστε να καταστεί βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο. Κάτι που δεν είναι σήμερα, όπως επανειλημμένα έχει τονίσει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (και πρόσφατα το ΔΝΤ).

ΟΜΩΣ υπάρχει και η άλλη, αρνητική, πλευρά του νέου μνημονίου. Η δημοσιονομική προσαρμογή βασίζεται κυρίως σε φορολογικά μέτρα λιτότητας (π.χ. αύξηση συντελεστών ΦΠΑ για τα περισσότερα αγαθά, της φορολογίας επιχειρήσεων, της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, αύξηση της φορολογίας των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, των αγαθών πολυτελείας, των ενοικίων, των ασφαλιστικών κρατήσεων σε συντάξεις) και λιγότερο σε μείωση των δαπανών (π.χ. μείωση των αμυντικών δαπανών). Η ακαδημαϊκή έρευνα υποδεικνύει ότι η λανθασμένη αυτή επιλογή θα λειτουργήσει υφεσιακά στην οικονομία. Ας μην πάμε μακριά: στα χρόνια της βαθιάς ύφεσης στη χώρα μας, 2011 και 2012, όπου η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ ήταν 15,5%, η πλευρά των φορολογικών εσόδων συνεισέφερε πολύ περισσότερο έναντι των δημοσίων δαπανών. Αντίθετα, στα υπόλοιπα χρόνια, όταν το βάρος έπεφτε περισσότερο στις δημόσιες δαπάνες, η ύφεση ήταν σαφώς μικρότερη!