Quantcast

Κινδυνεύουν με εξαφάνιση τα πλατάνια της Ελλάδας

Ξενόφερτος μύκητας εξοντώνει μαζικά τα αιωνόβια δέντρα της χώρας: «Στο κόκκινο» η Πελοπόννησος, η Ήπειρος και η Θεσσαλία. Τα πρώτα κρούσματα εντοπίστηκαν στη δυτική Μακεδονία.
Του Γιάννη Μύττη

Με γοργούς ρυθμούς εξαπλώνεται το μεταχρωματικό έλκος, όπως ονομάζεται επιστημονικά η νόσος του πλατάνου, εξολοθρεύοντας τα αειθαλή δέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο φονικός μύκητας που ευθύνεται για την πρωτόγνωρη απειλή ονομάζεται κερατοκύστις και καταστρέφει μαζικά τον «βασιλιά» των φυλλοβόλων δέντρων. Οι επιστήμονες έχουν σημάνει συναγερμό, καθώς ο αριθμός των νεκρών δέντρων ανέρχεται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες σε όλη την ελληνική επικράτεια, ενώ υπολογίζουν ότι -σε περίπτωση που δεν ληφθούν μέτρα- σε μια δεκαετία το πλατάνι θα εκλείψει, όπως έγινε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο μύκητας κερατοκύστις «αποβιβάστηκε» στην Ευρώπη στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν κρυμμένος στα στρατιωτικά κιβώτια των συμμάχων, που ήταν κατασκευασμένα από άρρωστα πλατάνια στις ΗΠΑ. Ο καταστροφικός μύκητας, αφού ξεκλήρισε τα πλατάνια σε Ιταλία και Γαλλία, εισήχθη στη χώρα μας το 2003, πιθανόν από επιμολυσμένη ξυλεία, χτυπώντας αρχικά τα πλατάνια της Πύλου στη Μεσσηνία. Ηταν η αρχή μίας ανεπανόρθωτης καταστροφής.

Ευθύνεται ο άνθρωπος

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δασικών και Μεσογειακών Οικοσυστημάτων (ΙΔΜΟ), οξύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Πελοπόννησος, η Ηπειρος και η Θεσσαλία. Ο βασικός παράγοντας που προκαλεί τη διασπορά της μόλυνσης των πλατανοειδών είναι ο άνθρωπος, καθώς ο μύκητας μεταφέρεται κυρίως από τα εργαλεία των ξυλοκόπων όπως τα αλυσοπρίονα, αλλά και από τα πριονίδια. Μεταφέρεται επίσης από τα εκσκαφικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στις αμμοληψίες των ποταμών. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος μύκητας είναι ικανός να μεταφερθεί και με τον αέρα, από δέντρο σε δέντρο. Το ινστιτούτο διαπιστώνει ότι η ταχύτητα διασποράς της επιδημίας ξεπερνά τα 5,5 χιλιόμετρα τον χρόνο, ενώ μπορεί να «ταξιδέψει» και στα νερά των ποταμών, επιμολύνοντας το ριζικό σύστημα των πλατάνων, νεκρώνοντας χιλιάδες δέντρα που βρίσκονται στις όχθες των ποτάμιων οικοσυστημάτων. Ενδεικτική είναι η ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική καταστροφή που έχoυν υποστεί τα πλατάνια στις κοίτες του ποταμού Λάδωνα, παραποτάμου του Αλφειού.

Ειδικότερα στην Πελοπόννησο, ολόκληρες περιοχές μαστίζονται από τον καταστροφικό μύκητα. Στην Αχαΐα, στην Ηλεία, στη Μεσσηνία και στην Αρκαδία έχουν ξεραθεί χιλιάδες, ενώ πρόσφατα βεβαιώθηκαν τα πρώτα κρούσματα και στην Κορινθία.

Μολυσμένα μηχανήματα

Η Διεύθυνση Δασών Ιωαννίνων διαπίστωσε ότι ο μύκητας «ταξίδεψε» από την Πελοπόννησο στην Ηπειρο πριν από πέντε χρόνια, μέσω εργολάβων που δούλευαν σε μολυσμένες περιοχές. «Συγκεκριμένα, η ασθένεια εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 2007 στην Ντόλιανη των Ιωαννίνων. Εκεί η δημοτική Αρχή διαμόρφωσε έναν χώρο κατασκήνωσης δίπλα στον ποταμό Καλαμά, για να γίνονται εκδηλώσεις το καλοκαίρι», εξηγεί στη Realnews ο δρ Παναγιώτης Τσόπελας, φυτοπαθολόγος του ΙΔΜΟ, που με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει έχει αναλάβει να ηγηθεί της προσπάθειας διάσωσης του είδους στη χώρα. «Τα “μολυσμένα” μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν για το έργο δεν απολυμάνθηκαν, με αποτέλεσμα να διασπείρουν τον μύκητα και να νεκρώσουν όλα τα πλατάνια του ποταμού και της ευρύτερης περιοχής σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων», επιμένει ο επιστήμονας.

Αρχικά, το δασαρχείο Ιωαννίνων εντόπισε 70 δέντρα που είχαν προσβληθεί από τον ιό. Το ινστιτούτο είχε προειδοποιήσει ότι τα δέντρα έπρεπε να κοπούν άμεσα, να εκριζωθούν και να καούν, προτού επεκταθεί η ασθένεια σε όλο το πλατανόδασος. «Ωστόσο, οι Αρχές καθυστέρησαν αδικαιολόγητα και δεν έκαναν τίποτα απ’ όλα αυτά. Ετσι, διαπιστώνουμε ότι σε δύο χρόνια επιμολύνθηκαν περισσότερα από 1.000 δέντρα», συμπληρώνει ο δρ Τσόπελας. Πλέον, ο μύκητας κερατοκύστις έχει μολύνει χιλιάδες πλατάνια και στον νομό Θεσπρωτίας.

Τα πρώτα νεκρά αιωνόβια δέντρα εντοπίζονται και στη Θεσσαλία, στους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. «Σε περίπτωση που ο μύκητας προσβάλει ένα από τα πλατάνια που βρίσκονται στις όχθες του Πηνειού, θα χαθούν οριστικά όλα τα δέντρα κατά μήκος του ποταμού», τονίζει ο δρ Τσόπελας και προσθέτει: «Αν συνεχιστεί αυτή η ολιγωρία των Αρχών, προβλέπουμε ότι την επόμενη δεκαετία τον πλάτανο θα τον θυμόμαστε μόνο από τα δημοτικά τραγούδια, αφού θα τον... χαιρετίσουμε οριστικά».

Το ινστιτούτο επιμένει ότι εάν δεν παρθούν άμεσα μέτρα καραντίνας, αν δηλαδή δεν απομονωθούν τα άρρωστα πλατάνια με ταυτόχρονη παύση κάθε είδους δραστηριότητας δίπλα σ’ αυτά, τότε το μεταχρωματικό έλκος πρόκειται να πλήξει τα αιωνόβια δέντρα της Μακεδονίας, της Φθιώτιδας, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Μάλιστα, οι ειδικοί δηλώνουν ότι έχουν ενδείξεις πως η νόσος έχει ήδη φθάσει στη Φλώρινα και στην Καστοριά, ωστόσο δεν έχει ταυτοποιηθεί, αφού στα δασαρχεία δεν υπάρχουν διαθέσιμοι φυτοπαθολόγοι για να βεβαιώσουν τα προσβεβλημένα δέντρα.

Χωρίς προσωπικό

Ανήμπορες να αντιδράσουν, οι υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος παρακολουθούν την πανδημία του μεταχρωματικού έλκους να εξαπλώνεται από νομό σε νομό, αδυνατώντας να τη σταματήσουν. Επιπλέον, τα υποστελεχωμένα δασαρχεία της χώρας δεν έχουν επαρκές προσωπικό και δεν μπορούν να καταγράψουν τις πιθανές εστίες μόλυνσης. Η Ειδική Γραμματεία Δασών προσδοκά να αποκτήσει συνολική εικόνα για το μέγεθος της καταστροφής μόνο από το ΙΔΜΟ.

«Το μεταχρωματικό έλκος είναι μία πρωτόγνωρη απειλή και τα δασαρχεία έχουν τεράστιο φόρτο εργασίας για να αντιμετωπίσουν δραστικά αυτήν την επιδημία», λέει ο ειδικός γραμματέας Δασών Γιώργος Αμοργιανιώτης, ελπίζοντας στη βοήθεια των ευαισθητοποιημένων πολιτών: «Εχουμε στείλει ενημερωτικές εγκυκλίους σε όλες τις υπηρεσίες, αλλά αυτό δεν φτάνει. Απευθύνουμε έκκληση σε όλους τους πολίτες όταν εντοπίζουν ξερά πλατάνια να ειδοποιούν αμέσως τα δασαρχεία».

Η ασθένεια των πλατάνων εκδηλώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες. Αρχικά εμφανίζονται στην κορυφή του δέντρου μικρά φυλλαράκια σα ζουμπούλια, τα οποία αρχίζουν να διαχέονται σε όλο το δέντρο, αντικαθιστώντας τα υγιή. Επειτα, το δέντρο νεκρώνεται σταδιακά, χάνει το φύλλωμά του, ενώ ο κορμός αρχίζει και εμφανίζει κόκκινες και μπλε λωρίδες, σαν να έχει μπαλώματα. Ταυτόχρονα, ο κορμός αναδίνει μια χαρακτηριστική μυρωδιά μπανάνας