Σφοδρή αντίδραση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για την απόφαση αθώωσης εποχικού πυροσβέστη που είχε ομολογήσει έξι εμπρησμούς.
Την αντίδραση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προκάλεσε η αθώωση του 43χρονου εποχικού πυροσβέστη, που τον Αύγουστο του 2023 είχε συλληφθεί για την πρόκληση εμπρησμού από πρόθεση σε δασική έκταση, στην περιοχή Αγίας Ειρήνης στην Κεφαλονιά. Μετά τη σύλληψή του, ο εποχικός πυροσβέστης είχε ομολογήσει συνολικά έξι εμπρησμούς στο νησί.
Ο αντεισαγγελέας του Ανώτατου Δικαστηρίου Βασίλης Φλωρίδης ζητά να αναιρεθεί η απόφαση αθώωσης του Εφετείου Κακουργημάτων Πάτρας, κρίνοντας πως το δικαστήριο στο σκεπτικό του «απλά αντέγραψε από την κατηγορία τον τρόπο δράσης του κατηγορουμένου και αντί να προχωρήσει στην ενοχή του, κήρυξε αυτόν αθώο». Επιπλέον ο έμπειρος εισαγγελικός λειτουργός ζητά με έγγραφό του προς τον πρόεδρο του Πειθαρχικού του Αρείου Πάγου να ελεγχθούν πειθαρχικά οι δικαστές που εξέδωσαν αυτή την απόφαση για την οποία αναφέρει, σύμφωνα με πληροφορίες, πως «παραβιάζει, τουλάχιστον, τα ακρότατα όρια της κοινής λογικής...».
Η ομολογία
Ο 43χρονος, που υπηρετούσε στον Πυροσβεστικό Σταθμό Σάμης, μετά τη σύλληψη και την ομολογία του προφυλακίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού τον Σεπτέμβριο του 2023. Σύμφωνα με τη δικογραφία που σχηματίστηκε, ο πρώην εποχικός πυροσβέστης επικαλούμενος τη σωματική του ανάγκη, απομακρυνόταν από τους συναδέλφους του και όταν επέστρεφε, τους έλεγε να κατευθυνθούν σε άλλο μέρος.
Τότε, όμως, και ενώ κανείς άλλος δεν έβλεπε κάτι, εκείνος φώναζε «φωτιά, φωτιά» και όταν τον ρωτούσαν οι συνάδελφοί του πού ήταν η φωτιά, αυτός απαντούσε «εκεί που ήμασταν πριν». Οπως προέκυψε από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε αλλά και από την ομολογία του ίδιου του δράστη, ο τρόπος με τον οποίο έβαζε τις πυρκαγιές ήταν με μαντιλάκια, ποτισμένα με αιθυλική αλκοόλη, τα οποία είναι βραδύκαυστα και δεν αφήνουν ίχνη.
Δεν γνωρίζει... ανάγνωση
Ενώπιον του Εφετείου Κακουργημάτων Πάτρας ωστόσο ο κατηγορούμενος άλλαξε στάση και δήλωσε αθώος αμφισβητώντας τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ισχυρίστηκε πως δεν γνωρί ζει ανάγνωση και γραφή και ότι πιέστηκε προκειμένου να υπο γράψει μια «στημένη» κατάθεση από τις Αρχές.
Το δικαστήριο, όπως προέκυψε εκ του αποτελέσματος, δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και τον απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες. Κατά τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου όμως, η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί καθώς, όπως κρίνει, έχει πολλά κενά.
Κατ’ αρχάς επισημαίνει, σύμφωνα με πληροφορίες, πως σε αυτή δεν αναφέρονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υπο κειμενικών στοιχείων των ανωτέρω αναφερόμενων αξιόποινων πράξεων που αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο. Επιπλέον, δεν αναφέρονται, ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει στο πόρισμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ελεγχόμενης αξιόποινης πράξης.
Στους λόγους αναίρεσης ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Β. Φλωρίδης σημειώνει επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πως δεν αναφέρεται και δεν συνάγεται από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της απόφα σης, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικα στήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τη διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στα πρακτικά, και όχι μόνο το περιεχόμενο μερικών εξ αυτών.
Επισημαίνει, δε, ότι το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε, παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα κατά την ακροαματική διαδικασία (από την κατηγορούσα Αρχή και από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισής του), διαμορφώνοντας αντίστοιχες πολύ σημαντικές παραδοχές και διατυπώνοντας σχετικές αιτιολογικές σκέψεις, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Απλά, καταλήγει ο αντεισαγγελέας, «αντέγραψε από την κατηγορία τον τρόπο δράσης του κατηγορουμένου και, αντί να προχωρήσει στην ενοχή του, κήρυξε αυτόν αθώο».