Ο Φίλιππος Σοφιανός πρωταγωνιστεί στους «Βρυκόλακες» του Eρρίκου Ιψεν, στο θέατρο ΕΛ-ΕΡ, υποδυόμενος τον πάστορα Μάντερς. Ευκαιρία για συζήτηση περί θρησκειών και όχι μόνο, αφού στο έργο θίγεται το θέμα της ευθανασίας και άλλων ηθικών διλημμάτων.
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας θα ανεβάσει το έργο «Δάφνες και πικροδάφνες». Παράλληλα, εξηγεί πώς αισθάνεται για την τηλεόραση, παραδέχεται ότι έχει κάνει τις υποχωρήσεις του προκειμένου να βιοποριστεί από την τέχνη και αποκαλύπτει ότι έχει αποτρέψει τα παιδιά του να ασχοληθούν με την υποκριτική.
«Βρυκόλακες», από τις 2 Μαΐου στο θέατρο ΕΛ-ΕΡ. Εμβληματικό έργο.
Οταν λέμε Ιψεν, στο μυαλό μας έρχονται οι «Βρυκόλακες». Είναι δύο συνώνυμα. Στο υπέροχο θέατρο της Ελένης Ερήμου. Αυτή η γυναίκα έχει καταφέρει να φτιάξει ένα θέατρο, το οποίο είναι πολύ τιμητικό για το κοινό. Είναι η χαρά του θεατή. Το ιδανικό θέατρο για να δεις παράσταση.
Γιατί το λέτε αυτό;
Το λέω γιατί έχουμε πληθώρα και πληθωρισμό αιθουσών γενικά στην Αθήνα, δηλαδή έχουμε 500-700 σκηνές, το νούμερο είναι δυσθεώρητο. Είμαστε πιο πολλοί και από το Λονδίνο σε σκηνές. Υπάρχουν τα κλασικά θέατρα, τα παλιά θέατρα που ξέραμε και υπάρχει και η νέα φουρνιά των θεάτρων, που είναι βιομηχανικοί χώροι, υπάρχουν οι πάγκοι, που δεν έχεις να βάλεις την πλάτη σου. Θέλω να πω ότι αυτό το θέατρο φτιάχτηκε με πάρα πολλή αγάπη. Είναι πολύ σημαντικό για μια παράσταση και για έναν θίασο να παίζει σε «κανονικές συνθήκες» θεάτρου.
Πάμε στο έργο;
Το έργο δεν θέλει και δεν χρειάζεται και πολλά πολλά. Είναι γραμμένο το 1881, πέρασε από χίλια μύρια κύματα μέχρι να βγει στην επιφάνεια. Ηταν από τα αιρετικά έργα του Ιψεν. Τότε τα έργα έκαναν καριέρα ως εξής: Δεν ανέβαιναν στη σκηνή. Πρώτα γίνονταν βιβλίο και, αν ο κόσμος τα διάβαζε, τότε είχαν το προνόμιο να ανέβουν στη σκηνή. Ο Ιψεν πέρασε λίγο άσχημα στη Σουηδία. Αυτοεξορίστηκε για πολλά χρόνια. Δεν ήταν δεκτό το πνεύμα του στον συντηρητισμό της εποχής. Μιλούσε για πράγματα τα οποία ήταν μπροστά τους, αλλά δεν ήθελαν να τα βλέπουν. Και εκεί υπάρχει και η θέση της θρησκείας, ο προτεσταντισμός, όπου είχε πολύ σκληρή παρουσία στα τέλη του 18ου αιώνα στη βόρεια Ευρώπη. Τα είχε βάλει με την Εκκλησία.
Λογιζόταν ως αιρετικός και αυτό προκαλούσε θέματα…
Δεν ήταν από τους mainstream… Εχει γράψει, λοιπόν, τους «Βρυκόλακες» με μια διορατικότητα. Παρόλο που παίρνει αφορμή από ένα γεγονός μιας τοπικής κοινωνίας, θίγει ένα θέμα το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχει απαντηθεί. Το κύριο θέμα των «Βρυκολάκων» είναι η ευθανασία. Ηθικό δίλημμα, θεμελιώδες, φιλοσοφικό, ανθρωπιστικό. Είναι πολλές οι πλευρές του, αλλά το θίγει με έναν τρόπο εξαιρετικό. Με έναν τρόπο που μόνο το θέατρο μπορεί να το κάνει. Δηλαδή, να σε βάλει σε μια ιστορία και μετά στην αποδελτίωση του «τι είδα» προκύπτει ο προβληματισμός. Είναι αυτό το χαρακτηριστικό των κλασικών έργων. Με αφορμή μια ιστορία, σου βάζουν ερωτήματα τα οποία μπορεί να χρειαστεί και μια ολόκληρη ζωή για να απαντήσεις. Είμαστε επιφορτισμένοι εμείς οι ηθοποιοί, είμαστε το όχημα μεταξύ του συγγραφέα και του κοινού, με οδηγό βέβαια τον σκηνοθέτη μας, Κοραή Δαμάτη, να μεταφέρουμε το πνεύμα του συγγραφέα. Από το 2010 έχει έρθει μια φουρνιά ανθρώπων στο θέατρο, οι οποίοι είναι έτοιμοι να τα αποδομήσουν όλα. Είναι η γενιά της αποδόμησης. Υπάρχει μια ρήξη με οτιδήποτε θεωρείται κλασικό. Δηλαδή, παίρνουμε ένα έργο και του αλλάζουμε τα φώτα και κάνουμε μια εντελώς καινούργια ανάγνωση.
Τι εννοείτε;
Το ανέβασμα των «Βρυκολάκων» από την Αθηναϊκή Σκηνή είναι ένα κλασικό ανέβασμα, δεν είναι μοντερνιά. Δεν θέλουμε να βάλουμε στο στόμα του Ιψεν άλλα λόγια από αυτά που είπε. Δεν θέλουμε να κάνουμε ακατανόητα πράγματα πάνω στη σκηνή. Υπάρχει μια ορθογραφημένη κατ’ εμέ παράσταση και μια προσπάθεια να αποδοθεί το πνεύμα του συγγραφέα. Αυτό τώρα στη θεατρική πραγματικότητα της Αθήνας είναι λίγο σπάνιο. Είναι δυσεύρετο. Το κλασικό έχουμε αρχίσει να το συκοφαντούμε, είναι λίγο συνώνυμο της ναφθαλίνης.
Για εσάς τι είναι το κλασικό;
Το κλασικό, για εμένα, είναι η αρχή των πραγμάτων. Είναι οι βασικές αρχές οποιασδήποτε επιστήμης, τέχνης, την οποία, όταν τη μάθεις καλά, τότε έχεις και δικαίωμα να την «παραβείς» και να πας στα πράγματα παρακάτω. Αλλά θα πρέπει να τα ξέρεις. Την αλφάβητο πρέπει να την ξέρεις.
Η Δήμητρα Γαλάνη γράφει μουσική στην παράστασή σας.
Μια έκπληξη για όλους μας. Εχουμε αυτό το σύνολο, λοιπόν, αυτό το ensemble, που θα υποδεχθεί το κοινό, θα ψάξει να βρει το κοινό του από τις 2 Μαΐου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, για τουλάχιστον 14 παραστάσεις. Περιορισμένος αριθμός παραστάσεων.
Εσείς κρατάτε τον ρόλο του πάστορα Μάντερς.
Ο πάστορας Μάντερς, όντας λειτουργός της Προτεσταντικής Εκκλησίας, μιας σκληρής εκκλησίας με βαθύ συντηρητισμό και πολλά «πρέπει», έχει χρέος να φέρει το άκαμπτο, το μη ελαστικό. Αυτό το έχει και η Εκκλησία μας σήμερα. Εχουν γίνει ιεροί πόλεμοι. Εχει χυθεί πολύ αίμα και έχει διωχθεί πολύς κόσμος, έχει καταποντιστεί πολύ πνεύμα. Εχουμε μια στάση του Μάντερς απέναντι στα βιβλία της εποχής, τότε που γίνονταν οι πρώτες νύξεις από τον Φρόιντ για την ψυχοσύνθεση, πράγματα τα οποία θεωρούνταν εντελώς αιρετικά. Ηταν σαν μιάσματα. Αυτός λοιπόν ο τύπος, ο Μάντερς, είναι και εν τοις πράγμασι οικονομικός διαχειριστής, διαχειρίζεται περιουσίες. Εχει ένα επιχείρημα, το οποίο θα του γυρίσει μπούμερανγκ. Ετοιμάζουν ένα ίδρυμα για παιδιά, στο οποίο τίθεται το θέμα αν θα ασφαλιστεί έναντι κινδύνων. Πολύ πρακτικό. Υπήρχαν οι ασφάλειες από τότε. Ο Μάντερς φοβάται ότι εάν ασφαλίσουν το ίδρυμα, θα τους κατηγορήσουν ότι ολιγοπιστούν στον Θεό. Οτι η Θεία Πρόνοια δεν θα προστατέψει το οίκημα, άρα να μην το ασφαλίσουμε για να δείξουμε στον κόσμο ότι έχουμε την προστασία της Θείας Πρόνοιας. Δεν ασφαλίζεται τελικά το ίδρυμα, αλλά αυτό παίρνει φωτιά την ίδια ημέρα. Γίνεται τέφρα. Αυτός είναι ο Μάντερς και αυτή είναι η απάντηση του Ιψεν στην Εκκλησία. Και καταρρέει μια πολύ στιβαρή κολόνα της πίστης και της δογματικότητας με ένα τυχαίο γεγονός. Εχουμε αυτή την τροχιά του ρόλου: Η απολυτότητα και πώς χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια, πώς έρχεται η πραγματικότητα και γειώνει τα πράγματα και τα φέρνει στα μέτρα του ανθρώπινου.
Εχετε κανονίσει κάτι άλλο για το καλοκαίρι;
Για το καλοκαίρι θα μιλήσει η άλλη μου ιδιότητα. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας εοιμάζομαι – και ελπίζω να τα καταφέρω, γιατί είναι ένας αγώνας όταν είσαι στην κρατική μηχανή, το να παράγεις έργο καλλιτεχνικό. Ελπίζω να καταφέρουμε να ανεβάσουμε το «Δάφνες και πικροδάφνες» και να το κάνουμε μία μικρή περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Εκτός της Καλαμάτας. Σας λέω και μια είδηση πρώτη, καθώς θα το σκηνοθετήσει ο εξαιρετικός Θανάσης Παπαγεωργίου.
Με ποια αφορμή φέρνετε αυτή την πολιτική κωμωδία στο προσκήνιο;
Είμαστε σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Νομίζω ότι οι «Δάφνες και πικροδάφνες» δείχνουν την κοιτίδα του ευτελισμού του πολιτικού μας συστήματος. Δηλαδή εκεί είναι οι απαρχές του μαρασμού και της απαξίωσης που έχει ο κόσμος για την πολιτική. Ολοι έχουν περάσει απέναντι από τους πολιτικούς, δεν υπάρχει καμία αξιοπιστία στην πολιτική πια. Νομίζω ότι ο Κεχαΐδης, όταν έγραψε το έργο το 1979, ήταν ακριβώς στις πηγές της αρχής του κακού. Οι μικροκομματάρχες, οι εξυπηρετούντες συμφέροντα, τα ρουσφέτια, τα μυστικά και ψέματα, τα κυκλώματα, οι τρικλοποδιές και όλο το μικρό Βυζάντιο που υπάρχει σε κάθε εκλογή, η επαρχία το ξέρει πολύ καλά. Το έχει ζήσει στο πετσί της.
Πώς βλέπετε τις ελεύθερες αποδόσεις στην Επίδαυρο;
Εκεί τα πράγματα νομίζω ότι αγγίζουν τον ποινικό κώδικα. Δηλαδή, θα έπρεπε να υπάρχει μια απόλυτη προστασία, τουλάχιστον ως προς τον τίτλο των έργων. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς έναν τίτλο και να λες «απόδοση ή διασκευή». Θες να γράψεις ένα δικό σου έργο και πες ότι είναι πάνω σε μια ιδέα του Ευριπίδη! Αλλά μη μου παραθέτεις τον Ευριπίδη από κάτω, γιατί αυτά δεν τα είπαν ο Ευριπίδης ούτε ο Σοφοκλής ούτε ο Αριστοφάνης ούτε κανείς από όλους αυτούς. Είναι παραχάραξη και αυτό το δημιουργεί μια σέχτα ανθρώπων, που έχουν κάτι θέματα φιλολογικά να λύσουν μεταξύ τους. Και βρίσκουν έδαφος σε κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ στέρεο και πολύ δομημένο και τους δίνει άλλοθι να μπουν σε έναν ιερό χώρο που λέγεται Επίδαυρος. Θα έπρεπε να το σκεφτόμαστε λιγάκι, δεν ξέρω αν ακούγεται συντηρητικό… Νομίζω ότι κάποια πράγματα πρέπει να φυλάσσονται. Υπάρχει μια τάση που θέλει να μετατρέψει το θέατρο σε καταναλωτικό αγαθό. Δηλαδή, να πηγαίνουμε σε ένα θέατρο και να λέμε αν μας αρέσει ή δεν μας αρέσει. Αυτό είναι τραγικό. Το «μου αρέσει» ή «δεν μου αρέσει» το λέμε για ένα μπλουζάκι, δεν μπορούμε να το πούμε για ένα θέατρο. Γιατί αν το πούμε για ένα θέατρο, έχασε το θέατρο τον λόγο της ύπαρξής του. Το θέατρο αφυπνίζει συνειδήσεις. Το θέατρο ψυχαγωγεί, δεν διασκεδάζει.
Κεφάλαιο «τηλεόραση». Κάνοντας έναν απολογισμό, εσείς τι έχετε κερδίσει;
Οφείλω πάρα πολλά στην τηλεόραση. Η τηλεόραση μου έδωσε το password να γλιτώσω πολλή ταλαιπωρία ανόδου στο θέατρο, με έχρισε πρωταγωνιστή από πολύ νωρίς. Οπως το κάνει και σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι σήμερα είναι ταχείας καύσεως. Πρέπει σε μια σεζόν να βγουν 30, την επόμενη άλλοι 30… Ωστόσο, η τηλεόραση είναι πολύ σοβαρό μέσο και συνάμα πολύ επικίνδυνο, γιατί έχει τεράστια διείσδυση στη ζωή των ανθρώπων.
Συζητάτε κάτι τηλεοπτικό;
Δεν έχει η τηλεόραση κάτι προς εμένα, η τηλεόραση δεν με προϋποθέτει. Η τηλεόραση σήμερα, εμένα, τον Φίλιππο Σοφιανό, που έκανε αυτά που έκανε τις δεκαετίες ’80-’90, ’90-2000, 2000-2010, επί 30 συναπτά χρόνια, δεν με προϋποθέτει. Εγώ προφανώς δεν ανήκω σε αυτά που προϋποθέτει σήμερα.
Εχει ακολουθήσει κάποιο από τα παιδιά σας τον δρόμο της τέχνης;
Οχι, με προτροπή δική μου. Και με απαγορευτικά πολλά από εμένα. Δεν χρειάζεται κανείς να περάσει το βάσανο και την αγωνία. Εντάξει, ως προσωπικός λογαριασμός, θεωρώ ότι άντεξα και είχα το σθένος και το ψυχικό απόθεμα να το αντέξω. Δεν θα ήθελα ποτέ τα παιδιά μου να μπουν σε τέτοια διαδικασία. Πέρα από την εξιδανίκευση και τα θεωρητικά της τέχνης και το φωτεινό κομμάτι, υπάρχει και το σκοτάδι, το οποίο είναι έρεβος. Εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο ευχάριστα.
Επειδή είναι πραγματικά δύσκολος χώρος, έχετε πει στον εαυτό σας «μέχρι εκεί θα πας, μετά τέλος»; Υπάρχει ένα όριο για εσάς;
Υπάρχουν οι ισχνές και οι παχιές αγελάδες στη δουλειά μας. Οταν υπάρχουν ευμάρεια και προσφορά, τότε φαίνεται κάποιος που έχει αρχές ή ξέρει να λέει «όχι». Οι καριέρες στήνονται με τα «όχι», όπως λέει και το μότο. Δεν θέλω να κάνω άλλη δουλειά, υπηρετώ αυτόν τον κλάδο έχοντας κάνει και τις υποχωρήσεις μου, γιατί έπρεπε να βιοποριστώ. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ρομαντισμός. Υπάρχει η σκληρή φύση του επαγγέλματος. Αν δεν ανήκεις σε λόμπι, σε παρεάκι, το οποίο έχει εξασφαλισμένο το μέλλον του για τουλάχιστον δέκα χρόνια και είσαι στους ηθοποιούς που δύο φορές τον χρόνο ψάχνουν για δουλειά, είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα.
Τι είναι για εσάς τα παιδιά σας;
Το άπαν! Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι τα παιδιά. Ολα τα άλλα είναι τίποτα, αέρας. Θα ξεχαστούν.
Ποιο είναι το όνειρό σας;
Να ησυχάσω κάποτε. Να σταματήσουν οι δαίμονες που με στριφογυρνούν και να μπορέσω να έχω χρόνο για τον εαυτό μου, ώστε να αποδελτιώσω όλη αυτή τη θύελλα που έχω περάσει. Να το κάνω, όμως, με όρους ελάχιστης πολυτέλειας. Να μη γίνει μίζερα.
Θα γράφατε ένα βιβλίο;
Είναι πολύ πιθανό.
Αν και είστε χαμηλών τόνων, η ζωή σας είναι θορυβώδης…
Ναι, το επέλεξα αυτό. Είχα έναν μέντορα, ο οποίος, ευτυχώς, πολύ νωρίς, μου εμφύσησε την αρχή «ο Θεός να σε φυλάει από τα σουξέ». Ηταν από τις πιο χρήσιμες συμβουλές της ζωής μου. Γι’ αυτό ήμουν πάντα πολύ επιφυλακτικός και φειδωλός. Την κοπάναγα, έφευγα πάντα.
Προσωπικά πώς είστε;
Είμαι μια χαρά, ισορροπημένος.