Στο πλαίσιο του 22ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, το Real.gr συνάντησε τη διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό, η οποία μίλησε με αμεσότητα και ειλικρίνεια για την ελληνική της ανατροφή, για τις προκλήσεις της ωριμότητας, για την πολιτική ορθότητα και για την τολμηρή, απαιτητική στροφή της στη σκηνοθεσία.
«Συγγνώμη που φοράω γυαλιά ηλίου, με έχει πειράξει η άμμος από τη Σαχάρα», εξηγεί ευγενικά η Εμμανουέλ Μπεάρ, λίγο πριν ξεκινήσει η συνέντευξη Τύπου που θα παραχωρήσει σε σχετικά μικρό αριθμό δημοσιογράφων στο ξενοδοχείο Saint George Lycabettus.
Αφορμή είναι η παρουσία της στο 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, στο οποίο ανέλαβε τον ρόλο της Προέδρου της κριτικής επιτροπής. Επιπλέον, παραβρέθηκε στις επίσημες προβολές της ταινίας «Πάρε με Αγκαλιά», όπου πρωταγωνιστεί, και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
Απαλές αποχρώσεις, κομψότητα, ήρεμη αύρα, ύφος σοβαρό. Η Εμμανουέλ, που στα μάτια του glossy διεθνούς περιοδικού τύπου υπήρξε ερωτικό είδωλο και fashion icon (παρά την κινηματογραφική της παρουσία που υποδήλωνε ακριβώς το αντίθετο, όπως είχε πει η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της) αγκαλιάζει την δεκαετία των 50, την οποία διανύει, με αποφασιστικότητα και ανανεωμένη όρεξη. Κάποια στιγμή θα μας πει χαρούμενη ότι η ταινία «Πάρε με αγκαλιά» (η οποία αποτυπώνει την αναμέτρηση της μεσήλικης Μαργκό με τον χρόνο και τα καινούρια ξεκινήματα) τής πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία να υποδυθεί μια γυναίκα στην ηλικία της. Ναι, η Μέριλ Στριπ είχε δίκιο: πράγματι, «ο κινηματογραφικός φακός δεν αγκαλιάζει με τον ίδιο ενθουσιασμό τις πιο ώριμες ηθοποιούς», θα παραδεχτεί η Μπεάρ, εξηγώντας έτσι τη στροφή της προς το θέατρο, που της έχει προσφέρει την χαρά ζουμερών ρόλων χωρίς ηλικιακούς περιορισμούς.
«Καλησπέρα, γεια σας, ευχαριστώ», πετάει μερικές ελληνικές λέξεις, χωρίς γαλλική προφορά. Όχι αποκλειστικά για λόγους αβρότητας, αλλά και επειδή, όπως ίσως γνωρίζουν αρκετοί, έχει ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της.
Η Εμανουέλ Μπεάρ έχει περάσει μπροστά από τον φακό σκηνοθετών σαν τον Αντρέ Τεσινέ, τον Κλοντ Σαμπρόλ, τον Μπράιαν ντε Πάλμα («Επικίνδυνες Αποστολές», στο πλευρό του Τομ Κρουζ), του Ολιβιέ Ασαγιάς, του Φρανσουά Οζόν.
Στην ερώτηση αν θεωρεί ότι άλλαξε η θέση του ηθοποιού τα τελευταία χρόνια, που ο κινηματογράφος ακούμπησε πολύ περισσότερο στην τεχνολογία, απαντά: «Καλωσορίζω τις νέες τεχνολογίες στο σινεμά. Οι ψηφιακές τεχνικές είναι μια ευκαιρία για εξοικονόμηση πόρων και, σε έναν βαθμό, απελευθερώνουν. Αν άλλαξε η θέση του ηθοποιού στα γυρίσματα; Όχι στ’ αλήθεια. Πάντως, η τελευταία μου ταινία έχει γυριστεί σε φιλμ, επομένως δεν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, έτσι κι αλλιώς. Γενικά, βέβαια, «το σινεμά των δημιουργών», όπως το ονομάζουμε, το οποίο αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική πτυχή του γαλλικού κινηματογράφου, αντιμετωπίζει πλέον θέμα επιβίωσης, επειδή εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για τις ταινίες που θα γυριστούν δεν το αντιμετωπίζουν με την ίδια φιλικότητα και δεν το στηρίζουν όσο θα έπρεπε».
Ιδού τι ακόμα μοιράστηκε μαζί μας:
*Για το πέρασμα μιας ηθοποιού στην άλλη όχθη, ως μέλος Κριτικής Επιτροπής:
«Το εκλαμβάνω ως μία υπέροχη και συγκλονιστική ευθύνη. Δεν είναι η πρώτη φορά που είμαι μέρος μιας κριτικής επιτροπής, έχω αναλάβει αυτόν τον ρόλο στο Φεστιβάλ Κανών, όταν Πρόεδρος ήταν ο Κουέντιν Ταραντίνο, έχω επίσης υπάρχει πρόεδρος κριτικής επιτροπής στη Ντοβίλ. Είναι πολύ ωραία εμπειρία να βλέπεις με κριτική ματιά το έργο των άλλων. Προφανώς, ως ηθοποιός, δεν έχω το πιο παρθένο βλέμμα σε σχέση με τον μέσο θεατή, στ’ αλήθεια, όμως, αφήνω την καρδιά μου να χτυπήσει και να νιώσει τις ταινίες. Αυτό ακριβώς μας είχε πει και ο Ταραντίνο: «Ναι, είμαστε επαγγελματίες του κινηματογράφου, αλλα ας αφήσουμε την καρδιά μας να χτυπήσει για την ταινία που θα μας συγκινήσει».
Αν υπάρχει κάτι που διαχωρίζει λίγο τη συγκεκριμένη εμπειρία που ζω τώρα, είναι ότι πρόκειται για ένα γαλλόφωνο φεστιβάλ. Πολλούς από τους σκηνοθέτες τους γνωρίζω χρόνια, ενώ αρκετές από τις ταινίες που προβάλλονται στην Αθήνα τις έχω δει στη Γαλλία. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιώ το αποτύπωμα που άφησαν, αλλά και την διαφορετική ματιά μου όταν τις βλέπω για δεύτερη φορά».
*Για τις ελληνικές της ρίζες:
«Η γυναίκα της ζωής μου ήταν η Ελληνίδα γιαγιά μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά. Η γιαγιά μου τα μιλούσε και στη δική της μαμά και στη δική μου. Άκουγα λόγια όπως «κοκώνα μου», «τι όμορφη που είσαι», λόγια αγάπης που άφησαν το αποτύπωμά τους μέσα μου. Δυστυχώς, εγώ ήμουν η πρώτη γενιά που δεν έμαθε τη γλώσσα, όμως το περιβάλλον ήταν εντελώς ελληνικό. Όταν τις προάλλες είπα ότι δεν ήρθα ως μία ακόμα Γαλλίδα ηθοποιός που επισκέπτεται την Ελλάδα, το εννοούσα. Η γλώσσα μού φέρνει αναμνήσεις. Και υπάρχει και το φως, οι μυρωδιές, η αίσθηση των ανθρώπων και το πώς κινούνται, όλα αυτά με πηγαίνουν πίσω στις πρώτες μου αναμνήσεις. Η γιαγιά μου έφυγε στην ηλικία των 107 ετών, αλλά συνεχίζει να με συνοδεύει στο ταξίδι μου εδώ».
*Για την πολιτική ορθότητα:
«Την απεχθάνομαι. Θεωρώ ότι όλοι πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν τέχνη με τόλμη, να συνεχίσουν να αναμετρώνται με τους δαίμονές τους, να δουλεύουν με βάση τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις τους, με τα σώματα των ανθρώπων που τους εμπνέουν. Προσωπικά, δεν πρόκειται ποτέ να επηρεαστώ από την πολιτική ορθότητα στην επιλογή των ρόλων μου.
*Για το αν η υποκριτική υπήρξε ευεργετική για εκείνη:
«Η ενασχόλησή μου με την υποκριτική μού έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή. Αγάπησα τον πυρήνα του επαγγέλματος. Τα υπόλοιπα, τα «αξεσουάρ», όπως τα λέω, όπως το ότι βρίσκομαι εδώ και σας μιλάω χωρίς να ακολουθώ τα λόγια ενός σεναριογράφου, είναι μια πιο δύσκολη άσκηση για μένα, όχι πάντα ευχάριστη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως στρέφομαι όλο και περισσότερο στο θέατρο, γιατί είναι μια μορφή τέχνης που επιτρέπει, ιδίως στις γυναίκες, να είναι ενεργές και αφού περάσουν τα 50 και να συνεχίσουν να έχουν ωραίους ρόλους. Επίσης, καθώς περνούν τα χρόνια αντιλαμβάνεσαι ότι η ζωή παίρνει τον πρώτο ρόλο.
*Για την δεκαετία των 50 και την κηδεία του image της:
«Είναι ένα από τα στάδια που αναγκαστικά περνάει κάποιος. Πολύ συχνά μιλάω με συναδέλφους μεγαλύτερες από μένα, που μου λένε «μη σκας, αυτή η φάση έχει τα πάνω της και τα κάτω της». Για μένα το όριο των 50 ετών ήταν σημαντικό. Μάλλον επειδή το βλέμμα στον κινηματογράφο δεν στρέφεται με τον ίδιο ενθουσιασμό σε γυναίκες πάνω από 50. Ίσως έχει να κάνει και με μένα, γιατί για πάρα πολλά χρόνια ενσάρκωνα ηρωίδες πολύ αισθησιακές και σεξουαλικές, ρόλοι που πλέον δεν μου προσφέρονται στο σινεμά -και δεν τρέχει και τίποτα! Πάντως, μέσα από την ταινία «Πάρε με αγκαλιά», όπου επιτέλους υποδύομαι μια πενηντάρα, είναι σα να καλούμαι να πάω στην κηδεία του image μου-και είναι μια χαρά αυτό! (γελια). Είμαι εδώ για να σας διαβεβαιώσω ότι και στα 50 είμαστε πάρα, μα πάρα πολύ ζωντανοί.
*Για τις πλατφόρμες που «απειλούν» την κινηματογραφική αίθουσα:
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν έπαψε ποτέ η ανάγκη μας να καταναλώσουμε τέχνη, αυτό φάνηκε, ας πούμε, από τις πωλήσεις των βιβλίων. Δυστυχώς, ο κινηματογράφος και το θέατρο δεν είχαν την ίδια ευκολία, και έτσι το κοινό στράφηκε στις πλατφόρμες. Ας μη μιλάμε, όμως, για το κοινό σαν να είναι κάποιοι άλλοι, γιατί κι εμείς οι ίδιοι αποκτήσαμε νέες συνήθειες. Προσωπικά, δεν είχα δει ποτέ σειρά και ξεκίνησα να βλέπω μέσα στην πανδημία. Είχα ανάγκη να έρθω σε επαφή με την τέχνη. Φυσικά, η αίσθηση της μεγάλης οθόνης είναι εντελώς διαφορετική και είναι αδύνατον να μου την προσφέρει το σαλόνι μου. Πιστεύω ότι το αίσθημα της κοινότητας που όλοι νιώθουμε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα είναι πολύ δυνατό, και νομίζω ότι, εν τέλει, θα υπερισχύσει».
*Για το επώδυνο θέμα του ντοκιμαντέρ της:
«Πλέον, με ενδιαφέρει πολύ η σκηνοθεσία. Δεν είναι ότι δεν απολαμβάνω να συμμετέχω σε ταινίες ως ηθοποιός, αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα να στρέψω εγώ το βλέμμα μου σε κάτι. Κι έτσι, αυτή τη στιγμή ετοιμάζω ένα ντοκιμαντέρ. Ο όγκος δουλειάς στην προετοιμασία του είναι τεράστιος. Ευτυχώς, οι νέες τεχνολογίες, στις οποίες αναφερθήκαμε, επιτρέπουν και σε μένα να κάνω τη δική μου ταινία- για παράδειγμα, θα μου ήταν πολύ δύσκολο να μάθω να χειρίζομαι μια μεγάλη κάμερα, ενώ τώρα μπορώ πολύ πιο εύκολα να χειριστώ τις μικρές.
Το θέμα του ντοκιμαντέρ είναι πάρα πολύ δύσκολο. Είναι η αιμομιξία. Δε θέλω να μιλήσω περισσότερο γι΄αυτό, επειδή αυτή τη στιγμή πραγματοποιώ τα γυρίσματα και είναι και αρκετά μυστικό.
*Για το αν το σύγχρονο σινεμά αποτυπώνει ικανοποιητικά τη σημερινή πραγματικότητα:
«Πιστεύω πως ναι, το σινεμά αποτυπώνει τι συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή: το ότι είναι κατακερματισμένος, ότι υπάρχουν εντάσεις, επαναστάσεις και πόλεμοι. Βλέπουμε πάρα πολύ πόνο, πάρα πολλές δυσκολίες, μια αίσθηση «No Man’s Land». Ο κόσμος πνίγεται. Στο 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου είδα πάρα πολλές κοινωνικές ταινίες. Οι επιλογές των προγραμματιστών έγιναν με ιδιαίτερα κριτική ματιά και ανέδειξαν την απογοήτευση, την απελπισία και την εγκατάλειψη που νιώθουν μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Ήταν επιθυμία του φεστιβάλ να στρέψει το βλέμμα μας σε αυτά τα πολύ σημαντικά ζητήματα.
*Για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα:
«Το ταξίδι μου στην Ελλάδα μού έδωσε την ευκαιρία να συναντηθώ με μία ΜΚΟ, την «Home Project», η οποία αναλαμβάνει να προσφέρει φροντίδα σε ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Έχει ανοίξει 14 ξενώνες, που φιλοξενούν παιδιά από 5 έως 18 ετών. Μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν μου ανέφεραν πόσο συχνά αντιμετωπίζει η οργάνωση πολιτικές, ακόμα και αστυνομικές δυσκολίες. Πιστεύω ότι υπάρχει μια σαφής θεσμική, πολιτική ευθύνη απέναντι σε αυτά τα παιδιά, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη χώρα μόνα τους, χωρίς τη συνοδεία ενός ενήλικα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να τα στηρίξουμε».