Κατά τη διάρκεια ενός έργου αναδάσωσης κοντά στο χωριό Lübs, στην περιοχή Jerichower Land της Σαξονίας-Άνχαλτ, αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν σημαντικό θησαυρό αποτελούμενο από σχεδόν 300 αργυρά νομίσματα που χρονολογούνται στον 11ο αιώνα μ.Χ. Η ανακάλυψη έγινε σε βάθος περίπου 35 εκατοστών, σε μια περιοχή ανατολικά του ποταμού Έλβα, κατά την προετοιμασία του εδάφους για φύτευση δέντρων.
Τι ακριβώς περιλαμβάνει ο θησαυρός
Η περιοχή είναι γνωστή στους τοπικούς ερασιτέχνες αρχαιολόγους και ομάδες ανιχνευτών μετάλλων, γεγονός που οδήγησε στη συμμετοχή εθελοντών από το Κρατικό Γραφείο Διατήρησης Μνημείων και Αρχαιολογίας της Σαξονίας-Άνχαλτ. Κατά τη διάρκεια επιτόπιας επιθεώρησης, οι εθελοντές εντόπισαν μια λάμψη αργύρου, η οποία αποδείχθηκε ότι προερχόταν από μια συμπαγή συγκέντρωση νομισμάτων μέσα σε μια αποχρωματισμένη λωρίδα εδάφους πλάτους 30 εκατοστών.
Η ανασκαφή αποκάλυψε 272 αργυρά νομίσματα, τα οποία περιλάμβαναν 196 δηνάρια, 65 φένιγγες με ψηλό χείλος και 12 oβολους με ψηλό χείλος. Θραύσματα από σπασμένα κεραμικά υποδεικνύουν ότι τα νομίσματα αρχικά φυλάσσονταν σε κεραμικό αγγείο. Επιπλέον, ίνες υφάσματος που βρέθηκαν στο κάτω μέρος της συγκέντρωσης υποδηλώνουν ότι τα νομίσματα είτε ήταν τυλιγμένα σε υφαντό ύφασμα είτε το ύφασμα χρησίμευε ως επένδυση για το κεραμικό αγγείο στο οποίο φυλάσσονταν.

Η ακριβής χρονολόγηση των νομισμάτων
Μεταξύ των παλαιότερων νομισμάτων που βρέθηκαν είναι ένας φένιγγας με ψηλό χείλος που κόπηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του Αρχιεπισκόπου Γκέρο του Μαγδεβούργου (1012–1023 μ.Χ.), καθώς και νομίσματα που εκδόθηκαν υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χούνφριντ (1032–1051 μ.Χ.), με ορισμένες από τις πρώτες γνωστές επιγραφές που αναφέρονται στην πόλη του Μαγδεβούργου. Το πιο πρόσφατο νόμισμα εκδόθηκε υπό τον Επίσκοπο Μπούρχαρντ του Χάλμπερστατ (1036–1059 μ.Χ.), υποδεικνύοντας ότι ο θησαυρός τοποθετήθηκε στο έδαφος, κάποια στιγμή μετά το 1059 μ.Χ.

Σύμφωνα με το Κρατικό Γραφείο Διατήρησης Μνημείων και Αρχαιολογίας της Σαξονίας-Άνχαλτ, «τα νομίσματα αποκαλύπτουν όχι μόνο μια συναρπαστική εικόνα των περιφερειακών πρακτικών νομισματοκοπίας, αλλά και υποδηλώνουν ισχυρή εκκλησιαστική επιρροή, καθώς τα περισσότερα κόπηκαν υπό την ηγεσία εξέχοντων εκκλησιαστικών ηγετών».