Τα αποτελέσματα μιας διεθνούς συμφωνίας εξαρτώνται από δυο παράγοντες. Τις στρατηγικές επιλογές της χώρας και τα εμπόδια που θα προταθούν. Τα τελευταία σχετίζονται με τα σφάλματα, τις παραλείψεις, τις πιέσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα και οτιδήποτε σχετικό.
*Καθηγητή ΑΠΘ, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β΄ Θεσσαλονίκης
Στον απόηχο της πολιτικής των χρόνιων μεταθέσεων επίλυσης του Μακεδονικού ζητήματος ζούμε σωρεία λαθών δεκαετιών. Αυτά οδήγησαν στην απώλεια της βέλτιστης λύσης, αναφορικά με την μη αναγνώριση του εν λόγω κράτους με το όνομα Μακεδονία ή με τα παράγωγά του. Το όνομα ήταν η μόνη διαφορά που σημειωνόταν το 1993 στις δυο αποφάσεις του ΟΗΕ 817 και 845.
Εφόσον η βέλτιστη λύση χάθηκε λόγω ακατάλληλων χειρισμών διαχρονικά, μια δεύτερη καλύτερη επιλογή, η Συμφωνία των Πρεσπών, καλείται να καλύψει τα κενά αδράνειας δεκαετιών.
Τα λάθη αρχίζουν να παίζουν σημαίνοντα ρόλο από το 1945 και μετά. Η θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον Στρατάρχη Τίτο ότι στο θέμα της επωνομαζόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, «Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε» φυσικά δεν έλυσε το πρόβλημα. Αντίθετα αυτό οξύνεται μετά το 1990 και αντιμετωπίζεται με πρωτοφανείς αβλεψίες και λάθη εκ μέρους των Ελληνικών κυβερνήσεων.
Αναλυτικότερα, στις 26/6/1992 κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας αποφασίζεται η μη αναγνώριση του εν λόγω κράτους με όνομα που θα εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία. Σημειώνεται βέβαια ότι πριν στεγνώσει η μελάνη της Συμφωνίας άρχισαν άτυπα να κυκλοφορούν τα γνωστά σύνθετα ονόματα μέσω της πρότασης Πινέιρο, χωρίς την έντονη αντίδραση της Ελλάδας.
Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη στη Λισσαβόνα, το εξεταζόμενο θέμα παίρνει άλλη τροπή κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Εδιμβούργου του Δεκεμβρίου του 1992. Και ενώ γνωρίζουμε ότι τα Σκόπια ετοιμάζονται για ένταξη στον ΟΗΕ, κατά τη συγκεκριμένη Σύνοδο Κορυφής δεν λαμβάνεται η παραμικρή Κοινήθέση για τη μη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας εκ μέρους των Σκοπίων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της 26 Ιουνίου του 1992. Υιοθέτηση Κοινής Θέσης σήμαινε ότι οι όποιες αποφάσεις για το όνομα θα γίνονταν αποδεκτές υποχρεωτικά από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, κατά τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Άρθρο Ι.2).
Οπότε δε θα μπορούσαν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναγνωρίσουν το εν λόγω κράτος με το συνταγματικό του όνομα. Στην αντίθετη περίπτωση θα παρέβαιναν διατάξεις της Συνθήκης με επακόλουθο την εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εδώ χάθηκε η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για παρεμπόδιση της χρήσης του ονόματος της Μακεδονίας από τα Σκόπια, κατά τα συμφωνηθέντα σε επίπεδο Ένωσης μόλις έξι μήνες πριν!
Το 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου, επιβάλει εμπάργκο στα Σκόπια, με συνέπεια η Επιτροπή να στραφεί κατά την Ελλάδας στις 6 Απριλίου, καθώς η πράξη αυτή παραβίαζε τους κοινοτικούς κανόνες.
Στις 29 Ιουνίου 1994 η Ελλάδα κερδίζει τον πρώτο γύρο της δίκης, δηλαδή τα ασφαλιστικά μέτρα, οπότε δεν υποχρεώνεται να ανοίξει τα σύνορά της ως την εκδίκαση της υπόθεσης. Κατά την προβλεπόμενη διαδικασία οι εισηγήσεις του Εισαγγελέα και Εισηγητή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ταυτίζονται με τις Ελληνικές θέσεις. Βλέποντας η Επιτροπή την ευνοϊκή αυτή τροπή υπέρ της Ελλάδας, αποσύρει τις κατηγορίες της, οπότε η δική δεν ολοκληρώθηκε. Τα κείμενα όμως των προαναφερθέντων δυο δικαστικών ήταν στα χέρια της Ελληνικής κυβέρνησης. Ουδέποτε όμως χρησιμοποιήθηκαν έτσι ώστε να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μελλοντικών κειμένων όπως λόγου χάρη της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» του 1995.
Και ερχόμαστε στην «Ενδιάμεση Συμφωνία» με ημερομηνία λήξης τον Δεκέμβριο του 2002. Εκεί προβλέπεται διεθνώς να χρησιμοποιείται η λέξη FYROM ως το όνομα της γειτονικής χώρας. Στις διμερείς όμως σχέσεις, τα Σκόπια μπορούσαν να χρησιμοποιούν το συνταγματικό τους όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εδώ έχουμε ένα δεύτερο σημαντικό λάθος, μια μοναδική κακοτεχνία, που θα μπορούσε φυσικά να αποφευχθεί.
Και ενώ διαπιστώνει η Ελληνική κυβέρνηση ότι παραβιάζονται κύριοι όροι της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, εγκρίνει, ως «έπαινο» για τις παραβάσεις αυτές, τη Συμφωνία Σύνδεσης FYROM–ΕΕ τον Μάιο του 2003. Αν πίεζε τότε η Αθήνα τα Σκόπια με τη μη επικύρωση της εν λόγω Συμφωνίας, λόγω μη καλής γειτονίας, θα μπορούσε να λύσει την ήδη χρονίζουσα διένεξη έγκαιρα. Η καλή γειτονία προβλεπόταν στο Άρθρο 4 της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΕ-FYROM. Η Ελλάδα λοιπόν δε θα ασκούσε το δικαίωμα του veto στη μη σύνδεση ΕΕ-FYROM λόγω του ονόματος, κάτι που απαγορευόταν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, άλλα λόγω της μη καλής γειτονίας.
Εδώ έχουμε το δεύτερο μεγάλο λάθος, που στην ουσία έκλεισε την αυλαία του θεάτρου. Από εκείνη την περίοδο και μετά τα Σκόπια ανενόχλητα ριζώνουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε όλο τον πλανήτη από λάθη και παραλείψεις της Ελληνικής πλευράς. Ουσιαστικά, με τη δική μας συγκατάθεση ο όρος Μακεδονία, Μακεδόνας και Μακεδονική γλώσσα κερδίζουν θεαματικά έδαφος, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι μεταθέτοντας την επίλυση του προβλήματος κερδίζουμε σε πόντους.
Το τραίνο των ευκαιριών της ιστορίας δεν περνά πολλές φορές. Αν δεν τις αδράξεις χάνεις.
Τα δυο λάθη, το πρώτο κατά τη Συνόδο Κορυφής του Εδιμβούργου (1992) σε συνδυασμό με το δεύτερο δηλαδή την μηδαμινή αντίσταση που πρόβαλε η Ελληνική κυβέρνηση το 2003 κατά τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-FYROM, άνοιξαν το δρόμο για τη μη επίλυση του προβλήματος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβόνας του Ιουνίου του 1992.
Αποτελούν τις δυο άκρες ενός νήματος, όπου στο μέσον του συσσωρεύονται κακοτεχνίες και παραλείψεις που αγγίζουν ταυτόχρονα το δίπτυχο γλώσσα και ταυτότητα. Η λεγόμενη σταθερή πολιτική δεκαετίων μετά το 2003 δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια πολιτική για το θεαθήναι και αποφυγής επίλυσης του προβλήματος με προδιαγεγραμμένο τέλος.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είχε να αντιμετωπίσει de facto καταστάσεις δεκαετιών επιζητώντας να βελτιώσει ένα περιβάλλον διμερών σχέσεων, δύσμορφο και ιδιότροπο, στο πλαίσιο ενός συμβιβασμού και αμοιβαίων παραχωρήσεων. Συμφωνίες νίκης-ήττας δεν είναι βιώσιμες σύμφωνα με την παγκόσμια ιστορία (βλ. Συνθήκη των Βερσαλλιών 2019).
Η συνέχεια στην υπόθεση αυτή θα λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Παραβάσεις, ή μη εκπλήρωση όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ μέρους των Σκοπίων θα προσκρούσουν στα πολιτικά και οικονομικά ενταξιακά κριτήρια, όπως καθορίστηκαν στην Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης του 1993.
Τα 35 Κεφάλαια της ενταξιακής διαδικασίας λοιπόν δεν επιτρέπουν «πονηρά» πισωγυρίσματα εκ μέρους του γειτονικού κράτους, αναδεικνύοντας από την άλλη θέματα που ουδέποτε συζητήθηκαν έως τώρα.
Ενδεικτικά, ως προς το δεύτερο σημείο σημειώνεται το εξής: Έχοντας υπόψη τις ενταξιακές διαδικασίες άλλων κρατών, το Κεφάλαιο 26 που αναφέρεται στο χώρο της Παιδείας και του Πολιτισμού, μπορεί να αναδείξει, εκτός των άλλων, την ιστορία και τον πολιτισμό των νότιων περιοχών της υποψήφιας χώρας. Εκεί, σε διάφορες περιοχές αλλοιώθηκαν μνημεία παλαιότερων εποχών (Βυζαντίου κ.λπ) στο όνομα του γνωστού αλυτρωτισμού και της αλλαγής της ιστορίας. Αυτές οι στρεβλώσεις μπορούν πλέον να διορθωθούν.