Quantcast

Ελλάδα-Τουρκία και άμυνα: Προχειρότητα και αταξία εναντίον στρατηγικής και τάξης - Αρθρο του Δ. Μάρδα

Τα εξοπλιστικά προγράμματα τα θυμούνται οι κυβερνήσεις της χώρας μας όταν φθάνουμε στα όρια μιας κρίσης με την Τουρκία. 

Αποτέλεσμα, παραγγέλλουμε βεβιασμένα οπλικά συστήματα και λόγω της άμεσης ανάγκης ο κίνδυνος να είμαστε αποδέκτες ακριβών τιμών είναι υψηλός. Η παραλαβή τους εύλογα χρειάζεται χρόνο και γίνεται συνήθως όταν η όποια κρίση με την Τουρκία εισέλθει στη φάση της ύφεσης. Από την άλλη η εγχώρια βιομηχανία οπλικών συστημάτων εγκαταλείφθηκε, οπότε η εξάρτηση μας από το εξωτερικό είναι ισχυρή.

Η Τουρκία μεθοδεύει την ενίσχυση της πολεμικής της μηχανής από το 1990. Τότε άρχισε μαζικές εισαγωγές που τις διαφήμιζε διεθνώς (βλ. Defense News), επιδιώκοντας παράλληλα την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων. Πρώτη της επιδίωξη ήταν η κάλυψη των αναγκών της κατά 25% σε πολεμικό υλικό από την εγχώρια βιομηχανία. Βελτίωσε θεαματικά αυτό το ποσοστό, περιορίζοντας σημαντικά την εξάρτηση της από το εξωτερικό. Παράλληλα αναπτύσσει τη σχετική με την άμυνα τεχνολογία ωθώντας τέλος τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων σε όλο τον πλανήτη.

Δημιούργησε τέσσερις «Ειδικούς Λογαριασμούς» με σκοπό τη χρηματοδότηση της αμυντικής της βιομηχανίας. Ο πρόεδρος και η κυβέρνηση ειδικότερα, διαχειρίζονται ένα σύνολο τέτοιων «Ειδικών Λογαριασμών» που λειτουργούν μαζί με το πανίσχυρο Ταμείο Πλούτου της Τουρκίας (TWF). Οι Λογαριασμοί αυτοί καθώς κινούνται εκτός κρατικού προϋπολογισμού, οπότε δεν εποπτεύονται από το Κοινοβούλιο.

Αναλυτικότερα, τέτοιοι λογαριασμοί είναι πλην του ανωτέρω Ταμείο Πλούτου της Τουρκίας (TWF), το Ταμείο Υποστήριξης Αμυντικής Βιομηχανίας (SSDF) που αποτελεί τη βασική χρηματοδοτική πηγή για εξοπλιστικά προγράμματα, οι προϋπολογισμοί της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας (ΜΚΕΚ) όπως και του Ιδρύματος για την Ενίσχυση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (TSKGV). Τα έσοδα τους προέρχονται από τμήμα των έμμεσων φόρων, ενώ το τελευταίο, το Ίδρυμα, κατέχει μερίδια σε 18 εγχώριες μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες. Στη διαχείριση των ανωτέρω δαπανών επικρατεί πλήρης αδιαφάνεια.

Και εμείς είχαμε τέτοιους «Ειδικούς Λογαριασμούς» εκτός του κρατικού προϋπολογισμού ως και το 2010. Τα έσοδα τους προέκυπταν από ένα ποσοστό κάποιων έμμεσων φόρων (π.χ. ένα ποσοστό από τον φόρο των πετρελαιοειδών λόγου χάριν). Αποδέκτες των χρημάτων αυτών ήταν όμως ποδοσφαιρικές ομάδες, καμπαναριά, σύλλογοι ανύπαρκτοι-σφραγίδες και ότι ρουσφέτι θεωρούσε πολιτικά χρήσιμο ο χειριστής Υπουργός.

πράσινη ανάπτυξη που όλα τα κόμματα ποθούν και ευαγγελίζονται είναι ένας κεντρικός στόχος της ΕΕ. Όταν όμως αγνοούμε τους περιορισμούς-εμπόδια που αντιμετωπίζουμε και λαμβάνουμε κατά νου μόνο τους όποιους στόχους ορίζονται στις Βρυξέλλες, τότε μάλλον στραβά αρμενίζουμε. Με την πράσινη ανάπτυξη όπως αυτή δίνεται στο «Σχέδιο Ανάκαμψης» της κυβέρνησης ή σε άλλα αναπτυξιακά σχέδια άλλων κομμάτων δεν πρόκειται να καλύψουμε το επενδυτικό κενό της χώρας της τάξης των 100 δις ευρώ και άνω, ούτε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που αποτελούν κύριο περιορισμό για τη χώρα μας.

Στο πλαίσιο αυτό, έχοντας υπόψη το δίπολο του επενδυτικού κενού στη βιομηχανία και των περιορισμών όπως υφίστανται από τον ανταγωνιστικό μας περίγυρο (βλ. Τουρκία), η επαναδραστηριοποίηση μας στην αεροναυπηγική, στην παραγωγή αμυντικού υλικού, όπου στους κλάδους αυτούς παλαιότερα είχαμε ικανοποιητικές επιδόσεις, είναι επιτακτική ανάγκη. Επίσης, η ώθηση στην ηλεκτρομηχανική, στα σύγχρονα οχήματα, στη ρομποτική, στην παραγωγή ενδιάμεσων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, στην αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου, στη βιομηχανία συναρμολόγησης όπως και στα logistics (λόγω λιμανιών), θα δώσει νέα ρότα στην οικονομία. Τα προαναφερθέντα θα ενδυναμώσουν με συστηματικό τρόπο και την άμυνα.

Ο προσανατολισμός αυτός, συνδέεται με μεγάλα επενδυτικά. Επίσης, σε συνδυασμό με την πολιτική υπέρ της τεχνολογικής έρευνας και της στήριξης των Startup εταιριών –που με κίνητρα πρέπει τα καινοτόμα προϊόντα και τις υπηρεσίες που ετοιμάζουν να παράγονται στην Ελλάδα– θα συγκρατήσει επιστήμονες στη χώρα και θα την ενδυναμώσει αμυντικά και τεχνολογικά κ.ά.

Τέτοιες μεγάλες επενδύσεις, χρειαζόμαστε στη βιομηχανία –όπως και στον τουρισμό– για να καλύψουμε το επενδυτικό μας κενό και παράλληλα να αποκτήσουμε την ισχύ που απαιτεί η σύγχρονη διπλωματία. Έτσι, θέτοντας τέτοιους προσανατολισμούς χωρίς παλινωδίες διαχρονικά και χωρίς βεβιασμένες κινήσεις εξυπηρετούνται πολλαπλοί στόχοι.

Ο στόχος της «Γαλάζιας Πατρίδας» της Τουρκίας, κύριος περιορισμός για την Ελλάδα, διαπερνά κάθε Κεμαλική και Ισλαμική κυβέρνηση και απαντάται μόνο με την στρατηγική ενδυνάμωσης της άμυνας με εγχώρια προϊόντα, εξέλιξη που θα βελτιώσει την εκβιομηχάνιση της χώρας και την αυτονομία μας στο χώρο της άμυνας, μειώνοντας παράλληλα την αιμορραγία εξαγωγής ευρώ ή συναλλάγματος για πανάκριβες αγορές ξένων οπλικών συστημάτων.

Για όλα όμως αυτά χρειάζεται μέθοδος –και όχι προχειρότητα και σπασμωδικές κινήσεις, εν πολλοίς εντυπωσιασμού και συχνά με υψηλό κόστος– που σε συνδυασμό με τον περιορισμό των εμποδίων που ορθώνονται από αιτίες εκτός των συνόρων μας, θα απαντήσουν και στις διαρκείς προκλήσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα που μόνο η χώρα μας αντιμετωπίζει σε επίπεδο ΕΕ.