Quantcast

ΠΑΣΟΚ: Ενα ιδιαίτερο πολιτικό σύμπαν - Γράφει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος

ΠΟΛΛΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ της δημόσιας ζωής της χώρας -μεταξύ αυτών και ο σημερινός πρωθυπουργός- προσπαθούν να αναγάγουν το δίλημμα των προσεχών εκλογών, μονών ή διπλών, στο «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Και εν πολλοίς ίσως είναι πράγματι έτσι. Ωστόσο...

ΣΤΟ ΟΛΟ εθνικό μας πολιτικό πεδίο σημαντικό ρόλο παίζει και ο τρίτος πόλος, το ΠΑΣΟΚ.

ΟΧΙ ΜΟΝΟ γιατί έχει μια ιδιαίτερη «in-between» θέση στην ιεραρχία των πολιτικών μας δυνάμεων: Απομακρυσμένο αισθητά από τις δύο σήμερα δεσπόζουσες πολιτικές δυνάμεις, εξίσου αισθητά απέχει από όλα τα άλλα κόμματα που ακολουθούν (και συγκροτούν τον «πολιτικό βυθό»).

ΟΥΤΕ ΓΙΑΤΙ υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να καταστεί, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, ξανά κυριαρχικό κόμμα ή έστω ένας από τους δύο πόλους του προεξάρχοντος στο κομματικό σύστημα πολιτικού δίπολου: Εχοντας αφιερώσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου στη μελέτη των κομμάτων, δεν ξέρω πολλά τα οποία, αφού από ένα σύνηθες 40% πάνω-κάτω έφτασαν να αγωνιούν για διασφάλιση διψήφιου εκλογικού ποσοστού, να ξαναπέκτησαν στη συνέχεια στάτους κόμματος εξουσίας. Η από τον Μεσοπόλεμο και πέρα πορεία του ιστορικού Liberal Party της ΜΒ είναι ενδεικτική αυτής της μόνιμης, με ελάχιστες μικροεκλάμψεις, εκλογικής καθήλωσης ενός πρώην μεγάλου σε άλλα «κυβικά». Και εν πάση περιπτώσει τίποτε στην προσωπικότητα και στη μέχρι τώρα παρουσία του κ. Ανδρουλάκη δεν δείχνει πως έχει την ακτινοβολία, την ικανότητα ανάδειξης νέων ελκυστικών θεμάτων και οπωσδήποτε το πολιτικό διαμέτρημα που θα επέτρεπε στο κόμμα του την προσδοκία πως θα επανέλθει στην «Α’ Εθνική»...

Η ΒΑΡΥΤΗΤΑ του ΠΑΣΟΚ προκύπτει κυρίως από την ενδιάμεση/κομβική θέση του στην ελληνική «πολιτική γεωγραφία», στο ιδεολογικό συνεχές της χώρας. Θέση αναβαθμιζόμενη από το γεγονός πως -αν Ελλάδα συχνά βάζει πλειοψηφικά στοιχεία στον εκλογικό της νόμο- ουδέποτε μετά το 1952 έχει εφαρμόσει πλήρως πλειοψηφικό σύστημα.

ΤΟΥΤΩΝ δοθέντων, ποια είναι τα χαρακτηριστικά, ποιες οι προοπτικές και ποιες οι επιλογές σήμερα του κόμματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου; Με τα δημοσκοπικά δεδομένα να δείχνουν πως (αν αναμένεται μιας σημαντική βελτίωση σε σχέση με το «φώφειο» 8%) ακόμη μεγαλύτερη απόσταση φαίνεται να το χωρίζει από τα «στρατοσφαιρικά» ποσοστά που φαινόταν να κατακτά το πρώτο διάστημα της εκλογής της νέας ηγεσίας του, τρεις δείχνουν να είναι οι μετεκλογικές επιλογές που του προσφέρονται:

ΠΡΩΤΟΝ, να επιδιώξει να συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια συγκυβέρνηση μάλλον κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, που θα ήλπιζε στην ανοχή των μικρότερων κομμάτων της Αριστεράς. Είναι, νομίζω, το πλέον σουρεαλιστικό και το λιγότερο πιθανό σενάριο, με σχεδόν μηδενικές πιθανότητες, αν επιχειρηθεί, να δώσει στοιχειωδώς βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. (Μπορεί ένας άλλοτε ηγέτης του χώρου να φιλοδοξούσε να κάνει τη χώρας μας «Δανία του Νότου», αλλά μόνο η Δανία του Βορρά κυβερνάται σχεδόν αδιάλειπτα επί 50 χρόνια από κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής μειοψηφίας). Αλλωστε, η πρόσφατη εμφάνιση της έως και αντιαισθητικής φωτογραφίας του εναγκαλισμού Τσίπρα - Καμμένου δείχνει πως ο Ανδρουλάκης μάλλον δεν προσανατολίζεται προς κάτι τέτοιο.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η -πιο ευνοϊκή ίσως εξέλιξη για το ΠΑΣΟΚ- προώθηση τρικομματικής κυβέρνησης Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, υπό πρωθυπουργό κοινής αποδοχής. Εκεί, άλλωστε, μάλλον στόχευε το παλαιότερο αφήγημα «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας στην πρωθυπουργία». Με τη Ν.Δ., κατά τα πάγια ευρήματα των δημοσκοπήσεων, να αγγίζει στις «αναλογικές εκλογές» το 35%, δεν θα είναι εύκολο το ΠΑΣΟΚ να επιβάλει ένα τέτοιο σενάριο. Εκτός των άλλων, ο Μητσοτάκης θα είχε το επιχείρημα πως μια τέτοια συγκυβέρνηση θα έφθειρε όλο το τόξο των δημοκρατικών δυνάμεων της πολιτικής ευθύνης, επιτρέποντας στα αντισυστημικά κόμματα των άκρων να καρπούνται τη φθορά των κυβερνητικών δυνάμεων.

ΤΡΙΤΗ επιλογή, τέλος, η συμμετοχή σε δικομματική κυβέρνηση υπό τον Μητσοτάκη. Η πρόσφατη εγκατάλειψη του προηγούμενου αφηγήματος «ούτε - ούτε» και η αναφορά στους συσχετισμούς που θα διαμορφώσει η κάλπη δείχνουν πως ο Ανδρουλάκης δεν αποκλείει πλέον το συγκεκριμένο σενάριο.

ΕΙΝΑΙ, όμως, τα εσωκομματικά δεδομένα του ΠΑΣΟΚ τέτοια, που θα επέτρεπαν στον αρχηγό του να κάνει όποια επιλογή κρίνει αυτός σωστή και συμφέρουσα; Μάλλον όχι. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να διαχειριστεί το θέμα Λοβέρδου (ποιο άλλο στέλεχος του Κινήματος αυτοπροσδιορίζεται ως «κεντρώος», που μεθερμηνευόμενο ίσως σημαίνει τουλάχιστον κεντροδεξιός, ειδικά αν συνεκτιμηθούν οι τοποθετήσεις για Πρέσπες και θανατική ποινή;) ο οποίος και οιονεί θεσμικά είναι τώρα το Νο 2 του Κινήματος. (Ο ΓΑΠ ανήκει σε ένα παράλληλο πολιτικό σύμπαν, στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει τουλάχιστον αφότου συγκρότησε το ΚΙΔΗΣΟ, κόμμα ακραία προσωποπαγές, ακόμη και για τα δεδομένα του ΠΑΣΟΚ που έδωσε κόμματα Τρίτση, Αρσένη, Τσοβόλα, Κατσέλη, το «σχεδόν κόμμα» της Διαμαντοπούλου και βέβαια το προηγούμενο κομματικό εγχείρημα του Λοβέρδου…)

ΕΙΤΕ, ΛΟΙΠΟΝ, κάποιες πρόσφατες μετακινήσεις δευτεροκλασάτων πασοκικών στελεχών προς τη Ν.Δ. είναι προπομποί αντίστοιχης «μεταγραφής αεροδρομίου» του Πατρινού πολιτικού είτε όχι, τα δεδομένα δείχνουν πως οι ρεαλιστικές μετεκλογικές επιλογές του Ανδρουλάκη δεν είναι εξαιρετικά ευρείες. Εφόσον βέβαια επαληθευθούν οι τάσεις που καταγράφουν τώρα οι δημοσκοπήσεις. Οι δε τελευταίες κινήσεις του δείχνουν μάλλον να το έχει αντιληφθεί… Κυρίως, δε, δείχνουν να έχει πια αντιληφθεί πως ουδέν μετεκλογικό κυβερνητικό σενάριο μπορεί να είναι τόσο καταστροφικό για το κόμμα του (και με όρους εκλογικού ποσοστού και με όρους διατήρησης της συνοχής του) όσο η δεύτερη προσφυγή στις κάλπες.