Οταν ολοκλήρωσα το βιβλίο μου για τη Δίκη των Εξι, που είχε πολλή δουλειά και αρκετή έρευνα, ειλικρινά πίστευα πως αποτελεί το τελευταίο μου. Τελικά, φαίνεται πως οι γέροι γραφιάδες έχουμε με τις γηραιές πόρνες αυτό το κοινό, ότι όσο αναπνέουμε δεν εγκαταλείπουμε εύκολα το «λειτούργημα» με το οποίο είμαστε επί χρόνια εθισμένοι. Και έτσι γράφω πάλι... Ενα βιβλίο με θέμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία του Μεσοπολέμου (κάποιοι τη αποκαλούν «Δημοκρατία Παπαναστασίου», όπως αποκαλούν και «Σύνταγμα Παπαναστασίου», τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της, αυτόν του 1925-1926). Με την ελπίδα να έχει κυκλοφορήσει λίγο πριν από την 100ή επέτειό της, αφού το αβασίλευτο πολίτευμα θεσπίστηκε με ψήφο της -μονόπλευρης, μόνο βενιζελικής- Δ’ Συντακτικής Βουλής στις 25 Μαρτίου του 1924. (Αυτή η συγγραφική εμπλοκή εξηγεί, άλλωστε, και την αραίωση της αρθρογραφίας μου...).
Εν προκειμένω, λοιπόν, και πριν κάποιος σκεφθεί ή διερωτηθεί: «Και τι μας νοιάζει τι κάνεις;».
Ενα βασικό θέμα που πραγματεύονται οι μελετητές του Μεσοπολέμου είναι η παραπομπή του Βενιζέλου σε δίκη το 1933, ως ηθικού αυτουργού του κινήματος Πλαστήρα την 6η Μαρτίου εκείνης της χρονιάς. Και συνήθως ερευνάται πώς, τελικά, ο επισπεύδων για την παραπομπή Ιωάννης Μεταξάς κατάφερε και μάζεψε τις «απαραίτητες κατά το Σύνταγμα του 1927» 20 υπογραφές βουλευτών, ενώ η Κοινοβουλευτική Ομάδα του αποτελείτο μόνο από έξι. Ετσι νόμιζα και εγώ, έτσι έγραφα: «Απαραίτητες κατά το Σύνταγμα του 1927». Σημειωτέον πως τα δύο Συντάγματα της Αβασίλευτης, του 1925-1926 και του 1927, τα είχα μελετήσει ενδελεχώς, αλλά σε σχέση με άλλες προβλέψεις τους, όχι για την παραπομπή υπουργών. Θεωρητικώς ήμουν, ωστόσο, βέβαιος για τη μνεία των 20 «υπογραφών παραπομπής». Ελα, όμως, που «κάτι με έτρωγε». Και είπα να ξαναδιαβάσω τον τότε ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη του 1927. Τον διάβασα καμιά δεκαριά φορές! Ωστόσο, ρύθμιση που να αναφέρει την απαίτηση 20 βουλευτικών υπογραφών για την παραπομπή υπουργού δεν βρήκα. Και ίσως θα συνέχιζα ακόμη να το διαβάζω, αν δεν σκεπτόμουνα -«φλασιά», που λένε οι νέοι-τον τότε ισχύοντα «νόμο περί ευθύνης υπουργών». Οπου και υπήρχε, πράγματι, η σχετική πρόβλεψη. Μόλις που γλίτωσα την «πατάτα»...
Προς ελαφρυντικό μου, όμως, δεν (θα) ήμουν ο μόνος «μη άσφαλτος»: Σε πάμπολλα βιβλία διακεκριμένων ερευνητών που διάβασα για τις συγγραφικές μου ανάγκες, εντόπισα σημαντικά πραγματολογικά λάθη. Για παράδειγμα, κάποιος δίνει μια απολύτως ανακριβή και εσφαλμένη περιγραφή της προβλεπόμενης από το «Σύνταγμα Παπαναστασίου» διαδικασίας για την ανάδειξη γερουσιαστών. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει την επιστημονική κοινότητα, σχεδόν ομόφωνα και απολύτως δικαιολογημένα δε, να τον θεωρεί ως τον κορυφαίο ιστορικό της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας!
Γιατί τα γράφω αυτά; Επειδή υπάρχουν επαγγέλματα -ερευνητές στις κοινωνικές κυρίως επιστήμες, εκπαιδευτικοί, γιατροί υπνικής άπνοιας ή διακοπής καπνίσματος, δικαστές διοικητικοί κυρίως, ξεναγοί, αρχαιολόγοι κ.ο.κ.- στα οποία τα σφάλματα όσων τα ασκούν δεν είναι βέβαια χωρίς μεσομακροπρόθεσμα αρνητικές για την κοινωνία συνέπειες, αυτές ωστόσο σπανίως είναι εξόχως και αμέσως δραματικές... Το ακριβώς αντίθετο με ό,τι συμβαίνει με άλλα επαγγέλματα, όπως μαιευτήρες, καρδιοχειρουργοί, επαγγελματίες οδηγοί και μηχανοδηγοί, ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, καπετάνιοι, ναυαγοσώστες, πυροσβέστες κ.λπ. Α... και σταθμάρχες.
Με τη συγκεκριμένη επισήμανση και ειδικά την αναφορά στο τελευταίο αυτό επάγγελμα, ασφαλώς και δεν επιδιώκω να ελαφρύνω τη θέση, να υποτιμήσω τα σφάλματα ή να αποδυναμώσω τις κριτικές για την καταφανή επαγγελματική ανεπάρκεια του μοιραίου -αλλά και άτυχου, άτυχου και λόγω της πρόσφατης ποινικής μεταχείρισης των επικινδύνων παρεμβάσεων στις συγκοινωνίες- σταθμάρχη της Λάρισας. Ωστόσο αναρωτιέμαι...
Σε σχέση με όσους ασκούν επαγγέλματα τέτοιας κοινωνικής ευθύνης, τα οποία προϋποθέτουν και απαιτούν διαρκή εργασιακή ένταση και εγρήγορση, ένα δε ελάχιστο σφάλμα τους, ακόμη και μια στιγμιαία απροσεξία, μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες, να προκαλέσει αδιανόητες συμφορές... Είναι δυνατόν για τους ανθρώπους αυτούς να μην υπάρχει πρόβλεψη για τις ειδικές εργασιακές συνθήκες τους; Και δεν αναφέρομαι τόσο στο ύψος των αμοιβών τους (που και αυτές θα έπρεπε να επηρεάζονται, γιατί π.χ. ο πολεμιστής της φωτιάς να μην έχει ειδική μισθολογική μεταχείριση σε σχέση με τον ομοιόβαθμό του, τον απασχολούμενο στο Ανακριτικό της Πυροσβεστικής;). Αναφέρομαι κυρίως στη διάρκεια των αδειών αυτών των ανθρώπων, κυρίως όμως στη διάρκεια των εργασιακών τους ωραρίων, που είναι αδιανόητο να είναι τα ίδια με τους ασκούντες επαγγέλματα πολύ χαμηλότερης κοινωνικής ευθύνης, άρα εργαζομένους με πολύ μικρότερη ένταση. Υπάρχει, όμως, ορθολογισμός;