Από τις 6 Φεβρουαρίου έως τις 22 Μαρτίου, ο Μάριο Μπανούσι, το παιδί-θαύμα του ελληνικού θεάτρου, παρουσιάζει ένα οπτικό ποίημα για τη σχέση μητέρας και παιδιού στη Στέγη.
«Η μητέρα μου έφερε στον κόσμο εμένα και χιλιάδες άλλα παιδιά. Ήταν μαία».
Ο Μάριο Μπανούσι, δημιουργός τρυφερών θεμάτων και λυρικών εικόνων, με έντονα προσωπική σκηνική γλώσσα, ετοιμάζεται να παρουσιάσει σε παγκόσμια πρεμιέρα μια νέα διεθνή συμπαραγωγή στη Στέγη, από τις 6 Φεβρουαρίου έως τις 22 Μαρτίου: μέσα από το «Μάμι», μια παράσταση-ύμνο για όλες τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν, ο δημιουργός δεν θα φέρει τον θεατή απέναντι από το πένθος, όπως έχει κάνει σε προηγούμενες δουλειές του, αλλά ακριβώς μπροστά στην πηγή της ζωής.
«Νιώθω ότι ο θάνατος με τη γέννηση συνδέονται απόλυτα», λέει στο Real.gr ο 26χρονος Μάριο. «Και στις παραδόσεις το βλέπουμε, και στη φιλοσοφία. Είναι σαν ένας κύκλος».
Στο μυαλό του, οι σχεδόν ομόηχες λέξεις μαμ» (όπως φαγητό) και «μάμι» (όπως μαμά) γίνονται ταυτόσημες. «Το φαγητό είναι το σύμβολο της σταθερότητας και του καταφυγίου και με παραπέμπει κατευθείαν στην τροφή που δίνει η μητέρα, στο άγγιγμα του χεριού, στην προετοιμασία του φαγητού, στον θηλασμό…», εξηγεί.
«Οι θεατές του “Μάμι” θα δουν τη μητέρα να φροντίζει το παιδί, αλλά και το παιδί να γίνεται γονιός και να φροντίζει τη μητέρα».
Ο Μάριο Μπανούσι άντλησε έμπνευση από προσωπικά βιώματα και, στη διάρκεια της παράστασης, η Κεντρική Σκηνή της Στέγης μετατρέπεται σε ένα τοπίο μνήμης, οικείο και, την ίδια στιγμή, απόκοσμο.
Οι ερμηνευτές, βυθισμένοι στη σιωπή, πλάθουν συμβάντα βαθιάς συγκίνησης και μας παρακινούν να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας μνήμες, τις δικές μας σχέσεις και τη συναισθηματική κληρονομιά που κουβαλάμε.
«Έφυγα από την Αλβανία στα πεντέμισι και μετά έμεινα με τη μαμά μου στην Ελλάδα», θυμάται ο Μάριο. «Μέχρι και τα 13 μου, όμως, φώναζα “μαμά” τη γιαγιά μου».
Ποια είναι η βασική του ανάμνηση από τις δύο σημαντικές γυναίκες της ζωής του; «Από τη γιαγιά μου, με την οποία μέναμε στην επαρχία, θυμάμαι την επαφή με τη φύση, με το σώμα, με το φαγητό, με έναν πιο αργό, πιο ποιοτικό τρόπο ζωής, χωρίς άγχος. Αργότερα, καθώς μεγάλωνα στην Αθήνα, ο ρυθμός άρχισε να αλλάζει, να γίνεται πιο γρήγορος. Είχα σχολείο, φροντιστήρια, δραστηριότητες, έβλεπα και τη μητέρα μου να τρέχει και να κάνει πολλές δουλειές παράλληλα… Σίγουρα, λοιπόν, από τη γιαγιά μου θυμάμαι κάτι πιο αργό και από τη μητέρα μου κάτι πιο ενεργητικό».
Μεγάλωσε με περισσότερες από μία μητέρες, γυναίκες όλων των ηλικιών, και δηλώνει ότι παράσταση είναι για εκείνες: «Είναι μια ευχή, μια προσευχή στο βάρος που κουβαλάει η λέξη “μαμά”, τόσο για εκείνη που το ακούει όσο και για εκείνον που το λέει. Ποιος φροντίζει ποιον – δεν κατάλαβα ποτέ αυτήν την περίπλοκη σχέση. Κι ούτε θα την καταλάβω. Αλλά προσπαθώ να την ξετυλίξω σαν έναν ομφάλιο λώρο, σαν το σπλάχνο που συνδέει τη ζωή με τις ρίζες της».
Ποιο είναι το βασικό πράγμα που έχει καταλάβει για τη γυναικεία φύση; «Για μένα», απαντά, «το βασικό χαρακτηριστικό της γυναίκας είναι η φροντίδα. Αυτή είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό. Φροντίδα και ευαισθησία».
Ο Μάριο Μπανούσι ένιωσε από νωρίς την καλλιτεχνική του φλέβα να πάλλεται. «Από το δημοτικό είχα την ανάγκη να εκφραστώ με έναν καλλιτεχνικό τρόπο», μας λέει. «Να φτιάξω μια ζωγραφιά, να συμμετάσχω σε θεατρικές ομάδες, να παίξω με τα σκηνικά… Παρακολουθούσα το παιχνίδι του φωτός, τη σκιά, την κίνηση του ανέμου, το θρόισμα των φύλλων, τα παρατηρούσα λες και έβλεπα ταινία. Το φυσικό τοπίο με έκανε να φαντάζομαι πώς θα ήταν αν από αυτό το μέρος περνούσε μια γυναίκα και έκανε την τάδε κίνηση, ας πούμε».
Σκηνοθέτης και περφόρμερ, γύρισε τη μικρού μήκους «Pranvera», εργάστηκε ως βοηθός του Ευριπίδη Λασκαρίδη στην περφόρμανς «Thirio» του 2017, που έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Αθήνας, ενώ η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά ήταν η περφόρμανς «Ragada».
Ελάχιστοι θεατρόφιλοι μέχρι τώρα δεν έχουν βυθιστεί στον παράξενο, παρηγορητικό κόσμο της επόμενης, ξακουστής, πλέον, παράστασης «Goodbye, Lindita».
Ήδη, ο Μάριο περιοδεύει ανά τον κόσμο με το έργο αυτό (που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου) αλλά και με την επόμενη δουλειά του, «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia» (2023), και χαιρετίζεται διεθνώς ως το παιδί-θαύμα του ελληνικού θεάτρου.
Από το 2023 έως σήμερα, οι παραστάσεις του έχουν παρουσιαστεί σε σημαντικά φεστιβάλ σε περισσότερες από 10 χώρες, από τη Γερμανία έως την Αυστραλία και από την Ιταλία έως τη Σουηδία.
Μέχρι τώρα, κύριο χαρακτηριστικό στα έργα του ήταν το σπίτι, η στέγη, η φωλιά. «Η “Ragada”, η “Lindita” και η “Taverna” διαδραματίζονται σε εσωτερικό χώρο- ένα σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, μια τουαλέτα…», λεει. «Στο “Μάμι”, όμως, είναι σαν να κοιτάς από το παράθυρο, έξω από τη ζεστασιά και την ασφάλεια, και να αντικρίζεις για πρώτη φορά τον εξωτερικό χώρο των προηγούμενων έργων, τη φύση».
Η έννοια «πατρίδα» τι σημαίνει για εκείνον; «Είναι μια έντονη λέξη για μένα», εξομολογείται. «Μού προκαλεί διάφορα συναισθήματα, και ποιητικά και κυριολεκτικά. Από μικρό με ρωτούσαν, πού νιώθεις περισσότερο ότι είναι η πατρίδα σου; Κι εγώ πολλές φορές αναρωτιέμαι. Νιώθω ότι πατρίδα δεν είναι μόνο το σπίτι ή το χωριό, πατρίδα μπορεί να είναι και ένα πρόσωπο που σε έχει μεγαλώσει. Σε σχέση με το έργο, πατρίδα, με έναν τρόπο, είναι και το πρώτο μέρος στο οποίο κατοικήσαμε: η μήτρα της μητέρας μας».
Ποιο είναι το όνειρό του για την παράσταση; «Να φτιαχτεί ένα έργο που ναι, μεν, να έχει βασικά στοιχεία την εικαστικότητα και την ομορφιά, που με αφορούν πολύ, αλλά στην καρδιά του να μιλά για την ανθρώπινη ύπαρξη», απαντά ο Μ. Μπανούσι. «Αυτό συνέβη και με τα προηγούμενα έργα μου. Με ενδιαφέρει αυτή η συγκίνηση. Δεν θέλω να ξεχνάω πως οτιδήποτε φτιάχνω αφορά την ανθρώπινη ύπαρξη».
Στο «Μάμι» ερμηνεύουν οι: Παναγιώτα Γιαγλή, Βασιλική Δρίβα/Κατερίνα Κρίστο, Δημήτρης Λαγός, Αγγελική Στελλάτου, Ευτυχία Στεφάνου/Ήλια Κουκουζέλη, Φώτης Στρατηγός.