Κάθε φορά που βρίσκομαι σε κάποια σκοτεινή αίθουσα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στο “Ολύμπιον” ή στο Λιμάνι, σκέφτομαι ότι οι μέρες που το κοινό θεωρούσε την ταινία τεκμηρίωσης φτωχό αδελφάκι της γκλάμορους ταινίας μυθοπλασίας είναι παρελθόν. Κανείς δεν μπορεί να πει αν αυτές οι μέρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όλοι, όμως, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η εποχή μας ταλανίζεται από ψεύδη και διαστρεβλώσεις. Αρκετοί έχουμε διαπιστώσει έντρομοι ότι η αλήθεια δεν έχει το ειδικό βάρος που είχε κάποτε-συχνά, δεν είσαι καν σε θέση να διαχωρίσεις το πλαστό από το γνήσιο και (το πιο τρομακτικό) μπορεί και να μην σε ενδιαφέρει καν ένας διαχωρισμός, επειδή κινδυνεύεις να διαλυθεί απότομα το αφήγημα που σε έθρεφε μια ζωή.
Κι όμως, ένα ελπιδοφόρα σημαντικό μέρος του κοινού διψάει περισσότερο από ποτέ να πληροφορηθεί, να εξερευνήσει κόσμους των οποίων την ύπαρξη δεν γνώριζε, να μάθει ποια είναι η πραγματικότητα, να διδαχθεί, ενδεχομένως, από αυτήν, ακόμα και να αλλάξει γνώμη για πράγματα που πίστευε ανέκαθεν. Ίσως το ντοκιμαντέρ, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης, είναι ικανό να αλλάξει την κοσμοθεωρία σου για πάντα.
Βέβαια, τίποτα δεν πρέπει να περνάει από μέσα μας αφιλτράριστο. Η ταινία τεκμηρίωσης, όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία, έχει μοντέρ, διευθυντή φωτογραφίας, soundtrack, ένα συγκεκριμένο στόρι και, κυρίως, έναν άνθρωπο πίσω από τον φακό και την ιδέα. Γεννιέται μέσα από το βλέμμα του σκηνοθέτη και αντανακλά τη δική του οπτική. Ο δημιουργός επιλέγει αν θα πάρει ξεκάθαρη θέση ή αν θα σταθεί όσο πιο αμερόληπτος μπορεί απέναντι στο θέμα του, αφήνοντας τον θεατή να απαντήσει τα ερωτήματα που εγείρονται. Κάποιες φορές, μπορεί να θεωρήσουμε ότι η μία πλευρά του θέματος δεν φωτίστηκε όσο της έπρεπε, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, συνέβη στην ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο του Διεθνούς Διαγωνιστικού (συν το βραβείο του Συμβουλίου της Ευρώπης «Human Rights in Motion»), το “Συνύπαρξη, λέμε τώρα!” της Άμπερ Φάρες. Η ταινία αφηγήθηκε γλαφυρά, με δύναμη, πικρό χιούμορ και συναίσθημα την ενδιαφέρουσα ιστορία της stand up κωμικού και ακτιβίστριας Νόαμ Σούστερ. Παλαιστίνη και Ισραήλ μέσα από μια πρωτότυπη ματιά εκ των έσω, το κοινό ενθουσιάστηκε, η μεγάλη διάκριση στη Θεσσαλονίκη θα οδηγήσει την ταινία κατευθείαν στη λίστα προεπιλογής του Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, αλλά για λίγους, ελάχιστους ίσως θεατές, ένα μούδιασμα πριν το φινάλε και η αίσθηση ότι κάτι ουσιαστικό έλειπε ήταν αναπόφευκτα. Παρόλα αυτά, το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάσει το έργο του όπως το αισθάνθηκε ο ίδιος, ήταν και παραμένει αναφαίρετο.

Στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης σκοντάφταμε συνεχώς σε sold out. Όχι μόνο στις φυσικές προβολές των αιθουσών, αλλά και στις online. Για παράδειγμα, το απίθανο ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά “Εδώ μιλάμε για λατρεία” (Αργυρός Αλέξανδρος του διαγωνιστικού Newcomers, Βραβείο Κοινού), που αφορούσε τους θρυλικούς Κόρε. Ύδρο, ήταν sold out από την πρώτη μέρα της διοργάνωσης. Λατρεία, πράγματι! Ποια αλήθεια μπορεί, άραγε, να σου διδάξει η ιστορία ενός συγκροτήματος από την Κέρκυρα, που αγαπήθηκε και χλευάστηκε ταυτόχρονα όσο κανένα άλλο τα τελευταία χρόνια; Που δεν υπάρχει πια και που ακόμα και η πρόσφατη αναβίωση του μύθου του στις τάξεις της Γενιάς Ζ δεν πείθει τα μέλη του να ξανασμίξουν μουσικά;
Κι όμως, ο Κριτζάς, τα μέλη της μπάντας και όλοι όσοι μίλησαν γι΄ αυτήν, κατόρθωσαν να στρέψουν το βλέμμα όλων, πιστών οπαδών και μη, στην αξία του χειροποίητου, του αυθεντικού, της σεμνότητας, της “επικοινωνίας της εσωστρέφειας”, όπως είπε στην ταινία και ο frontman του συγκροτήματος, Παντελής Δημητριάδης, της ευπρόσδεκτης τρέλας, του χιούμορ και της μελαγχολίας που μας αφορούν όλους. Κάτι από όλα αυτά, ή και όλα αυτά μαζί, γέννησαν το φαινόμενο Κορε. Υδρο. και μια ποίηση που αρνείται να ξεθωριάσει. Που εξακολουθεί να συντονίζει μαγικά τις εσωτερικές χορδές μας με τον παλμό, τη μελωδία και τους στίχους τους.

Και μετά, είναι η Μελ. Συμπρωταγωνίστρια στην σπαρακτική ταινία “Παιδί της σκόνης” της Βερόνικα Μλιτσέσκα (που απέσπασε Ειδική Μνεία στη διοργάνωση), η οποία μας έμαθε για τα χιλιάδες (!) παιδιά που άφησαν πίσω τους οι Αμερικανοί στρατιώτες μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο ήρωας της ταινίας, Σανγκ, πατέρας και παππούς ο ίδιος, αγράμματος και φτωχός, στο περιθώριο για χρόνια λόγω της καταγωγής του, ανακαλύπτει την αμερικανική οικογένειά του και διψάει να συναντήσει τον μπαμπά του, για να επουλώσει το τραύμα του και να σβήσει το στίγμα που τον ακολουθεί. Κάτω από τη συγκίνηση και τις αμήχανες αγκαλιές, όμως, παραμονεύουν άλλα χάσματα.
Η ιδανική αμερικανική οικογένεια κρύβει τις δικές της αγκυλώσεις και οι αυθόρμητοι λυγμοί της τρυφερής αδελφής του Σανγκ, στην επίσημη προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη, ήταν η ζωντανή συνέχεια του ντοκιμαντέρ, που ξετυλίχθηκε ακριβώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Κατά σύμπτωση, μοιραζόμαστε το ίδιο αυτοκίνητο που θα μας μεταφέρει στο αεροδρόμιο, για την επιστροφή από το Φεστιβάλ. Η Μελ είναι ενθουσιασμένη με τη Θεσσαλονίκη, με την ανταπόκριση των θεατών και των ανθρώπων του φεστιβάλ απέναντί της, με το πρώτο της ταξίδι εκτός Αμερικής. Ονειρεύεται να ακολουθήσει τον αδελφό της στο Βιετνάμ. “Θα πάω μαζί του όταν επιστρέψει”, με διαβεβαιώνει. “Αν επιστρέψει”.

Στη φετινή διοργάνωση συναντήσαμε, επίσης, τη γνήσια, ανόθευτη καλοσύνη, η οποία -τι ανακουφιστική έκπληξη!- υπάρχει ακόμα. Την αντικρίσαμε στο καλοσυνάτο πρόσωπο του ηλικιωμένου Ελβετού οδοντιάτρου Ζιλέν Γκριβέλ, ενός ανιδιοτελούς, βαθιά φιλοσοφημένου ανθρώπου ο οποίος, επί 26 χρόνια, θεράπευε τα δόντια των χανσενικών της Ελλάδας και εισέπνεε την ομορφιά της ψυχής που κρυβόταν κάτω από τις παραμορφωμένες τους όψεις και πολλά, πάρα πολλά μαθήματα ζωής. Στην επίσημη προβολή της βαθιά συγκινητικής ταινίας “Σμιλεμένες ψυχές” του Σταύρου Ψυλλάκη (Βραβεία ΕΡΤ, FIPRESCI και Επιτροπής Νεότητας), σε συμπαραγωγή Cosmote TV, οι θεατές χειροκρότησαν όρθιοι, νιώθοντας την πίστη τους στον άνθρωπο να τροφοδοτείται ξανά. Πόσο πολύτιμο δώρο.

Στις αποσκευές μας, στον δρόμο της επιστροφής, πήραμε, επίσης, το “Λο” του Θανάση Βασιλείου. Το πορτρέτο μιας οικογένειας και μιας προβληματικής κληρονομιάς, που συνέδεσε το προσωπικό τραύμα του ήρωα της ιστορίας με το συλλογικό τραύμα της δικτατορίας. Καλοφτιαγμένο, ευαίσθητο και πολύ ανθρώπινο (βραβείο ΕΚΚΟΜΕΔ).

Μία από τις πιο απολαυστικές, κεφάτες προβολές ήταν και η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ “Τα τέρματα του Αυγούστου” του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, με την παρουσία πολλών από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας στη ζωηρή αίθουσα. Ένα, πραγματικά, θαυμάσιο πορτρέτο ενός χωριού της Πίνδου και των ανθρώπων του, μέσα από το ποδοσφαιρικό τουρνουά που διοργανώνουν ετησίως μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Ελπίδες και όνειρα, εντάσεις και καυγάδες, γέλια και μικρά δράματα, και στο φόντο το θεσπέσιο τοπίο και μια καθημερινότητα που μοιάζει να χάνεται ολοένα και περισσότερο. Και όμως όχι, μας διαβεβαιώνει η ταινία αλλά και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, που αποδεικνύουν ότι, τελικά, ο καλύτερος τρόπος να διατηρήσεις την παράδοση ζωντανή δεν είναι ούτε η σπαραξικάρδια νοσταλγία ούτε η πεισματάρικη αντίσταση στο σήμερα, αλλά η αβίαστη, φυσική και χωρίς προκαταλήψεις ανάμιξή της με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Όσο για την “Καρδιά του Ταύρου”, το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή, σε παραγωγή Onassis Culture, που απέσπασε το βραβείο WIFT GR και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Νεότητας, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη απεικόνιση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του έργου και, κυρίως, της φιλοσοφίας του. Η ταινία ακολουθεί τον διεθνώς αναγνωρισμένο χορογράφο και σκηνοθέτη στην προετοιμασία και περιοδεία στις ευρωπαϊκές σκηνές της εκπληκτικής παράστασης “Εγκάρσιος Προσανατολισμός”, και η ποίηση των εικόνων που αιχμαλώτισε η Στεφανή συναγωνίζεται συγκινητικά την ποίηση της σκέψης του. ”Αυτό που ορίζουμε σαν επιθυμία, δεν είναι η βαθύτερή μας επιθυμία. Χρειάστηκε να προστατευτώ από τη ματαιοδοξία μου”, λέει στην κάμερα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ο κορυφαίος δημιουργός. “Από τη φιλοδοξία, από τον επεκτατισμό μου. Ή από τη μισανθρωπία μου. Από πράγματα που ήταν σαν δυνατές θύελλες μπροστά από την ύπαρξή μου και μου έκρυβαν το τοπίο. Χρειάστηκε πολλές φορές να προστατευτώ από αυτό που επιθυμώ. Για να μη με καταστρέψει”.
