Η Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα μιλά για την κοινή της πορεία με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα, για τη βαθιά γνώση του έργου του, που ήταν καθοριστική για την αναγνώριση των τραγουδιών του, αναφέρεται στη γνωριμία τους, στη μνημειώδη καλλιτεχνική διαδρομή του, στην αγάπη και στην αφοσίωση του κοινού, αλλά και στη στάση ζωής του σπάνιου καλλιτέχνη και στα όσα βίωσε δίπλα στη φωτεινή σαν φάρο προσωπικότητά του.
Ενας διαχρονικός τζέντλεμαν, ένας συνθέτης με μια μυθική καριέρα που εκτείνεται σε επτά δεκαετίες. Ο συνθέτης και μαέστρος Μίμης Πλέσσας, φέτος, στις 12 Οκτωβρίου, γίνεται 100 χρόνων και δίνει την ιδανική αφορμή να ανοίξει μια περίοδος γιορτής. Ξεκίνησε από τη μεγαλειώδη συναυλία στο Ηρώδειο τον περασμένο Ιούνιο, συνεχίστηκε με τη μαγική βραδιά του «Sani Hill» και έπονται οι συναυλίες στο «Παλλάς» τον προσεχή Οκτώβριο, όλες υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Λουκίλας Καρρέρ-Πλέσσα.
Λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία στο Sani Festival, η πάντα δραστήρια σύντροφός του, η δημοσιογράφος Λ. Καρρέρ-Πλέσσα μίλησε στη Realnews για την καθοριστική για τη ζωή της, αλλά και για τον συνθέτη, συνάντησή τους, πιάνοντας από την αρχή το νήμα της γνωριμίας τους.
«Επί 3,5 δεκαετίες επιμελούμαι τις ζωντανές εμφανίσεις του Μίμη ή τις αφιερωματικές συναυλίες σαν αυτές που γίνονται φέτος. Οταν έχεις τεράστιο ποσοστό επιτυχιών, όπως ο Μίμης Πλέσσας, που έχει γράψει 3.000 τραγούδια, με ένα τεράστιο ποσοστό επιτυχιών, η δυσκολία που προκύπτει πάντα δεν είναι τι θα χωρέσω σε δύο ώρες πρόγραμμα, αλλά ποια τραγούδια δεν θα ακουστούν. Δηλαδή, έχει γράψει 96 τραγούδια για τον Πουλόπουλο; Τα 90 είναι αδιαμφισβήτητες επιτυχίες. Εχει γράψει 16 τραγούδια για τον Βοσκόπουλο; Και τα 16 είναι τεράστιες επιτυχίες. Εγραψε 10 για τη Μαρινέλλα, άλλα 10 για τη Ρένα Κουμιώτη; Είναι όλα μεγάλες επιτυχίες. Οποιο και να αφήσεις εκτός, το “Θα πιω απόψε το φεγγάρι”, το “Αγαλμα”, το “Ανοιξε πέτρα” ή το “Τι σου 'κανα και πίνεις”, ο κόσμος διαμαρτύρεται, λέει γιατί δεν άκουσα το “Ολα δικά σου μάτια μου”; Προσπαθώ λοιπόν να υπάρχουν οι αδιαμφισβήτητα μεγάλες επιτυχίες, που να εναλλάσσονται», λέει η Λ. Καρρέρ-Πλέσσα, δίνοντας μια αποκαλυπτική πτυχή για το πώς δημιουργείται η σκαλέτα της συναυλίας.
Από τους πιο δημιουργικούς και διεθνώς καταξιωμένους Ελληνες μουσικοσυνθέτες, ο Μ. Πλέσσας ανέδειξε πολλούς μεγάλους τραγουδιστές (Νάνα Μούσχουρη, Τζένη Βάνου, Γιάννης Πουλόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Ρένα Κουμιώτη κ.ά.), εμπλουτίζοντας το συλλογικό μας ασυνείδητο με έντεχνα και λαϊκά τραγούδια που άφησαν εποχή. Είναι ξεκάθαρο πως η Λουκίλα γνωρίζει το ρεπερτόριό του καλύτερα και από τον ίδιο. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1986, σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του Μ. Πλέσσα με τον Γιώργο Κατσαρό, σε μια έξοδο με τους γονείς και την αδελφή της στο «Μισέλ». Ηταν ήδη φανατική θαυμάστρια και συλλέκτης σπάνιων βινυλίων με τραγούδια του, τα οποίο ο ίδιος είχε ξεχάσει ότι είχε γράψει. «Εκείνη την πρώτη φορά που πήγα να τον ακούσω του λέω “Γιατί, κύριε Πλέσσα, δεν παίζετε το “Τόσα καλοκαίρια''; και μου απαντάει “Δεν είναι δικό μου, ποιο είναι αυτό;”. Αργότερα, το έχει δηλώσει και ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, “ήρθε ένα κορίτσι που είχε μια φρεσκάδα αλλά και μια απίστευτη ωριμότητα και μου σύστησε το ρεπερτόριό μου''. Κι εκείνος εντυπωσιάστηκε με τον όγκο των τραγουδιών που είχα, τα οποία του τα έδωσα για να εμπλουτίσει το αρχείο του», λέει μιλώντας για τη σχέση τους που ξεκίνησε από θαυμασμό, πήρε άλλη τροπή και έγινε πιο προσωπική.
«Εγώ δεν είχα καμία δεύτερη σκέψη ποτέ όταν επισκεπτόμουν τον Μίμη δύο φορές την εβδομάδα με μια αγκαλιά δίσκους ή VHS κακογραμμένα από την τηλεόραση. Ηταν σαφές πως θα ήμουν θαυμάστριά του και θα οργάνωνα το αρχείο. Δεν είχα καμία προσωπική βλέψη. Μετά από 4-5 χρόνια άρχισα να βλέπω πως σε σχέση με τις υπόλοιπες παρέες της ηλικίας μου, με τις οποίες πηγαίναμε στα κλαμπάκια, στα μπαράκια, προτιμούσα το δίωρό μου αντί να το περάσω με ένα ποτό στο χέρι ακούγοντας δυνατή μουσική να το περάσω στον Πλέσσα και να ασχολούμαι με αυτό που αγαπώ, με τη δισκοθήκη και το αρχείο του. Οπως και εκείνος από τις αμέτρητες φιλίες και τους ανθρώπους που είχε γύρω του προτιμούσε να είναι με μένα, που ήμουνα πολύ πιο αντικειμενική. Δεν ήμουν δίπλα του γιατί ήθελα ξαφνικά να τραγουδήσω κάποιο τραγούδι ή να βρεθώ στον κινηματογράφο, να χορεύω ή για να ανοίξει κάποια πόρτα στη δισκογραφία. Ημουν εκεί ακριβώς ως φανατική θαυμάστρια και εκείνος προτιμούσε τη δική μου αντικειμενική άποψη. Οταν, δηλαδή, ήθελε να κάνει μια συλλογή σε μια εταιρεία, σε μένα απευθυνόταν και μου έλεγε “δεν έρχεσαι να κάνουμε τη λίστα μαζί που τα ξέρεις;”. Προτιμούσε να είναι μαζί μου από κάποιον που μπορεί να είχε όφελος. Οπότε λέω πάντα όταν θέλεις πολύ κάτι, όσο και να θέλεις να κυνηγήσεις την πεταλούδα με 10 απόχες, δεν θα πιάσει ποτέ. Αλλά αν κάτσεις ήρεμος θα έρθει μόνη της πάνω σου να καθίσει».
Τη ρωτώ αν φανταζόταν ποτέ, τέσσερις σχεδόν δεκαετίες μετά, ότι αυτή η αγάπη, που ξεκίνησε από τις μελωδίες του, θα είχε αυτή την πορεία. «Ούτε το φαντάστηκα, ούτε πίστευα ότι θα έχουμε σήμερα μια κόρη που κοντεύει τα 27, το “Πλεσσόπουλό” μας. Ξεκίνησα με άδολη αγάπη, με έναν θαυμασμό, έβλεπα έναν άνθρωπο που δεν είχε ιδέα για το ποιος πραγματικά είναι, τι έχει γράψει και πόσο έχουν αγαπηθεί αυτά που έχει γράψει. Συγκεντρώσαμε με πολλή αγάπη και θαυμασμό το ρεπερτόριό του και του το σύστησα με αγάπη όχι για ίδιον όφελος. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε το διαδίκτυο για να πατήσεις ένα κουμπάκι και να σου βγάλει ποια τραγούδια έχουν ακουστεί και σε ποια ταινία. Τότε, αν δεν σου συλλέκτης, δεν μπορούσες να το καταφέρεις αυτό. Επαιρνα λοιπόν μια αγκαλιά από βιντεοκασέτες VHS, τις οποίες είχα γράψει εγώ στο παλιό DVD μας, μαζί με διαφημίσεις και πολύ “χιόνι” από την τηλεόραση και πήγαινα και του έλεγα, “κοιτάξτε αυτή την ταινία, κύριε Πλέσσα, εδώ τραγουδάει ο Πουλόπουλος, αυτό το τραγούδι εδώ ο Βοσκόπουλος” και δεν τα θυμόταν, δεν τα είχε δει ποτέ, τις ταινίες του τις είδε στην καραντίνα του κορωνοϊού μαζί μου».
«Είμαι μια βρύση που στάζει ασταμάτητα»
Η Λοκίλα φωτίζει την καριέρα του Μ. Πλέσσα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, μετά τη συνεργασία του με τον Φίνο τη δεκαετία του 1960 «Εχει γράψει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, σε είδη που εκτείνονται από τη τζαζ, την όπερα και την κλασική μουσική, έχει κερδίσει διεθνή βραβεία κι έχει συμμετάσχει σε φεστιβάλ εντός και εκτός συνόρων, αλλά παρ' όλα αυτά, μη έχοντας συμβόλαιο με δισκογραφικές εταιρείες, πολλά από τα τραγούδια του βρίσκονταν διασκορπισμένα και χωρίς δικαιώματα».
«Από το 1990 και έπειτα, η Λουκίλα ξεκίνησε την επαφή με τις δισκογραφικές εταιρίες, άρχισε να συγκεντρώνει το έργο του, να οργανώνει το ρεπερτόριό του, να κάνει συμβόλαια και να εκδίδει τετραπλές και πενταπλές κασετίνες. Ακόμη και σήμερα θυμάται τέτοιες περιπτώσεις τραγουδιών. «Το “Τι σου 'κανα και πίνεις'' το είχε χαρίσει στην Πόλυ Πάνου, γιατί ο άνδρας της είχε μια δισκογραφική εταιρεία. Χωρίς ποσοστά, χωρίς τίποτα. Το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, το χάρισε στον Στράτο Διονυσίου επειδή δεν τον ήθελε η δισκογραφική του εταιρεία, το ίδιο έγινε και με το “Ανοιξε πέτρα”. Επαιρναν το ρεπερτόριο και έγραφε το επόμενο ο Μίμης, δεν τον ενδιέφερε», λέει η Λουκίλα, συνεχίζοντας την αναδρομή. Το αστείρευτο ταλέντο του Μ. Πλέσσα και η ευκολία με την οποία «γεννούσε» επιτυχίες τον έκαναν να μην εστιάζει στην περιφρούρηση του έργου του, αλλά στη δημιουργία.
«Ο Μίμης έλεγε πάντα “είμαι μια βρύση που στάζει ασταμάτητα. Δεν με ενδιαφέρει αν θα μου κλέψουν το νερό, γιατί πόσα αντίγραφα Πλέσσα ακούς στην αγορά; Εγώ θα γράψω άλλο'' και του έλεγα “να, εδώ, δεν βλέπεις ότι η εισαγωγή είναι ίδια από τον τάδε νεαρό συνθέτη; Σε αντιγράφει πλήρως”. “Ασ' τον να κλέψει. Αμα έχεις να δώσεις, άσ' τον να πάρει”. Ο Μίμης ήταν ένα άναρχο και φιλελεύθερο πνεύμα. Ελεγε “γράφω, γράφω, γράφω, χαρίζω, χαρίζω χαρίζω”», αναφέρει, προσθέτοντας πως πολλές από τις ιστορίες αυτές περιλαμβάνονται στο βιβλίο της με τίτλο «Ποιος το ξέρει», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Από τη συζήτηση δεν θα μπορούσε να λείπει η αναφορά στο 1993, μία ακόμη χρονιά-σταθμός στην καριέρα του, όταν ξεκίνησε τις ζωντανές εμφανίσεις στον «Ζυγό», ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην επαφή του με τον κόσμο και στην καταξίωσή του. «Και αυτό έγινε με πάρα πολύ κόπο, γιατί ο Μίμης δεν ήθελε, δεν εμφανιζόταν βράδυ, δεν πίστευε κιόλας στο ρεπερτόριό του. Προσπαθήσαμε με τον Αγγελο Πυριόχο να το πείσουμε και τελικά δέχθηκε να ξεκινήσει για 20 ημέρες. Αυτό το εικοσαήμερο έγινε ενάμιση χρόνος και μετά μια σειρά συναυλιών σε όλη την Ελλάδα και δεν σταμάτησε ποτέ. Σταμάτησε στον κορωνοϊό», τονίζει.
Ο πόλεμος των δισκογραφικών
Η ζωντάνια και η εφηβική ενέργεια είναι χαρακτηριστικά που αναφέρονται συχνά ως συνώνυμα της προσωπικότητάς του, από όλους όσοι τον γνώρισαν. Πάντα κοντά στους νέους καλλιτέχνες, τους αντιμετώπιζε με την ίδια αγάπη, πολλές φορές μεροληπτώντας υπέρ τους, όπως επιβεβαιώνει και η Λουκίλα.
«Ο Μίμης ήθελε νιάτα γύρω του. Αντλούσε και αντλεί από τους νέους. Ηθελε ο μέσος όρος ηλικίας να είναι προς τα κάτω, ακριβώς γιατί του άρεσαν οι φρέσκες ιδέες, οι φρέσκες ενορχηστρώσεις, η φρέσκια ματιά, η νεανική ματιά. Αγαπούσε και αγαπάει πάρα πολύ τους νέους και ήθελε να τους δίνει βήμα. Δεν είχε το σύμπλεγμα να κρατήσει το καλό τραγούδι για τη φίρμα και να δώσει ένα δεύτερο σε έναν νέο τραγουδιστή. Συν του ότι, επειδή δεν είχε συμβόλαιο, καμία δισκογραφική εταιρεία δεν ήθελε να γράψει για τα πρωτοκλασάτα της ονόματα, τα οποία μοιραία θα έγραφαν για όσους είχαν συμβόλαιο. Ο Πλέσσας δεν ήταν δικό τους παιδί, ήταν άναρχο πνεύμα και αποδιοπομπαίος τράγος για τις δισκογραφικές», λέει αποκαλύπτοντας πως «δεν τους άφηναν να συνεργαστούν μαζί του, αυτό έγινε και με τον Στράτο Διονυσίου και με τον Σταμάτη Κόκκοτα. Στην Τζένη Βάνου, που δεν είχε ούτε εκείνη συμβόλαιο, έδινε τη μία επιτυχία μετά την άλλη, αλλά θάφτηκαν, το “Σε βλέπω στο ποτήρι μου” ή το “Χίλιες βραδιές”. Η λαϊκή πλευρά της Τζένης Βάνου ανακαλύφθηκε μετά τον θάνατό της. Μέχρι τότε έτρεμαν μήπως “χτυπήσει” τα πρωτοκλασάτα ονόματα των δισκογραφικών που είχαν τα πρωτεία, και δεν έπρεπε ξαφνικά να βγει η Βάνου και ο Πλέσσας πάνω από τους δικούς τους. Ο χρόνος δικαιώνει και τους δημιουργούς και τους τραγουδιστές. Ο χρόνος και η αγάπη του κόσμου, που έχει το αλάθητο. Ο κόσμος ξέρει ποιος δεν κοροϊδεύει, ποιο είναι το καλό τραγούδι και το έργο τέχνης».
Αναγνώριση και βραβεία
Πολυτάλαντος, πολυάσχολος, ταπεινός και ευγενής, δεν αισθάνθηκε ποτέ ξεχωριστός, δεν έδειξε έπαρση και η αναγνώριση -ακόμη και αν άργησε- ήρθε και τον ανέβασε στο πιο ψηλό βάθρο. Ανάμεσα στα πολλά βραβεία ξεχωρίζουν ο τίτλος του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής, που παρέλαβε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελαροπούλου, και ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικα, που του είχε απονείμει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος.
«Είναι το DNA του Μίμη τέτοιο. Ο πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος -και αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς- είναι και σεμνός. Δεν είναι καβάλα στο άλογο, είναι κάτω από το άλογο και κοιτάζει κιόλας να ποτίσει το άλογο, να το βοηθήσει. Και αυτό και τον αναβάτη του. Επειδή ακριβώς ήταν ένα πηγαίο ταλέντο, ένας σπουδαίος και ανώτερος άνθρωπος, φιλοσοφημένος, ήρεμος, γαλήνιος. Δεν χρειαζόταν να έχει πέντε μπράβους τριγύρω για να δείξει ότι είναι κάποιος, όπως γίνεται στον χώρο μας. Πήγαινε παντού μόνος του, χωρίς συνοδεία, χωρίς να ειδοποιεί δημοσιογράφους να τον φωτογραφίσουν. Αντεξε στον χρόνο επειδή σεβάστηκε τους πάντες και τα πάντα και σήμερα πια τον σέβονται όλοι. Ακόμα και αν προσπαθούν κάποιοι να του βάλουν ακόμα τρικλοποδιά, που είναι και πια και ασέβεια σε αυτές τις ηλικίες. Το συναντώ εγώ συνέχεια, άσχετα αν δεν το μαθαίνει ο Μίμης. Εκεί γίνομαι κυματοθραύστης και τον προστατεύω και δεν τα μαθαίνει. Αυτό προσπαθούν, αλλά πλέον νομίζω ότι έχω γκρεμίσει τα τείχη, έχει γίνει και υπερκομματικός. Εγώ πήγα και σε μια συναυλία που έκαναν 1.300 παιδάκια δημοτικού, τα οποία τραγουδούσαν το ρεπερτόριο Πλέσσα, παιδάκια δημοτικού σημαίνει 6-10 χρόνων. Και ήμουν εγώ και έκλαιγα στην πρώτη σειρά. Τι άλλο να ζητήσει ένας δημιουργός από το να είναι πρώτος στις καρδιές του κόσμου;».
«Με κρατούσε πάντα από το χέρι με καμάρι»
Η αφοσίωση που δείχνει ο ένας στον άλλον είναι παροιμιώδης. Τη ρωτώ αν ένιωσε ποτέ σε δεύτερο πλάνο, ούσα δίπλα σε έναν υπερταλαντούχο συνθέτη. «Οχι, ποτέ. Ο Μίμης ήξερε να με έχει πάντα στο πλευρό του. Είμαι κακομαθημένη. Βίωσα μόνο χαρές και αξιοπρέπεια και έναν άνθρωπο που με κρατούσε από το χέρι με καμάρι. Ποτέ δεν ένιωσα παραμελημένη. Είμαι ευγνώμων γενικώς για τη ζωή μου και για το πώς τα έφερε και βρήκα αυτόν τον άνθρωπο στον δρόμο μου. Εξακολουθώ να είμαι ο βράχος του, όχι μόνο σαν στήριγμα, που το έχει πια ανάγκη, αλλά σαν κυματοθραύστης όσων αρνητικών δεν θέλω να βιώσει. Οπως και εκείνος ήταν, είναι και θα είναι ο φωτεινός φάρος που δίπλα του πήρα πολλά από το φως του, αλλά ήξερα με την ίδια άνεση να μείνω και στη φωτεινή του πλευρά και στη σκοτεινή, ένα βήμα πίσω, όταν είναι εκείνος τα φώτα. Πολλοί δεν το αντέχουν. Αν δεν ξέρεις να ελιχθείς, αν δεν γνωρίζεις πότε πρέπει να είσαι στη φωτεινή πλευρά και πότε στη σκοτεινή, δεν μπορείς να καθίσεις δίπλα σε έναν τόσο φωτεινό φάρο που ρίχνει άπλετο φως».
Μια βραδιά στο «Sani»
Mπροστά από τον υπέροχα φωτισμένο εμβληματικό πύργο του λόφου της Σάνης, πάνω από τη θάλασσα και κάτω από το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι και τα αστέρια, ο Στέφανος Κορκολής, ο Δημήτρης Μπάσης και η Σοφία Μανουσάκη, μαζί με την έμπειρη εννεαμελή ορχήστρα «Μίμης Πλέσσας», το Σάββατο 27 Ιουλίου, ξύπνησαν αναμνήσεις, χάιδεψαν συναισθήματα και γαλήνεψαν καρδιές με τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα που έχουν κερδίσει τη θέση τους στην αιωνιότητα, καθώς περνούν από γενιά σε γενιά.
Η συναυλία ξεκίνησε με ένα medley με τραγούδια όπως το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», συνέχισε με «Τα παιδιά στη γειτονιά», το «Καμαρούλα μια σταλιά» κι έκλεισε με το «Φεύγουν τα χρόνια».
Ακολούθησαν εμβληματικά τραγούδια, ορχηστρικά κινηματογραφικά θέματα και νέες ενορχηστρώσεις, σε καλλιτεχνική επιμέλεια της Λουκίλας Καρρέρ-Πλέσσα. Από το ρομαντικό «Mέθυσε απόψε το κορίτσι μου», το δωρικό «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» και το λυρικό «Ενας ουρανός μ' αστέρια», μέχρι το συναρπαστικό σόλο πιάνο του Στ. Κορκολή στο «Ποια νύχτα σ' έκλεψε» και το εκφραστικό «Σταμάτησε του ρολογιού τους δείκτες», οι μελωδίες του Μ. Πλέσσα ήχησαν στον λόφο της Σάνης σαν «ζωντανό» jukebox που γεφυρώνει το παρελθόν με το σήμερα.
Χειροκροτήματα και επιφωνήματα θαυμασμού έκλεισαν την υψηλής αισθητικής συναυλία που δόθηκε στο διεθνούς εμβέλειας Sani Festival, που διοργανώνει το Sani Resort σταθερά από το 1992. Κοινωνώντας από την εξαγνιστική δύναμη των τραγουδιών του, για αγάπες, πάθη και όνειρα, οι θεατές της συναυλίας, πιο ανάλαφροι, και κατηφόρισαν τον λόφο της Σάνης, συνεχίζοντας τη μαγική βραδιά στη φασαριόζικη μαρίνα του resort.