Η διοργάνωση της ειρηνευτικής διαδικασίας στην Κωνσταντινούπολη είναι μια παραδοχή τόσο των άμεσα ενδιαφερομένων πλευρών (Ρωσία και Ουκρανία) όσο και των έμμεσα εμπλεκομένων (κυρίως ΗΠΑ και δευτερευόντως άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και χώρες-μέλη της Ε.Ε.) του ρόλου που παίζει η Τουρκία.

Σχεδόν από την αρχή της θητείας του (το 2003) στην ηγεσία της Τουρκίας, είτε ως πρωθυπουργός είτε ως Πρόεδρος, ο Ερντογάν επεδίωξε αφενός να έχει ρόλο προστάτη του Ισλάμ, αφετέρου να εμπλέκεται (ενίοτε με καθοριστικό τρόπο) σε υποθέσεις χωρών όπως η Συρία.

Στην πορεία οι στόχοι μεγάλωσαν και σε αυτό βοήθησε η ρήξη Ρωσίας – Ουκρανίας από το 2012 που κορυφώθηκε το 2022 με τον σε εξέλιξη πόλεμο.

Η Τουρκία αρκετά νωρίς διεκδίκησε ρόλο συνομιλητή και με τους δύο, αναπτύσσοντας στενή σχέση (μέσω «χημείας» Πούτιν – Ερντογάν) με τη Ρωσία. Δεν παρέλειψε όμως παράλληλα να προμηθεύει την Ουκρανία με drones και μη επανδρωμένα τύπου Bayraktar.

Η ανάδειξη του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και η καλή σχέση του με τον Ερντογάν ενίσχυσαν τον ρόλο της Τουρκίας, με αποτέλεσμα σήμερα, εκτός από «ειρηνοποιός έδρα», να έχει αναχθεί και σε ρυθμιστή της κατάστασης στη Συρία.

Η «φιλοξενία της Κωνσταντινούπολης» θα χρησιμοποιηθεί εύλογα από την Τουρκία ως στοιχείο του ρόλου που παίζει στην περιοχή.

Επιμέρους στόχοι της είναι να «ξεκλειδώσουν» τα προγράμματα συμπαραγωγής με τις ΗΠΑ των F-35, αλλά και συνεργασίες, όπως έγινε πρόσφατα με τη συναίνεση της Βρετανίας για την προμήθεια των μαχητικών Εurofighter.