Αν «η στρατηγική της Αγκυρας και του Ερντογάν», ήταν κινηματογραφική ταινία, θα έφθανε η στιγμή που κάποιο από τα «σίκουελ» θα έπαυε να «κόβει εισιτήρια». Διότι πλέον το σενάριο είναι ίδιο: μονότονα σταθερό, απαράλλακτα ίδιο και… σεναριογραφικά εμμονικό.

Θα μπορούσε κάποιος κατ’ επάγγελμα δημαγωγός και εθνικιστής κατά παραγγελία να ισχυριστεί: «ο λύκος και αν εγέρασεκαι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του». Αλλωστε, αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται σχεδόν 25 χρόνια από την αποφυλάκιση του, τότε ανερχόμενου, πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έκτοτε μονοπώλησε την έκφραση της τουρκικής προπαγάνδας.

Αλλοτε με τον έναν τρόπο, άλλοτε με τον άλλον, άλλοτε ως «Γάλλος διπλωμάτης», άλλοτε ως «βάρβαρος Μογγόλος», ο Ερντογάν χρησιμοποίησε το πολιτικό – διπλωματικό DNA του έθνους του, κατά το δοκούν, αλλά πάντα με ένα στόχο: τη διαιώνιση της κυριαρχίας του. (Αυτό ας μη φεύγει ποτέ από το μυαλό κανενός).

Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανένας ότι όσα λέει και πράττει ο Ερντογάν δεν τα πιστεύει. Είναι όμως ξεκάθαρο πως ό,τι λέει και πράττει, αφενός μεν δεν αποτελεί δική του έμπνευση, αλλά βαθιά ριζωμένες και εδραιωμένες πεποιθήσεις της νεοοθωμανικής πολιτικής. Αφετέρου δε, το… ποντεσιόμετρο της έντασης, με την οποία εμφανίζει τις «διεκδικήσεις και τις απόψεις του», αυξομειώνεται ανάλογα με τον προσωπικό του σχεδιασμό. Δηλαδή ακόμη και τα αποκαλούμενα «εθνικά ιδεώδη» της Τουρκίας, στα χέρια του Ερντογάν γίνονται απλά αντικείμενα του ρόλου τον οποίο θέλει να παίξει σε κάθε πράξη του έργου του.

Για αυτό, θα είναι αναμφίβολα αφελές και μετά βεβαιότητος επιζήμιο, να θεωρήσει έστω και ένας στην Ελλάδα ότι μπορεί ο συγκεκριμένος γείτονας να αλλάξει τακτική και συμπεριφορά. Αλυσιτελή και ανώφελη αναμονή θα μπορούσαμε να το πούμε. Διότι αν, παρ’ ελπίδα, σκεφτεί κάποιος το αντίθετο, τότε πέφτει στην παγίδα της Αγκυρας, η οποία, όποτε φαίνεται στον ορίζοντα περίπτωση ουσιαστικής «διαπραγμάτευσης», αρχίζει να βάζει στο τραπέζι τις πάγιες διεκδικήσεις της.

Το καλό με τον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι ότι δίνει την αίσθηση πως οι διεκδικήσεις δεν υπερπροβάλλονται. Το κακό είναι αν κάποιος νομίσει ότι παύουν να υπάρχουν. Είναι πάντα εκεί και θα είναι, επίσης, πάντα αντίθετες με τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας.