
Δεν ξέρω αν είναι υπερβολή αυτό που λέγεται επί δεκαετίες κι ακόμη περισσότερο αν ισχύει τη σύγχρονη εποχή, αλλά δεν υπάρχει ελληνικό σπίτι-ελληνική οικογένεια, που να μην έχει έναν ναυτικό.
Η αλήθεια είναι ότι η πάροδος των ετών μπορεί να αλλοίωσε μέχρι εξαφανίσεως αυτό το στατιστικό δεδομένο. Ομως, δεν αποτελεί μόνο στατιστικό δεδομένο, αλλά και ουσιαστικό στοιχείο διαμόρφωσης «ταυτότητας». Διότι οι ναυτικοί γαλουχούνται και γαλουχούν γενιές και οικογένειες με βάση τρία υψηλά ιδανικά: την τιμή, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό.
Είναι σφόδρα πιθανό, όπως τόση και τέτοια αλλοίωση έχουν υποστεί όλες οι συμπεριφορές, το ίδιο να έχει συμβεί και στην περίπτωσή μας: να πρόκειται για μια απλή διεκπεραίωση, χωρίς ιδανικά, χωρίς όραμα, χωρίς ήθος.
Αν δικαίως αναρωτηθεί κάποιος, «τι όραμα θέλεις να έχει ένας… π.χ. καβοδέτης, που απλά κάνει μια δουλειά ή ένας απλός λοστρόμος;», θα πρέπει πιο πριν να ψάξει και να μάθει ότι ακριβώς τα ίδια όνειρα είχαν και έχουν πολλοί αντίστοιχοι επαγγελματίες-μεροκαματιάρηδες του κλάδου δεκαετίες τώρα: με όραμα -φτωχό μεν σε οικονομική αποτίμηση, υψηλό δε σε ηθικό αντιστάθμισμα- τη βελτίωση της οικογενειακής κατάστασής τους ή την πρόοδο του χωριού, του νησιού, της πόλης τους…
Αν στην πορεία η εχθροπάθεια, το μίσος, η αντιδικία έχουν αποκτηνώσει πολλούς από εμάς, δεν φταίει το επάγγελμα. Είναι όπως το περιέγραφε ο Βάρναλης, «μοιραίοι και άβουλοι αντάμα». Με κάποιες διαφορές: πια δεν στεγάζουμε τη μιζέρια μας σε υπόγειες ταβέρνες, ούτε περιμένουμε σαν σκουλήκια μια φτέρνα να μας πατήσει, δεν φταίει το κακό το ριζικό μας, ούτε ο Θεός που μας μισεί. Και δεν περιμένουμε κανένα θάμα…
Είναι που πλέον οι αυγές και τα δειλινά περνάνε χωρίς να μπούνε στην καρδιά μας. Και πατάμε σαν σκουλήκια όσους δεν αντέχουν. Χωρίς τιμή, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς σεβασμό.
Στο αντιμάμαλο της προβλήτας του Πειραιά πνίγηκαν όλα όσα έκαναν τους ναυτικούς υπερήφανους. Καλό θα ήταν η τρικυμία της τραγωδίας να παρασύρει όλα όσα και όλους όσοι πληγώνουν με τη συμπεριφορά τους. Και όχι, μόλις ηρεμήσει η φουρτούνα και υπάρξει μπουνάτσα, να κλείσουμε και πάλι τα μάτια σαν να μη συνέβη τίποτε…